Οι χώρες με ηγέτες γένους θηλυκού είχαν «συστηματικά και σημαντικά καλύτερα» αποτελέσματα στην πανδημία του κορονοϊού, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η επιτυχημένη αντιμετώπιση της νόσου από γυναίκες προέδρους, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος, Ανγκελα Μέρκελ, η Νεοζηλανδή πρωθυπουργός Τζασίντα Αρντερν, η πρωθυπουργός της Δανίας Μέττε Φρεντέρικσεν, η Φινλανδή ηγέτης Σάνα Μάριν και η πρόεδρος της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκ Γουέν, προκάλεσε αρκετά εγκωμιαστικά σχόλια στα ΜΜΕ αλλά ελάχιστη ακαδημαϊκή προσοχή μέχρι τώρα.
Η ανάλυση 194 χωρών, που δημοσιεύθηκε από το Κέντρο Ερευνας για την Οικονομική Πολιτική και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, υποδηλώνει ότι η διαφορά ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες επικεφαλής κρατών ως προς την αποτελεσματική αναχαίτιση της εξάπλωσης του ιού είναι πραγματική και «μπορεί να εξηγηθεί από τις προληπτικές και συντονισμένες πολιτικές απαντήσεις» που υιοθέτησαν οι γυναίκες ηγέτες.
Ακόμα και όταν οι κραυγαλέες περιπτώσεις, όπως η Νέα Ζηλανδία και η Γερμανία ή οι ΗΠΑ (για τους άνδρες ηγέτες) - αφαιρέθηκαν από τις στατιστικές, η μελέτη διαπίστωσε ότι η υπόθεση για τη σχετική επιτυχία των γυναικών ηγετών ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο.
«Τα αποτελέσματά δείχνουν σαφώς ότι οι γυναίκες ηγέτες αντέδρασαν πιο γρήγορα και αποφασιστικά ενόψει των πιθανών θανάτων», δήλωσε η Σουπρίγια Γκαρικιπάτι, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, και εκ των συντακτών της μελέτης (μαζί με την Ούμα Καμπαχμπάτι από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ).
«Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, επέβαλαν lockdown νωρίτερα από τους άνδρες ηγέτες σε παρόμοιες περιστάσεις. Αν και αυτό μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις, έχει βοηθήσει σίγουρα αυτές τις χώρες να σώσουν ζωές, όπως αποδεικνύεται από τον σημαντικά χαμηλότερο αριθμό θανάτων που καταγράφουν», εξήγησε η Γκαρικιπάτι.
Οι δύο ερευνήτριες ανέλυσαν διαφορετικές πολιτικές κρατών και τα συνολικά κρούσματα και θανάτους από κορονοϊό έως τις 19 Μαΐου, εισάγοντας μια σειρά μεταβλητών για να βοηθήσουν στην ανάλυση των πρωτογενών δεδομένων και να πραγματοποιήσουν αξιόπιστες συγκρίσεις μεταξύ χωρών.
Μεταξύ των δεδομένων που ελήφθησαν υπόψη και εξετάστηκαν ήταν το ΑΕΠ, ο συνολικός πληθυσμός, η πυκνότητα του πληθυσμού και το ποσοστό των ηλικιωμένων κατοίκων, καθώς και οι ετήσιες δαπάνες υγείας κατά κεφαλήν, η δεκτικότητα στα διεθνή ταξίδια και το επίπεδο ισότητας των φύλων στην κοινωνία γενικότερα.
Δεδομένου ότι μόνο 19 από τις σχεδόν 200 χώρες ήταν υπό την ηγεσία γυναικών, οι συγγραφείς δημιούργησαν επίσης τις λεγόμενες «κοντινότερες γειτονικές» χώρες για να αντισταθμίσουν το μικρό μέγεθος του δείγματος, συγκρίνοντας σε ζευγάρια τη Γερμανία, τη Νέα Ζηλανδία και το Μπαγκλαντές με τη Βρετανία, την Ιρλανδία και το Πακιστάν αντίστοιχα, που βρίσκονται υπό την ηγεσία ανδρών.
«Αυτή η ανάλυση επιβεβαιώνει ξεκάθαρα ότι όταν οι χώρες υπό την ηγεσία των γυναικών συγκρινόμενες με χώρες παρόμοιες σε μια σειρά χαρακτηριστικών αλλά με άνδρες επικεφαλής, έχουν αποδώσει καλύτερα, αντιμετωπίζοντας λιγότερα κρούσματα καθώς και λιγότερους θανάτους», υπογράμμισε η Γκαρικιπάτι.
Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι ενώ οι γυναίκες ηγέτες «απέτρεψαν τον κίνδυνο σε σχέση με τις ζωές», κλείνοντας τις χώρες τους σημαντικά νωρίτερα από τους άνδρες ηγέτες, ήταν επίσης «πιο πρόθυμες να αναλάβουν κινδύνους στον τομέα της οικονομίας».
Σε σύγκριση με το κριτήριο «ανοιχτά ταξίδια», οι χώρες υπό την ηγεσία των γυναικών δεν παρουσίασαν αισθητά μειωμένα κρούσματα κορονοϊού, αλλά κατέγραψαν λιγότερους θανάτους, διαπίστωσαν οι ερευνήτριες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αυτό μπορεί να σημαίνει «καλύτερες πολιτικές και προσαρμοστικότητα».
Οι ερευνήτριες δήλωσαν ότι ελπίζουν η μελέτη τους «να χρησιμεύσει ως αφετηρία για να φωτίσει τη συζήτηση σχετικά με την επίδραση των ηγετών στα αποτελέσματα του κορονοϊού κάθε χώρας».
(με πληροφορίες από Guardian, Euronews)