Οι δικαστικές αποφάσεις και οι συνέπειες τους στην κοινωνία

Και για την καλή εικόνα της δικαιοσύνης πρέπει να θεσπισθεί το κώλυμα της εντοπιότητας για τους δικαστές, αστυνομικούς και τους ΔΥ σε θέσεις ευθύνης.
kupritz via Getty Images

Πολλές φορές δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την επίλυση ενός νομικού ζητήματος και την αυθεντική ερμηνεία μίας διάταξης δημιουργούν όχι μόνο νομολογία δεσμευτική για τα κατώτερα δικαστήρια, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν κατευθύνσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων ή τη μείζονα πρόταση συλλογισμών με συμπεράσματα εξαγωγής χρησίμων πρακτικών, ενώ αντίθετα κάποιες εσφαλμένες αποφάσεις κατωτέρων δικαστηρίων ουσίας δημιουργούν κακή νομολογία, που προτείνεται στη ποινική διαδικασία, όπως π.χ. η ποσότητα των ναρκωτικών για ιδία χρήση τοξικομανούς, που ενώ στην αρχή ήταν ένα γραμμάριο, τώρα κάποιες αποφάσεις δέχονται πολλαπλάσιες ποσότητες.

Η ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναίρεσε υπέρ του νόμου δηλαδή χωρίς συνέπειες για τους κατηγορουμένους απόφαση του Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης με την οποία η διευθύντρια και έξη υπάλληλοι υποκαταστήματος τραπέζης στα Χανιά της Κρήτης αθωώθηκαν για το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης κατά εξακολούθηση από κοινού σε βάρος της τραπέζης. Η απάτη συνίστατο ότι κατά τη περίοδο 2008-2010 ενέκριναν χωρίς έλεγχο σε 61 τελείως αφερέγγυους δανειολήπτες δάνεια ποσού 4.5 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους. Το Εφετείο, που πολλοί αποκαλούν προσφυώς Αφετείο, απάλλαξε τους κατηγορουμένους αποδίδοντας την μη πληρωμή των δανείων στην οικονομική κρίση, ζήτημα που δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της απάτης και δεν έπρεπε να εξετασθεί και όχι στην αποδεδειγμένη προφανή αφερεγγυότητα των δανειοληπτών και την υπερεκτίμηση των ακινήτων βάση των οποίων οι κατηγορούμενοι δεν έπρεπε να χορηγήσουν τα δάνεια. Δεν γνωρίζω ούτε με ενδιαφέρουν τα ονόματα των εφετών, που μπορεί να είναι άριστοι και να προαχθήκαν κατά απόλυτη εκλογή στις πρόσφατες δικαστικές κρίσεις, ούτε εάν έχει ασκηθεί εναντίον τους πειθαρχική αγωγή για υπέρβαση των ακραίων ορίων της δικαστικής κρίσης, που εάν αληθεύουν τα δημοσιεύματα θα έπρεπε να είχε ασκηθεί κατόπιν της παραπάνω αποφάσεως του Α.Π., αλλά αυτό είναι εσωτερική υπόθεση της Δικαιοσύνης, που τα τελευταία χρόνια δεν δίνει δείγματα γραφής.

Κατά πάσα πιθανότητα οι δικαστές αυτοί να έχουν Κρητική καταγωγή, όπως το πλείστον των δικαστών, αστυνομικών και ΔΥ που υπηρετούν σε θέσεις ευθύνης στη Κρήτη. Απλά η περίπτωση αυτή αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα, που ενισχύει το επιχείρημα μου, που επαναλαμβάνω πάνω από δεκαπέντε χρόνια με κίνδυνο να καταστώ γραφικός, ότι για το ίδιο συμφέρον των δικαστών για να δικάζουν χωρίς βαρίδια και για την καλή εικόνα της δικαιοσύνης πρέπει να θεσπισθεί το κώλυμα της εντοπιότητας για τους δικαστές, αστυνομικούς και τους ΔΥ σε θέσεις ευθύνης. Δηλαδή να μην υπηρετούν στο τόπο της καταγωγής τους ή και σε πλησίον δηλαδή να μην κοροϊδευόμαστε πχ να κατάγεσαι από τη Λάρισα και να υπηρετεί στο Βόλο ή από το Ρέθυμνο και να υπηρετείς στα Χανιά. Έτσι όμως δεν λειτουργεί ο διπλός σκοπός της ποινής αφενός της γενικής πρόληψης δηλαδή να αποτρέπεται κάποιας να προβεί σε παράνομες πράξεις από τον φόβο επιβολής της ποινής, γιατί κανείς δεν φοβάται τη δικαιοσύνη και αφετέρου της ειδικής πρόληψης δηλαδή την εξουδετέρωση του εγκληματία από του να τελέσει εκ νέου εγκληματικές πράξεις με πρόσφατα παραδείγματα βιαστών, που απολύθηκαν των φυλακών χάριν του ευνοϊκού ν. Παρασκευόπουλου ή του νέου Π.Κ. του ΣΥΡΙΖΑ , που διέπραξαν εκ νέου βιασμούς.

Εάν ο εργαζόμενος διαπράξει αδίκημα σε βάρος του εργοδότη, αυτός με την υποβολή μηνύσεως έχει δικαίωμα να τον απολύσει χωρίς αποζημίωση. Όταν όμως ο εργαζόμενος αθωωθεί από το ποινικό δικαστήριο, τότε έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον εργοδότη την επαναπρόσληψη του και μισθούς υπερημερίας ή την πλήρη αποζημίωση λόγω απολύσεως. Στη παραπάνω περίπτωση θέτω το ερώτημα ως case study εάν οι παραπάνω υπάλληλοι κατόπιν των παραπάνω αποφάσεων θεωρούνται, ότι απολύθηκαν μη νόμιμα και δικαιούνται τα υπό του νόμου προβλεπόμενα ή όχι και εάν ναι, πώς μπορεί να αποκρουσθεί η αξίωση τους; Κατά τη γνώμη μου τα δικαιούνται, γιατί η απόφαση του Α.Π. δεν παράγει δυσμενείς συνέπειες για αυτούς, αλλά εάν ασκήσουν αγωγή, αυτή πρέπει να απορριφθεί με την παραδοχή της ενστάσεως καταχρήσεως δικαιώματος.

Η παραπάνω περίπτωση είναι ένα κλασσικό παράδειγμα, το πώς δημιουργήθηκαν τα κόκκινα χρέη των τραπεζών, που δεν πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εισπραχθούν, είτε διότι οι δανειολήπτες είναι τελείως αφερέγγυοι, είτε διότι καλύπτονται από την προστασία της πρώτης κατοικίας. Το ζητούμενο είναι πως με την χορήγηση των νέων δανείων γενικά δεν θα δημιουργηθεί νέα γενεά κόκκινων δανείων. Σαφώς το θέμα είναι πολιτικό, αλλά στη δημιουργία της προηγουμένης γενεάς κόκκινων μεγάλη ευθύνη είχαν και οι τότε διοικήσεις των τραπεζών που προέτρεπαν τους διευθυντές των υποκαταστημάτων τους να χορηγούν αφειδώς δάνεια, οι οποίοι τα χορηγούσαν ακόμη και σε αφερέγγυους για να πάρουν bonus. Φυσικά εδώ είναι Ελλάδα και η ποινική ευθύνη των υπευθύνων για την πράξη της απιστίας έπαυσε με την σχετική ρύθμιση του νέου Ποινικού Κώδικα. Εκείνο όμως που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το bonus να χορηγείται με την κατάρτιση της συμβάσεως δανείου, που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα εισπραχθεί ολόκληρο και όχι με εξόφληση του δανείου, που θα προκύψει το κέρδος της τράπεζας. Ίσως η κρίσιμη αυτή προϋπόθεση πρέπει να ρυθμισθεί δια νόμου. Πάντοτε όμως στο μυαλό του νομοθέτη και των διοικήσεων των τραπεζών πρέπει να ισχύει η αρχή, όταν διαχειρίζεσαι ξένα λεφτά πρέπει να επιδεικνύεις τουλάχιστον την εν τοις ιδίοις επιμέλεια και βάση της αρχής αυτής να εξετάζεται η ευθύνη αυτών και ίσως χρειάζεται αναδιατύπωση των άρθρων 386 και 390 Π.Κ

Λέανδρος Τ. Ρακιντζης

Αρεοπαγίτης ε.τ.

Δημοφιλή