Οι δασμοί, η απορρύθμιση και το στοίχημα μιας νέας οικονομικής Αμερικής

Πρόκειται για μια ουσιαστική αναδιάρθρωση της αμερικανικής οικονομίας – και ένα πολιτικό στοίχημα με άγνωστο αποτέλεσμα.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μιλάει κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για την ανακοίνωση νέων δασμών στον Κήπο των Ρόδων του Λευκού Οίκου, την Τετάρτη 2 Απριλίου 2025, στην Ουάσινγκτον. (AP Photo/Evan Vucci)
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μιλάει κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για την ανακοίνωση νέων δασμών στον Κήπο των Ρόδων του Λευκού Οίκου, την Τετάρτη 2 Απριλίου 2025, στην Ουάσινγκτον. (AP Photo/Evan Vucci)
via Associated Press

Γράφει ο Γιώργος Ατσαλάκης Γιώργος, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.

Για δεκαετίες, η οικονομική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στηρίχθηκε στην πίστη στο ελεύθερο εμπόριο και στην αποτελεσματικότητα των αγορών. Οι ΗΠΑ υπήρξαν ο αρχιτέκτονας και ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος υπέρμαχος ενός παγκόσμιου εμπορικού συστήματος που προωθεί την ελεύθερη ροή αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Όμως το σύστημα αυτό, όπως φάνηκε στην πράξη, δεν λειτούργησε προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων. Αντιθέτως, οδήγησε σε μια διαρκή διάβρωση της παραγωγικής βάσης, σε επιμονή των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και σε αυξανόμενη εξάρτηση από φθηνές, εισαγόμενες πρώτες ύλες και καταναλωτικά προϊόντα.

Οι οικονομολόγοι διδάσκουν ότι τα εμπορικά ελλείμματα δεν είναι διαρθρωτικά· είναι προσωρινά. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο, αν μια χώρα έχει μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, η συναλλαγματική της ισοτιμία θα υποτιμηθεί, καθιστώντας τις εξαγωγές φθηνότερες και τις εισαγωγές ακριβότερες. Αυτό θα επιφέρει εξισορρόπηση. Αυτή είναι η «συμβατική σοφία». Και όμως, στην περίπτωση των ΗΠΑ, αυτή η σοφία απλώς δεν λειτούργησε διότι η ζήτηση του ευρώ ως αποθεματικό νόμισμα, είναι συνεχής

Οι ΗΠΑ διατηρούν ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών για πάνω από πέντε δεκαετίες. Αν το δολάριο επρόκειτο να «αυτορυθμιστεί» και να υποτιμηθεί επαρκώς ώστε να ενισχύσει τις εξαγωγές και να περιορίσει τις εισαγωγές, αυτό θα είχε ήδη συμβεί. Αντιθέτως, το δολάριο ενισχύθηκε.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ιδέα του «δίκαιου και αμοιβαίου εμπορίου» επανέρχεται στο προσκήνιο. Δεν είναι πια αποδεκτό οι ΗΠΑ να κρατούν τις δικές τους αγορές ανοιχτές ενώ οι εξαγωγείς τους αντιμετωπίζουν αλλού δασμολογικούς φραγμούς, αθέμιτες ρυθμίσεις, παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας και τεχνοκρατικούς περιορισμούς. Η υιοθέτηση επιλεκτικών, «ανταποδοτικών» δασμών, που να αντανακλούν τα πραγματικά εμπόδια στις ξένες αγορές, δεν είναι πλέον ταμπού – είναι αναγκαία πολιτική πράξη.

Στη σκιά μιας ραγδαίας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας οικονομίας και μιας πολιτικής σκηνής γεμάτης πόλωση, η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρεί ένα βαθύ ανασχεδιασμό της οικονομικής της στρατηγικής. Στο επίκεντρο αυτού του σχεδιασμού βρίσκονται οι δασμοί, οι φορολογικές ελαφρύνσεις και η απορρύθμιση – ένα τρίπτυχο που υπόσχεται να αναβαθμίσει την παραγωγική δυναμική των ΗΠΑ και να ενισχύσει την εθνική τους αυτάρκεια.

Αλλά η πραγματικότητα, όπως αποτυπώνεται στις αγορές, στις αντιδράσεις των επενδυτών και στις δηλώσεις θεσμικών παραγόντων όπως η Federal Reserve, είναι πολύ πιο σύνθετη.

Η κυβέρνηση Τραμπ, πανηγυρίζει για την έκθεση του Μαρτίου που καταγράφει 228.000 νέες θέσεις εργασίας. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για έναν εντυπωσιακό αριθμό. Παρά τις ανησυχίες για επιπτώσεις από την επιβολή δασμών, τη σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής και την αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές, η απασχόληση δείχνει –προς το παρόν– σημάδια ανθεκτικότητας.

.
.
.

Όμως αυτά τα στοιχεία είναι, όπως λέγεται, “backward-looking” – αποτυπώνουν το παρελθόν. Δεν προσφέρουν καμία διαβεβαίωση για το μέλλον, ειδικά σε μια συγκυρία όπου οι χρηματοπιστωτικές αγορές καταγράφουν καθοδική πορεία και μεγάλες εταιρείες παγώνουν σχέδια δημόσιας εγγραφής (IPOs).

Η βασική θέση της κυβέρνησης είναι σαφής: οι δασμοί δεν είναι απλώς μια εμπορική τιμωρία ή ένα μέσο για τη μείωση του ελλείμματος. Είναι ένας στρατηγικός μοχλός που στοχεύει στη μεταφορά της παραγωγής πίσω στο εσωτερικό των ΗΠΑ και στην επανεκβιομηχάνιση. Παράλληλα, τα έσοδα από τους δασμούς μπορούν να χρηματοδοτήσουν φορολογικές ελαφρύνσεις και να τονώσουν την εγχώρια ζήτηση.

Το αφήγημα είναι ελκυστικό: μια ανταγωνιστική, αυτάρκης Αμερική που δεν εξαρτάται από τις φθηνές εισαγωγές αλλά βασίζεται στη δική της παραγωγή και εργασία. Όμως η παγκόσμια αλυσίδα αξίας δεν επανακαθορίζεται με ένα προεδρικό διάταγμα.

Ο πρόεδρος της Federal Reserve, Τζέι Πάουελ, ήταν ξεκάθαρος: οι αυξήσεις των δασμών είναι μεγαλύτερες του αναμενόμενου και οι οικονομικές τους επιπτώσεις –υψηλότερος πληθωρισμός και χαμηλότερη ανάπτυξη– αρχίζουν να διαφαίνονται.

Το επιτελείο Τραμπ επιμένει ότι η απορρύθμιση και οι νέες φορολογικές ελαφρύνσεις θα είναι καταλύτες ανάπτυξης. Μικρότερη γραφειοκρατία σημαίνει ευκολότερη επένδυση, γρηγορότερη αδειοδότηση και μεγαλύτερη ευελιξία στην παραγωγή.

Μια ακόμη αιχμή από τον Λευκό Οίκο αφορά τον χαρακτήρα της απασχόλησης τα προηγούμενα χρόνια. Όπως αναφέρεται, σχεδόν τα 3/4 των νέων θέσεων εργασίας επί Μπάιντεν δημιουργήθηκαν σε κρατικές ή ημικρατικές δομές.

Όσο η Wall Street βλέπει κόκκινα, τόσο αυξάνεται η ανησυχία για αρνητικά “wealth effects” – όταν οι καταναλωτές αισθάνονται φτωχότεροι, ξοδεύουν λιγότερο. Κι αυτό, σε μια οικονομία όπου η κατανάλωση είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης, μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμο.

Η κυβέρνηση Τραμπ επιχειρεί ένα τολμηρό rebranding της αμερικανικής οικονομίας. Δασμοί για έλεγχο του εμπορίου, απορρύθμιση για τόνωση της προσφοράς, φοροελαφρύνσεις για ενίσχυση της ζήτησης. Πρόκειται για μια συνεκτική στρατηγική, με σαφείς ιδεολογικές ρίζες.

Το μόνο βέβαιο είναι πως η μετάβαση δεν θα είναι ουδέτερη. Θα έχει κερδισμένους και χαμένους. Το στοίχημα είναι υψηλό. Και το ρίσκο δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Παρά τα επιχειρήματα, οι επικριτές επισημαίνουν ότι η πλήρης υλοποίηση των πολιτικών θα χρειαστεί χρόνο, και ότι οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες —όπως η απώλεια επενδυτικής εμπιστοσύνης ή η επιβράδυνση της κατανάλωσης— μπορεί να αποδειχθούν κρίσιμες. Η Fed προειδοποιεί για πληθωριστικές πιέσεις, ενώ μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι εμφανίζονται διστακτικοί.

Η κυβέρνηση κατακρίνει την υπερβολική εξάρτηση της ανάπτυξης από τον δημόσιο τομέα επί κυβέρνησης Μπάιντεν και δηλώνει αποφασισμένη να στραφεί προς έναν ιδιωτικό «κινητήρα ανάπτυξης». Πρόκειται για μια ουσιαστική αναδιάρθρωση της αμερικανικής οικονομίας – και ένα πολιτικό στοίχημα με άγνωστο αποτέλεσμα.

Η στρατηγική της Ουάσινγκτον είναι ξεκάθαρη: λιγότερο κράτος, περισσότερη παραγωγή και επενδύσεις «made in USA». Το αν αυτή η πορεία θα αποδώσει ή θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αναταραχή, θα εξαρτηθεί από την αντοχή των αγορών και την υπομονή των πολιτών. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το πείραμα βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

Δημοφιλή