Τα τελευταία χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για την Κύπρο, την ΕΕ και τη διεθνή κοινότητα. Υπήρξε η κρίση που άρχισε στις ΗΠΑ το 2008 η οποία επεκτάθηκε στην ΕΕ. Πριν ακόμα ολοκληρωθεί μια πορεία ανάκαμψης η έλευση του κορονοϊού και η πανδημία που ακολούθησε δημιούργησε επιπρόσθετα αρνητικά δεδομένα σε παγκόσμια κλίμακα. Και ενώ η ανθρωπότητα ανέμενε να κηρυχθεί επιτέλους το τέλος της πανδημίας, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ Ρωσίας και Δύσης δημιουργεί ένα εξαιρετικά δύσκολο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Πέραν του δράματος του πολέμου στην Ουκρανία και των κινδύνων που δημιουργούνται για τη διεθνή ασφάλεια, τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα για την ΕΕ προβληματίζουν. Ακόμα και πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία υπήρχαν πληθωριστικές πιέσεις. Η σημερινή πραγματικότητα παραπέμπει σε μια κατάσταση στασιμοπληθωρισμού. Η ΕΕ καλείται να αξιολογήσει την κατάσταση αυτή και να καταρτήσει δράσεις οι οποίες θα μειώσουν τις αρνητικές συνέπειες. Πέραν τούτου, η κάθε χώρα ξεχωριστά θα έχει την κύρια ευθύνη για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων στην επικράτειά της.
Ήδη αρκετοί διανοητές έχουν προειδοποιήσει ότι αναμένεται μείωση του βιοτικού επιπέδου στην ΕΕ τα επόμενα 5-10 χρόνια. Ο πληθωρισμός καθώς και τα νέα δεδομένα σε σχέση με τα ενεργειακά ζητήματα θα μειώσουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων ενώ παράλληλα θα επηρεαστεί αρνητικά και η οικονομική δραστηριότητα. Επιπρόσθετα, τα επόμενα χρόνια είναι πιθανόν να υπάρξει αύξηση της φορολογίας σε διάφορα επίπεδα.
Η πιο ορθολογιστική προσέγγιση θα ήταν μια Ευρωπαϊκή πολιτική η οποία να στοχεύει στον τερματισμό του πολέμου και την ομαλοποίηση της κατάστασης. Όμως το σενάριο αυτό φαίνεται απομακρυσμένο, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο. Στην περίπτωση που ο ανταγωνισμός Ρωσίας και Δύσης καθώς και οι κυρώσεις διαγωνιστούν, η Ευρώπη θα βρεθεί ενώπιον μιας κατάστασης «με λιγότερη ευημερία και λιγότερη ασφάλεια».
Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα η Κύπρος καλείται να πορευθεί με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και με πυξίδα. Θα απαιτηθούν, μεταξύ άλλων, ένα αναβαθμισμένο πολιτικό σύστημα, ένα αποτελεσματικό κράτος, ένα σύγχρονο οικονομικό υπόδειγμα καθώς και ένα νέο αξιακό σύστημα.
Οι πολίτες βιώνουν δύσκολες καταστάσεις στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο καθώς και αβεβαιότητα. Υπάρχει επίσης μια ευρύτερη απογοήτευση και απαξίωση όσον αφορά το πολιτικό σύστημα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μια ολοκληρωμένη πολιτική, η οποία θα δώσει διέξοδο και θα βελτιώσει την καθημερινότητα του πολίτη, αποτελεί μονόδρομο.
Σε σχέση με το οικονομικό πεδίο έχει κατ’ επανάληψιν τονιστεί η σημασία ενός σύγχρονου οικονομικού υποδείγματος, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει τη δημιουργία νέων μοχλών οικονομικής μεγέθυνσης καθώς και τον εξορθολογισμό της δημοσιονομικής πολιτικής. Στη σημερινή συγκυρία είναι επίσης επιβεβλημένο να υπάρξουν δράσεις οι οποίες θα συμβάλλουν στη μείωση της τιμής του ηλεκτρισμού και στην διόρθωση των στρεβλώσεων στον τομέα των ακινήτων.
Καθοριστικής σημασίας θα είναι οι επιβαλλόμενες αλλαγές στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και της έρευνας οι οποίες θα οδηγούν στη συνεχή αναβάθμιση της ποιότητας και την ορθολογιστική οικονομική διαχείριση. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι οι εν λόγω τομείς είχαν δοκιμαστεί ποικιλοτρόπως κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ενώ η πορεία προς την πράσινη ανάπτυξη θεωρείται ως δεδομένη, ταυτόχρονα είναι σημαντικό όπως η μετάβαση γίνει σταδιακά και συγκροτημένα ούτως ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και άλλων προϊόντων. Με το ίδιο σκεπτικό τονίζεται ότι ενώ η δημόσια διοίκηση και η οικονομία στο σύνολό της κινούνται προς την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και την ψηφιοποίηση δεδομένων, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι πρακτικές δυσκολίες για πολλά άτομα της τρίτης ηλικίας.
Καθοριστικής σημασίας θα πρέπει να είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική στήριξης των νέων καθώς και της αντιμετώπισης της ανισότητας. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει μια φορολογική μεταρρύθμιση καθώς και δράσεις στα πλαίσια μιας δημογραφικής στρατηγικής. Για παράδειγμα, με τα υφιστάμενα δεδομένα το φορολογικό σύστημα αντιμετωπίζει ένα νοικοκυριό με παιδιά με τον ίδιο τρόπο με ένα νοικοκυριό χωρίς παιδιά. Αυτό θα πρέπει να διαφοροποιηθεί.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η επαναξιολόγηση του αξιακού συστήματος. Με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο η μεγιστοποίηση του κέρδους ήταν η κορυφαία αξία. Η πρακτική αυτή δημιούργησε πολλές παρενέργειες. Και ενώ το κέρδος πρέπει να παραμείνει ισχυρό κίνητρο, είναι αναγκαίο παράλληλα να δοθεί έμφαση στην κοινωνική αλληλεγγύη. Επιπρόσθετα, επιβάλλεται να αξιολογήσουμε προσεκτικά διάφορα ζητήματα στο εργασιακό περιβάλλον. Στόχος πρέπει να είναι αφ’ ενός η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και αφ’ ετέρου η αναβάθμιση του εργασιακού ήθους. Μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγήσει σε αναβάθμιση της αποδοτικότητας της οικονομίας καθώς και της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.
Προφανώς οι αλλαγές αυτές καθώς και μια πετυχημένη πορεία δεν θα είναι αποτέλεσμα του αυτόματου πιλότου. Η Κύπρος χρειάζεται να προχωρήσει με τον ευρύτερο δυνατό συνασπισμό δυνάμεων προς ένα κράτος πρότυπο – ένα κράτος ισονομίας, ευνομίας, αξιοκρατίας, δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας. Αυτά είναι μεταξύ των ζητημάτων που πρέπει να μας απασχολήσουν ιδίως εν όψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών.
***
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.