Υπάρχουν αφίσες στο λιμάνι, στην είσοδο της χώρας, αλλά και σε κολόνες που βρίσκονται στα γραφικά σοκάκια της χώρας. Αφίσες εντέχνως τοποθετημένες που τις ξέθαψαν (ή τις διατήρησαν) από τα ’90ς, τότε που η Ίος είχε αποκτήσει τη διεθνή φήμη του νησιού με την έντονη νυχτερινή ζωή. Στην καρδιά της κυκλαδίτικης χώρας τα μπαράκια άνοιγαν με τη δύση του ήλιου κι έκλειναν αφού πια είχε ανατείλει. Τα πρωινά οι ντόπιοι έβγαιναν στις αυλές τους και σκόνταφταν πάνω σε νεαρά παιδιά που δεν έβρισκαν το κουράγιο, μετά τη νυχτερινή κραιπάλη, να φτάσουν μέχρι το ενοικιαζόμενο δωμάτιο τους. Κάποιοι τραγουδούσαν παράφωνα, άλλοι αναζητούσαν τον δρόμο για τον φούρνο και άλλοι απλά προχωρούσαν αποκαμωμένοι μέχρι την κοντινότερη παραλία για την πρώτη βουτιά της ημέρας.
Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, η φήμη για τη νυχτερινή ζωή της Ίου καλά κρατεί. Το κυκλαδίτικο – και κάπως παρεξηγημένο- νησί όμως έχει πολλές ομορφιές και μαγική ατμόσφαιρα που κερδίζει τον ταξιδιώτη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν, αγάπησαν και βάφτισαν την Ίο «τόπο τους». Η γραφική του χώρα με τα υπέροχα κατάλευκα σπίτια που αποτελούν δείγματα κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, οι ωραίες παραλίες (Μυλοπότα, Μαγγανάρι, Αγία Θεοδότη, Ψάθη, Παραλία του Παπά, Τζαμαρία, Τρείς Εκκλησιές και Κάλαμος) οι αρχαιολογικοί χώροι, το σημείο ταφής του μεγάλου επικού ποιητή (μια και σύμφωνα με την αρχαία παράδοση η Ίος ήταν η πατρίδα της μητέρας του Ομήρου), αλλά και το ανοικτό θέατρο «Οδυσσέας Ελύτης», το οποίο χτίστηκε από ντόπια πέτρα και μάρμαρο, είναι μερικοί από τους λόγους που η Ίος αξίζει την προσοχή μας. Υπάρχουν όμως κι άλλοι…
Μουσείο Γαΐτη -Σίμωσι
Στον λόφο της περιοχής Τσουκαλαριά, μετά τους ανεμόμυλους κι αφού περάσουμε το θέατρο «Οδυσσέας Ελύτης» βρίσκεται το νέο στολίδι του νησιού, το Μουσείο Γαΐτη -Σίμωσι. Είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια περίμενε η Λορέττα Γαΐτη, κόρη των γνωστών καλλιτεχνών και η ίδια αρχιτέκτονας με ειδίκευση στα μουσεία και στο στήσιμο εκθέσεων, για να δει το μουσείο που σχεδίασε μαζί με τον συνεργάτη της Ζακ Σαρά να ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό. Στην είσοδο τα υπερμεγέθη κεφάλια από τα γνωστά «ανθρωπάκια» του καλλιτέχνη Γιάννη Γαΐτη στέκονται επιβλητικά ατενίζοντας το Αιγαίο. Το μουσείο δημιουργήθηκε από την ανάγκη της Λορέττας Γαΐτη να κρατήσει ζωντανό το έργο των γονιών της, του ζωγράφου, χαράκτη και γλύπτη Γιάννη Γαΐτη και της γλύπτριας Γαβριέλλας Σίμωσι. Ένας φόρος τιμής στους δύο σπουδαίους καλλιτέχνες.
Η μόνιμη συλλογή βρίσκεται σε δύο βασικά κτίρια που στέκονται αντικριστά. Το ένα κτίριο φιλοξενεί τα έργα του Γαΐτη. Πίνακες, εγκαταστάσεις και κατασκευές με τα περίφημα «ανθρωπάκια» του. Το άλλο κτίριο είναι ένας ναός για τα γλυπτά της Σίμωσι. Δώδεκα μνημειώδη γλυπτά από λευκή ρητίνη σε βάθρα, γύψινα γλυπτά παλαιότερων περιόδων, καθώς και κολάζ. Το μουσείο, το οποίο στεγάζεται σε ένα κτίριο επιφάνειας 1.600 τ.μ. έχει δημιουργηθεί για να στεγάσει εκτός από τα μόνιμα εκθέματα των δύο καλλιτεχνών, περιοδικές εκθέσεις και εκδηλώσεις. Μάλιστα φημολογείται ότι θα δημιουργηθεί στον εξωτερικό του χώρο κι ένα καφέ για να κάθονται οι επισκέπτες και να απολαμβάνουν, εκτός από τα σπουδαία έργα, την υπέροχη θέα που βλέπει στα νησιά Σίκινο, Πάρο και Νάξο.
Το σπίτι του Ζαν Μαρί Ντρο ή αλλιώς «Το μουσείο της φιλίας»
Κοντά στην περιοχή Μυλοπότα της Ίου υπάρχουν δύο σπίτια που στέκονται το ένα κοντά στο άλλο. Το ένα ήταν του συγγραφέα, σεναριογράφου και σκηνοθέτη Ζαν Μαρί Ντρο. Το άλλο του ζωγράφου, χαράκτη και γλύπτη Γιάννη Γαΐτη. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 60. Δείγμα του χρόνου της γνωριμίας τους αποτελεί και το ντοκιμαντέρ του Ντρο το 1961, όπου σχολίαζε για ποιο λόγο διεθνείς καλλιτέχνες επιλέγουν το Παρίσι ως τόπο εργασίας. Εκεί εμφανίζονται δύο Έλληνες καλλιτέχνες, ο Γαΐτης και ο Τάκης.
Σύμφωνα με όσα μας είπε η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων, Εύα Βασλαματζή, η οποία ασχολείται με τη συλλογή και το αρχείο του Ντρο, οι δυο τους είχαν μια πολύ στενή φιλία που ρίζωσε στην ’Ιο. Κανείς τους δεν είχε επισκεφτεί το μέρος μέχρι την ημέρα που τυχαία, σε μια βόλτα τους στο κέντρο της Αθήνας, συνάντησαν τον Γερμανό καλλιτέχνη Κλάους Ρίνκε που μόλις είχε γυρίσει ενθουσιασμένος από την Ίο. Η πρώτη επίσκεψη στο νησί ήταν καθοριστική. Μαγεύτηκαν από την ατμόσφαιρα του μέρους και έκαναν άτυπα σύμφωνο να ριζώσουν σε αυτό. Έτσι κι έγινε. Πρώτα έφτιαξε σπίτι ο Ντρο. Ο Γαΐτης το σχεδίασε κι επέβλεπε όλες τις διαδικασίες για την ολοκλήρωσή του. Λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να χτίζει κι εκείνος το δικό του.
Ο Ντρο αγαπούσε πολύ αυτό το σπίτι, που ονόμαζε σπίτι -γλυπτό. Αγόραζε έργα τέχνης από άγνωστους καλλιτέχνες τα οποία τοποθετούσε στο χώρο του, σε «διάλογο» φυσικά με τα έργα του στενού του φίλου Γιάννη Γαΐτη και της γλύπτριας Γαβριέλλας Σίμωσι. Τα έργα του τα αντιμετώπιζε ως φυλαχτά. Ήθελε να περιτριγυρίζεται από αυτά, να τα ζει και να μεγαλώνει μαζί τους. Ένα καλλιτεχνικό φορτίο αναμνήσεων, αφού τα περισσότερα έργα ήταν «λάφυρα» από τα ταξίδια του ως ντοκιμαντερίστας για τη γαλλική τηλεόραση. Αυτή ήταν η καθημερινότητά του. Η συλλογή έργων και εμπειριών. Στις αρχές του ’90 αποφασίζει να στεγάσει τα «φυλαχτά» του σε έναν ξεχωριστό χώρο που συνδέεται με την κύρια κατοικία του και το γεμίζει με τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του, με άγνωστα έργα διαφόρων καλλιτεχνών. Το ονομάζει «Το μουσείο της φιλίας» ως φόρο τιμής στη βαθιά φιλία που είχε με τον Γιάννη Γαΐτη και πολλούς άλλους καλλιτέχνες που βρίσκονται στη συλλογή. Ανάμεσα σε αυτά είναι και πρώιμα έργα του Γαΐτη, από τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60. Σήμερα η κόρη του Ζαν Μαρί Ντρο, η Μάργκαρετ, ευελπιστεί ο χώρος αυτός να ανοίγει πιο συχνά στο κοινό - όπως κι έγινε κατά τη διάρκεια των εγκαινίων του Μουσείου Γαΐτη-Σίμωσι- κατόπιν συνεννοήσεως, για να ξεναγεί μαζί με την Εύα Βασλαματζή τους φιλότεχνους επισκέπτες στο Μουσείο της Φιλίας.
«Ένα ταξίδι στην Ίο» μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Κρίστιαν Ντίνερ
Μια περιπλάνηση στα γραφικά σοκάκια της χώρας αρκεί για να ανακαλύψει κάποιος τη γκαλερί του Κρίστιαν Ντίνερ. Ο Ντίνερ δεν είναι πια στη ζωή, το φωτογραφικό του αρχείο όμως βρίσκεται εκεί για να εμπνέει τους περαστικούς… Στο σπίτι του Βαρίνου, το οποίο παραχωρήθηκε από το Δήμο της Ίου το 2019 στην κόρη του Ντίνερ για να στεγάσει τη συλλογή του πατέρα της, βρίσκονται οι φωτογραφίες του παθιασμένου Γερμανού που αγάπησε την Ίο όσο κανένα άλλο μέρος. Ο Κρίστιαν Ντίνερ ήταν γραφίστας, συλλέκτης, γκαλερίστας και έφορος μουσείων. Το μεγάλο του πάθος όμως ήταν η φωτογραφία. Την Ίο την ανακάλυψε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, όταν μαζί με τη μνηστή του Ούρσουλα (Ουλρίκε Μπέργκελ) επισκέφτηκαν το κυκλαδίτικο νησί. Αγόρασαν ένα παραθαλάσσιο κομμάτι γης, που δεν είχε οδική πρόσβαση. Λόγω του δύσβατου σημείου δεν είχαν ούτε νερό, ούτε ρεύμα. Σιγά -σιγά άρχισαν να φυτεύουν δέντρα στη γη τους και έχτισαν ένα σπίτι που έγινε ο σκοπός της ζωής του Ντίνερ. Το σπίτι ολοκληρώθηκε λίγες μέρες πριν τον θάνατο του.
Λίγο πριν πεθάνει ο Ντίνερ συγκέντρωσε όλες τις ειδυλλιακές μεσογειακές εικόνες που είχε τραβήξει, φωτογραφικά ντοκουμέντα τεσσάρων δεκαετιών και τα έδεσε όλα σε ένα βιβλίο. Ένα μπλε βιβλίο σαν το χρώμα της θάλασσας. Έγραψε πάνω τον τίτλο «Ένα ταξίδι στην Ίο». Εικόνες από αυτό το βιβλίο κοσμούν τους τοίχους της γκαλερί, μια γκαλερί που σε μεταφέρει στην αυθεντική Ίο, στην ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης.
Garden of Ios
Το Garden of Ios είναι ένα μπαρ – εστιατόριο διαφορετικό από τα άλλα. Βρίσκεται στη χώρα σε ένα μαγευτικό σημείο που χαρίζει στον επισκέπτη το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα. Το μέρος ήταν ιδιοκτησία μιας ηλικιωμένης Γερμανίδας αρχιτεκτόνισσας, η οποία αδυνατούσε να ταξιδεύει. Έτσι έπεισε την επίσης Γερμανίδα Ανίνα Ντίνερ να το αγοράσει. Η Ανίνα εργαζόταν ως costume designer στον κινηματογράφο, αλλά την περίοδο της πανδημίας σταμάτησε τη δουλειά της και αποφάσισε να πάει στην Ίο, το μέρος που λάτρευαν οι γονείς της. Αγόρασε την έκταση στη χώρα και πήρε την απόφαση αντί για σπίτι να φτιάξει έναν εναλλακτικό χώρο που θα πρόσφερε μια διαφορετική εμπειρία σε όποιον το επισκεπτόταν. Κάπως έτσι γεννήθηκε το Garden of Ios. Ένα καφέ – εστιατόριο με διαφορετική ατμόσφαιρα και ιδιαίτερη κουζίνα. Όλα τα προϊόντα είναι βιολογικά και κόβονται από τον κήπο του Garden of Ios, που με πολύ μεράκι περιποιείται η Ανίνα. Όσα δεν μπορούν να καλλιεργηθούν στον κήπο προέρχονται από φάρμες που έχει αναζητήσει η ιδιοκτήτρια. Όλα τα πιάτα είναι εποχιακά. Στην κουζίνα δεν υπάρχει τίποτα από πλαστικό, σιλικόνη ή αλουμίνιο. Τίποτα τοξικό, τίποτα επεξεργασμένο, ούτε καν σκόνη για το πλύσιμο των πιάτων. Το μενού είναι περιορισμένο, αλλά πεντανόστιμο. Η Ανίνα δεν πιστεύει στις πολλές επιλογές. Πιστεύει όμως στην ποιότητα και στις ρίζες μας. Όταν ξεκίνησε να λειτουργεί τον χώρο είχε μόνο λίγα καλά κρασιά, κάποια «ψαγμένα» κοκτέιλς και γλυκά χωρίς ζάχαρη. Ο κόσμος άρχισε να ζητάει περισσότερες επιλογές και τότε εκείνη αποφάσισε να προσθέσει κάποια αλμυρά πιάτα.
Η φήμη της έχει αρχίσει να κυκλοφορεί και εκτός του νησιού. Της ζητούν να δώσει το όνομα και να φτιάξει Garden of Tinos και Garden of Mykonos. Θέλει, αλλά με τους δικούς της όρους. Να μπορεί να παραμείνει πιστή στα οργανικά προϊόντα, στην ποιότητα της τροφής που μόνο οι ρίζες μας μπορούν να δώσουν. Αυτό είναι και το μήνυμά της. Να επικεντρωθούμε στις ανάγκες του πλανήτη και να επιστρέψουμε στις ρίζες μας. Η Ελλάδα είναι ένα εύφορο μέρος που αξίζει την προσοχή όλων.