Σκέψεις για τα πρόσωπα, σύμβολα, εμβλήματα της συλλογικής μας παρακμής.
.
.
Eurokinissi

Τι κοινό μοιράζονται τα δύο σκοτεινά πρόσωπα που μονοπωλούν την επικαιρότητα και το δημόσιο ενδιαφέρον όλες αυτές τις μέρες – ο Δημήτρης Λιγνάδης και ο Δημήτρης Κουφοντίνας; Εννοώ, έξω από το μικρό τους όνομα;

Είναι και οι δυο τους πρόσωπα, σύμβολα, εμβλήματα της συλλογικής μας παρακμής.

Σηματωρό του είχε τον τυφλό ηδονισμό ο πρώτος, εκείνον τον άρρωστο εγωτισμό που καίει τα πάντα στο διάβα του (το θέατρο, την παιδεία, τον έρωτα...) για ένα ξέδομα της στιγμής και για την επιβράβευση την απατηλή του προβολέα.

Κήρυκά του είχε τον τυφλό βολονταρισμό ο δεύτερος, τον οργίλο μοραλισμό που μοιράζει τον κόσμο σε άσπρο και μαύρο και που ως άλλος Ρασκόλνικωφ ή Ρομπέν έχει βαλθεί αυτοπρόσκλητος να τιμωρήσει τους κακούς.

Και οι δύο είναι όψεις του μεταπολιτευτικού μας μηδενισμού. Άνθρωποι τόσο ερωτευμένοι με το είδωλό τους, τόσο απορροφημένοι από τον εαυτό τους ώστε να αναγορεύουν σε ιδεώδες την εξουσία τους, και τον έσχατο αναβαθμό της, την καταδυνάστευση του άλλου. Άνθρωποι τόσο απεγνωσμένοι, που έφτασαν να βρίσκουν το νόημα της ζωής τους στον πόνο που σκορπούσαν στο πέρασμά τους.

Ο Μπερντιάγεφ έχει γράψει μερικές ιδιοφυείς σελίδες για εκείνον τον δαίμονα της ρωσσικής επανάστασης, όπως τον ονομάζει, τον Νικολάι Γκόγκολ. Για την αδυναμία του να πλάσει χαρακτήρες, ήρωες θετικούς, και την τάση του, πρόδρομο του εξπρεσσιονισμού, να βλέπει στα πάντα γύρω του καρικατούρες, γκροτέσκα τέρατα. Μόνο που ο Γκόγκολ, τον δαιμονισμό του τον έκανε λόγο, την απόγνωσή του τέχνη μέγιστη. Κι αυτή δεν ήταν πρότυπο αξιομίμητο αλλά σκιάχτρο αποτροπιαστικό.

Οι παραστάσεις του Λιγνάδη, αντίθετα, ήταν πάντα όπως τα γραψίματα και τα λόγια του Κουφοντίνα: διανοητικοί ακκισμοί, ερωτοτροπίες με το αδιέξοδο, εξυπνακισμοί που περνούσαν για πρόταση στους αγωνιώντες ή τους ανιώντες (πόσο συχνά τα δύο αυτά συμπίπτουν...), ενώ δεν ήταν παρά πόζα και ψευδαισθητικό πυροτέχνημα.

Δαίμονες σωστοί, με την έννοια τη ντοστογιεφσκική, οι δαίμονές μας, οι δύο αυτοί γοητεύουν ακόμη πολλούς. Γιατί, θα ρωτήσει κανείς. Μα γιατί πάντα το κενό, το χαίνον σκότος, είναι γοητευτικό, από γεννησιμιού μας μας θέλγει όπως οι μαύρες τρύπες ελκύουν τα άστρα και τους πλανήτες τριγύρω.

Όταν η ολίγη πίστη ότι καθένας από μας μπορεί να αλλάξει έστω και λίγο, έστω και πρόσκαιρα τα πράγματα γύρω του προς το καλύτερο, όταν και η ελάχιστη πίστη αυτή εξατμιστεί, τη θέση της παίρνει αρχικά η παραίτηση, ύστερα ο υπαρξιακός μηδενισμός, μετά ο τυραννικός κυνισμός, και στο τέλος, άφευκτος πάντα, ο πόθος της αυτοκαταστροφής.

Δεν έχει σημασία αν ο ένας βάφτιζε την αυτοκαταστροφή του Θέατρο και Έρωτα, κι ο άλλος Δίκη και Εξέγερση. Αυτοκαταστροφή ήταν. Σαν κι αυτή την αυτοκτονία και αυτοκατάργηση με την οποία ερωτοτροπούμε χρόνια πολλά τώρα όλοι μας σ′ αυτόν τον τόπο.

(Να ευχηθώ, ενδεχομένως, το αδύνατο; Κι οι δυο τους να ζήσουν ακόμη χρόνια πολλά και να γεράσουν, όσο γίνεται και όσο οι πράξεις τους οι ίδιες το επιτρέπουν, ανώδυνα. Μακριά από τα σαρκοβόρα φώτα της δημοσιότητας. Συγχωρημένοι στις καρδιές των θυμάτων, και ξεχασμένοι φιλάνθρωπα απ′ όλους.)

Δημοφιλή