Κατά το πέρασμα του προηγούμενου αιώνα είχαμε το φαινόμενο της δημιουργίας δικτατορικών καθεστώτων τα οποία άφησαν, σε διάφορες περιπτώσεις, ανεξίτηλο το στίγμα τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι των χωρών που κυβέρνησαν. Από αυτή την κατηγορία δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και η Βραζιλία. Η μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής έζησε μια περίοδο καταπίεσης και απαγόρευσης των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών από το 1964 έως το 1985 από ένα καθεστώς το οποίο ήταν υπεύθυνο για το θάνατο 475 αντιφρονούντων αλλά και για το βασανισμό χιλιάδων πολιτών που δεν συμφωνούσαν με τις πρακτικές του. Ας δούμε, όμως, πρώτα το ιστορικό αυτού του καθεστώτος για να κατανοήσουμε το αποτύπωμα που άφησε στην συλλογική μνήμη της βραζιλιάνικης κοινωνίας.
Το ιστορικό
Αρχικά, η δικτατορία στην Βραζιλία ξεκίνησε το 1964 μετά από ένα επιτυχημένο πραξικόπημα του στρατού, με την υποστήριξη σημαντικής μερίδας του λαού αλλά και του πολιτικού συστήματος της εποχής, ενάντια στην κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος καθώς θεωρήθηκε ότι υπό την διακυβέρνηση του κόμματος αυτού η χώρα όδευε προς τον κομμουνισμό. Κατά την διάρκεια της εικοσαετούς, περίπου, δικτατορίας άλλαξαν συνολικά 5 διοικήσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι μέσα στο στράτευμα υπήρχαν δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Από την μια πλευρά ήταν οι στρατιωτικοί που επιθυμούσαν περισσότερο μια εθνικιστική και αυταρχική διακυβέρνηση ενώ στην αντίπερα όχθη βρίσκονταν μια ομάδα στρατιωτικών, που χαρακτηρίζονταν από τον Τύπο της εποχής ως «εξευγενισμένοι», έχοντας ως στόχο μια γραφειοκρατική άσκηση της εξουσίας με την εμπλοκή και πολιτικών σε κυβερνητικές θέσεις. Η ύπαρξη αυτών των δύο φατριών εξηγεί και την εναλλαγή των διοικήσεων με την κάθε ομάδα να επιχειρεί να επιβάλλει τις θέσεις πρώτα στο στράτευμα και έπειτα στην κοινωνία.
Συνεπώς, πρώτος δικτάτορας ήταν ο στρατηγός Humberto de Alencar Castelo Branco ο οποίος μέσα από 4 Θεσμικές Πράξεις (Institutional Acts) έλεγξε την λειτουργία του Κογκρέσου, περιόρισε τις ελευθερίες και ενσωμάτωσε τον στρατό μέσα στη δημόσια διοίκηση. Το 1967, ο διάδοχος του στρατηγός Artur da Costa e Silva συνέχισε την ίδια πολιτική περιορισμών και καταπίεσης παρόλο που την στιγμή που αναλάμβανε δήλωνε ότι επιθυμεί την φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Ωστόσο, η προσέγγισή του άλλαξε από την στιγμή που συνάντησε την αντίδραση μελών του Κογκρέσου, της αναδιοργανωμένης, μετά το πραξικόπημα, Αριστεράς αλλά και του κόσμου που δυσανασχετούσε με τα αυξανόμενα μέτρα καταπίεσης.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1969 ο στρατηγός Silva αρρώστησε και την ηγεσία της στρατιωτικής κυβέρνησης ανέλαβε ο στρατηγός Emilio Garrastazu Médici, η διοίκηση του οποίου χαρακτηρίστηκε από την οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε η Βραζιλία μέχρι και το 1973 όπου και λόγω της πετρελαϊκής κρίσης σταμάτησε απότομα και αμέσως άρχισε ο πληθωρισμός. Λόγω των οξυμένων αντιδράσεων του κόσμου αλλά και της ένοπλης, πλέον, Αριστεράς (guerillas), τόσο για τα καταπιεστικά μέτρα όσο και για την οικονομική κρίση, προκλήθηκε αλλαγή διοίκησης στο καθεστώς το 1974 με την έλευση ενός πιο μετριοπαθούς στρατιωτικού, του στρατηγού Ernesto Geisel. Όντας στην εξουσία ο ίδιος προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιδράσεις καθώς περιόρισε την λογοκρισία και προχώρησε στην χαλάρωση της καταπίεσης προς την αντιπολίτευση. Αυτά τα μέτρα εντάχθηκαν στην πολιτική της «Abertura Politica (Πολιτικό Άνοιγμα)» ως απάντηση στην αυξανόμενη κοινωνική δυσφορία για τις πρακτικές του καθεστώτος.
Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε και από τον διάδοχο του στρατηγού Geisel, τον στρατηγό João Baptista Figueiredo που ανέλαβε την εξουσία το 1978.
Ο νόμος περί Αμνηστίας
Ένας καρπός αυτών των προσπαθειών, που χαρακτηρίστηκε από τους επικριτές της δικτατορίας ως «ψευδαίσθηση συνδιαλλακτικότητας», ήταν ο νόμος περί Αμνηστίας (Amnesty Law) ο οποίος ψηφίστηκε το 1979. Βάσει του νόμου αυτού επιτρεπόταν η απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων αλλά και η επιστροφή εκείνων που εξορίστηκαν. Ωστόσο, προκειμένου αυτό το μέτρο να γίνει δεκτό ακόμα και από τους σκληροπυρηνικούς κύκλους του καθεστώτος, περιείχε μια διάταξη με βάση την οποία προστάτευε όσους διέπρατταν βασανιστήρια από ενδεχόμενη μελλοντική εισαγγελική έρευνα σε βάρος τους. Ο συγκεκριμένος νόμος μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να ισχύει και είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι καμία κυβέρνηση ως τώρα δεν θεώρησε ζωτικό για την βιωσιμότητα του πολιτεύματος της χώρας να καταργήσει τον νόμο περί Αμνηστίας. Είναι φανερό ότι σαν μετρό επεδίωκε να δημιουργήσει μια δικλείδα ασφαλείας για τους βασανιστές παρά να απαλύνει τον πόνο των θυμάτων. Η αναφορά στον νόμο αυτό γίνεται για να κατανοήσουμε το πως μια χώρα αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από τα κακώς κείμενα της τότε εποχής ενώ παράλληλα με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί στο συλλογικό υποσυνείδητο της κοινωνίας μια ανοχή στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν επί δικτατορίας.
Η δημοκρατική μετάβαση
Οι στρατιωτικοί έπειτα και από τον νόμο περί Αμνηστίας συνέχισαν την πολιτική «εκδημοκρατισμού» του καθεστώτος με την δημιουργία ενός πολυκομματικού πολιτικού συστήματος. Αποδείχτηκε, τότε, ως μια από τις απαραίτητες πολιτικές ώστε να κατευναστεί ως έναν βαθμό η οργή του κόσμου ειδικά μετά και την όξυνση της οικονομικής κρίσης στην Βραζιλία από τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό το μέτρο αποτέλεσε τομή αναφορικά με την επάνοδο της δημοκρατίας στην χώρα καθώς σταδιακά η στρατιωτική κυβέρνηση έδινε τον αναγκαίο χώρο στην αντιπολίτευση προκειμένου να εδραιωθεί στην πολιτική σκηνή της Βραζιλίας. Έπειτα, κατά την διετία 1983 με 1984 έλαβαν χώρα συζητήσεις μεταξύ των στρατιωτικών και των κομμάτων για το πώς μπορούσε να πραγματοποιηθεί η δημοκρατική μετάβαση αφού πλέον σημαντική μερίδα του στρατού δεν ήθελε να συνεχίσει την διακυβέρνηση της χώρας.
Η πίεση προς το καθεστώς ήταν ήδη μεγάλη ενώ παράλληλα πολλοί υποστηρικτές του τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στην κοινωνία έπαψαν να του δίνουν ψήφο ανοχής. Τον Ιανουάριο του 1985 έλαβαν χώρα οι πρώτες προεδρικές εκλογές με τον Tancredo Neves να τις κερδίζει αλλά πριν την ορκωμοσία του τον Απρίλιο αρρώστησε και κατέληξε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο José Sarney, που ήταν υποψήφιος αντιπρόεδρος υπό τον Neves, να αναλαμβάνει χρέη προέδρου. Παρόλο που ο ίδιος είχε στενούς δεσμούς με το δικτατορικό καθεστώς εντούτοις επί προεδρίας του συγκλήθηκε η πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη συνέλευση, με συντακτικό χαρακτήρα και με νομιμοποιημένα τα κομμουνιστικά κόμματα. Μέσα από αυτήν την συνέλευση το 1988 δημιουργήθηκε το πρώτο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα της Βραζιλίας το οποίο αποτέλεσε την επίσημη απαρχή της δημοκρατίας στην χώρα.
Αποτυχίες που κόστισαν
Γιατί, όμως, υπάρχει αυτή η διστακτική αντιμετώπιση του δικτατορικού παρελθόντος της χώρας; Πώς έφτασε στην εξουσία ένας άνθρωπος, όπως ο σημερινός πρόεδρος, ο Jair Bolsonaro, πρώην στρατιωτικός, που φανερά αμφισβητεί και περιφρονεί τους δημοκρατικούς θεσμούς; Η απάντηση στα συγκεκριμένα ερωτήματα ξεκινά από μια σύγκριση. Την ίδια περίοδο, κατά την οποία, η Βραζιλία είχε δικτατορία, στην ίδια μοίρα βρίσκονταν και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Αργεντινή και η Χιλή. Βέβαια, οι φρικαλεότητες στις οποίες προέβησαν οι δικτάτορες σε αυτές τις χώρες ήταν πολύ πιο σκληρές από τις αντίστοιχες στην Βραζιλία και σίγουρα τα καθεστώτα τόσο σε Χιλή όσο και σε Αργεντινή δεν προέβησαν σε χαλάρωση των περιορισμών που είχαν επιβάλλει.
Ίσως ο παράγοντας αυτός να έπαιξε κάποιον ρόλο στο να αντιμετωπιστούν τα απομεινάρια του καθεστώτος με μια άνευρη προσέγγιση. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με μια αντίληψη που έχει εντυπωθεί σε σημαντικό κομμάτι της βραζιλιάνικης κοινωνίας, δηλαδή η ύπαρξη οικονομικής ευημερίας και η τήρηση της νομιμότητας κατά την διάρκεια της δικτατορίας, οδηγεί πολλούς υποστηρικτές του τωρινού προέδρου Bolsonaro να επιζητούν την επαναφορά του στρατού στην πολιτική σκηνή της Βραζιλίας. Σε αυτούς τους παράγοντες μπορούμε να προσθέσουμε και την αποτυχία του Εργατικού Κόμματος να εκπληρώσει τον ρόλο που ανέλαβε ως μια από τις κυρίαρχες δημοκρατικές δυνάμεις μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας το 1985.
Συγκεκριμένα, η Αριστερά, μέσα από το Εργατικό Κόμμα, προσπάθησε να λειτουργήσει ως στυλοβάτης του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και ως φορέας της ελπίδας για μια κοινωνία με ισότητα, ισονομία, δικαιοσύνη και ατομικές ελευθερίες. Στην αποστολή της αυτή κρίθηκε μετεξεταστέα και απογοήτευσε πολλούς πολίτες της χώρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τους ωθήσει σε ακραίες επιλογές, προερχόμενες από τον στρατό, όπως αυτή του προέδρου Bolsonaro με την ιδιότητα, μάλιστα, του «σωτήρα» ο οποίος θα εκκαθάριζε το πολιτικό σύστημα από τα σκάνδαλα διαφθοράς και διαπλοκής που το ταλάνιζαν τις τελευταίες δεκαετίες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι καταλυτικό ρόλο στο να αναδειχθεί ο Bolsonaro σε δυναμικό διεκδικητή της εξουσίας, ήταν η αποπομπή από το προεδρικό αξίωμα της Dilma Rousseff, επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, λόγω της ανάδειξης ενός σκανδάλου χρηματισμού και διαφθοράς που την ενέπλεκε. Την ίδια τύχη είχε και ένα σημαίνον στέλεχος του Εργατικού Κόμματος και πρώην πρόεδρος της χώρας, ο Luiz Inacio Lula da Silva, ο οποίος καταδικάστηκε έπειτα από κατηγορίες για διαφθορά. Παράλληλα, η εγκληματικότητα τα τελευταία χρόνια έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη προκαλώντας έντονη ανησυχία στην βραζιλιάνική κοινωνία καθώς και η ανεμπόδιστη δράση των καρτέλ ενώ οι κυβερνήσεις των Εργατικών εμφανίστηκαν αδύναμες να δώσουν αποτελεσματικές λύσεις.
Βέβαια, μία από τις θετικές ενέργειες που πιστώθηκαν στο κόμμα των Εργατικών, αναφορικά με τα εγκλήματα που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της δικτατορίας ήταν να δημιουργήσει μια «επιτροπή αλήθειας» το 2012, σχεδόν 30 χρόνια αφότου έπεσε το καθεστώς. Από την σύσταση της επιτροπής και έπειτα άρχισε η εξέταση και η έρευνα των ατόμων, που αποτελούσαν κομμάτι της στρατιωτικής κυβέρνησης, αλλά και των πεπραγμένων τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αργεντινή είχε συστήσει παρόμοια επιτροπή σχεδόν αμέσως μετά την επαναφορά της δημοκρατίας δείχνοντας με αυτή την πράξη την ετοιμότητά και την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσει το παρελθόν της σε αντίθεση με την Βραζιλία.
Το παρελθόν στο παρόν
Εκμεταλλευόμενος, λοιπόν, αυτές τις συνθήκες και αδυναμίες, ο Jair Bolsonaro εκλέχτηκε πρόεδρος της Βραζιλίας τον Ιανουάριο του 2019. Ένας λαϊκιστής, προερχόμενος από την ακροδεξιά και στέλεχος του στρατού, γνωστός για τις ακραίες του απόψεις πάνω σε κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα ενώ η απέχθειά του για το δημοκρατικό πολίτευμα και τους θεσμούς του είναι επίσης ιδιαίτερα εμφανής. Παρουσιάστηκε ως αντισυστημικός με την πρόθεση να αναζωογονήσει το πολιτικό σύστημα κατά τα δικά του πρότυπα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα των προθέσεών του αποτελούν ορισμένες δηλώσεις του, όπως «η δημοκρατία και η ελευθερία υφίστανται μόνο όταν οι ένοπλες δυνάμεις το επιθυμούν» ή «θέλω να ελευθερώσω τη Βραζιλία από τη διαφθορά, την εγκληματικότητα, την οικονομική ανευθυνότητα και τον ιδεολογικό ζυγό» (εν. τον σοσιαλισμό και την έννοια του political correct). Ωστόσο, μέσα σε ενάμισι χρόνο διακυβέρνησης κατάφερε να στρέψει εναντίον του τόσο το Κογκρέσο όσο και το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας και να τεθεί υπό έρευνα για κατηγορίες διαφθοράς σε βάρος του. Πρώην σύμμαχοί του είτε ήταν δήμαρχοι σε μεγάλες πόλεις είτε υπουργοί του έχουν στραφεί ανοικτά εναντίον του, ιδιαίτερα μετά και τον εγκληματικό κατά πολλούς χειρισμό του αναφορικά με τον κορονοϊό. Μια μάστιγα που ως τώρα έχει κοστίσει την ζωή σε χιλιάδες πολίτες της χώρας ενώ καθημερινά τα κρούσματα σπάνε το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο. Ειδικότερα, δεν μπορεί να παραλειφθεί το γεγονός ότι ο ίδιος ο Bolsonaro έχει βρεθεί θετικός στον κορονοϊό.
Ενώ κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι θα είχαν εξαλειφθεί από την πτώση της δικτατορίας είναι φανερό ότι οι δαίμονες του παρελθόντος έχουν επιστρέψει για την Βραζιλία. Αυτό αποδεικνύεται ακόμα και από το γεγονός ότι στην παρούσα κυβέρνηση 10 από τους 22 υπουργούς είναι στρατιωτικοί (εν ενεργεία και απόστρατοι) ενώ πλέον, μετά την πρόσφατη παραίτηση του υπουργού Υγείας Nelson Teich, διορίστηκε σε μια τέτοια νευραλγική θέση, ειδικά εν μέσω της πανδημίας, ένας ακόμα στρατιωτικός. Ο αντιπρόεδρος της χώρας Hamilton Mourao, στέλεχος και ο ίδιος του στρατού θα είναι αυτός που θα διαδεχθεί τον Bolsonaro σε περίπτωση που δεν μπορεί ο ίδιος να κυβερνήσει. Πρόκειται για μια de facto στρατιωτικοποίηση της κυβέρνησης, μια εξέλιξη που εγκυμονεί κινδύνους τόσο για την αστάθεια της χώρας όσο και για την βιωσιμότητα του πολιτεύματός της.
Όταν ένας θεσμός της βραζιλιάνικης δημοκρατίας εισάγει κατά αυτόν τον τρόπο τον στρατό στην πολιτική ζωή της χώρας, ενώ μόλις συμπληρώθηκαν 35 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, όταν στρέφεται ενάντια στους άλλους θεσμούς (βλ. Κογκρέσο και Ανώτατο Δικαστήριο) και όταν έχει διχάσει την κοινωνία με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε οι υποστηρικτές του (που με βάση πρόσφατες δημοσκοπήσεις φτάνουν το 30%) να επιζητούν την επιστροφή του στρατού στην εξουσία, τότε μήπως φτάνουμε στο σημείο να μιλάμε για τον δυνητικό θάνατο μιας δημοκρατίας; Είναι η Βραζιλία διατεθειμένη και ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους δαίμονές της; Ή το δικτατορικό παρελθόν της θα την στοιχειώνει σε κάθε μεγάλη κρίση; Αυτά τα διλήμματα θα βρεθούν στο μονοπάτι στο οποίο επέλεξε να πορευτεί η χώρα. Αναμφίβολα, όμως, μια δημοκρατία δεν μπορεί να εδραιωθεί όταν ο στρατός δεν έχει αποδεχτεί τον ρόλο του, οι πολιτικοί τον αξιοποιούν σαν εργαλείο διακυβέρνησης και η κοινωνία δεν έχει ξεκαθαρίσει την στάση της απέναντι σε αυτόν.