Οι δικαστικές περιπέτειες του Νετανιάχου και οι επερχόμενες εκλογές

Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς ίσως να κρίνουν και το αποτέλεσμα των εκλογών.
RONEN ZVULUN via Getty Images

Το πολυαναμενόμενο πόρισμα του Νομικού Επιτρόπου παρά τη Κυβερνήσει, Αβιχάι Μάντελμπλιτ, σχετικά με το εάν συντρέχουν στο πρόσωπο του Βενιαμίν Νετανιάχου αποχρώσες ενδείξεις για διάπραξη ποινικών αδικημάτων διαφθοράς, ανακοινώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2018, σαράντα μόλις μέρες πριν την ημέρα των πρόωρων βουλευτικών εκλογών της 9ης Απριλίου. Η πιθανότητα να συρθεί στην δικαιοσύνη ο Ισραηλινός πρωθυπουργός και πρόεδρος του κόμματος Λικούντ, εδώ και τρία χρόνια μονοπωλεί το ενδιαφέρον της εσωτερικής πολιτικής σκηνής στο Ισραήλ –και όπως όλα δείχνουν, ο Νετανιάχου δεν θα αποφύγει μια τέτοια περιπέτεια, το πρώτο κεφάλαιο της οποίας μόλις άρχισε.

Σύμφωνα με το πόρισμα του Νομικού Επιτρόπου, ο Νετανιάχου κρίνεται ύποπτος για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος, απάτης και δωροδοκίας για τους επονομαζόμενους Φακέλους 1000, 2000 και 4000, που τον εμπλέκουν σε σχέσεις διαπλοκής με σημαντικούς παράγοντες της επιχειρηματικής ζωής εντός και εκτός Ισραήλ, ως επίσης και με τοπικούς παράγοντες του Τύπου.

Συγκεκριμένα: Ο Φάκελος 1000 φέρει τον πρωθυπουργό και το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του να δέχονται «πολυτελή δώρα», όπως κούτες με σαμπάνιες, πούρα και ακριβά κοσμήματα συνολικής αξίας 700.000 σέκελ (175.000 €) από επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Το φερόμενο αντάλλαγμα του Νετανιάχου για τα «πολυτελή δώρα» φέρεται να ήταν η προθυμία του να μειωθούν οι φορολογικές επιβαρύνσεις ενός εκ των δύο επιχειρηματιών σε περίπτωση που θα αποφάσιζε να επιστρέψει την φορολογική του έδρα στο Ισραήλ, και παράλληλα να προωθήσει με νομοθετικές παρεμβάσεις τα επιχειρηματικά συμφέροντά τους στην ισραηλινή αγορά. Ο Φάκελος 2000 βασίζεται σε τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ του Νετανιάχου και του ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου εκδοτικού ομίλου της χώρας. Σύμφωνα με τις συνομιλίες εκείνες, ο επιχειρηματίας ζητούσε από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό να περιορίσει την κυκλοφορία της free-press φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Israel Hayom –που έπληττε σοβαρά την κυκλοφορία των δικών του εντύπων. Ως αντάλλαγμα του πρότεινε ότι στο εξής, η ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα ιδιοκτησίας του, Yediot Aharonot, θα τον «ανταμείβει» με ευνοϊκή αρθρογραφία προς το πρόσωπό του. Το πόρισμα καταλογίζει στον Νετανιάχου το γεγονός ότι δεν αρνήθηκε αυτήν την προσφορά και ότι συνέχιζε να την διαπραγματεύεται –όπως τουλάχιστον φέρεται να προκύπτει από τις τηλεφωνικές συνομιλίες που υπέκλεψαν οι διωκτικές Αρχές.

Ο Φάκελος 4000 αφορά τις σχέσεις διαπλοκής μεταξύ του Νετανιάχου με διευθυντικό στέλεχος της ημικρατικής εταιρείας σταθερής τηλεφωνίας Bezek, η οποία ελέγχει σημαντικό ποσοστό των μετοχών της εταιρείας που λειτουργεί την δημοφιλή ειδησεογραφική ιστοσελίδα WallaNews. Στόχος των παρασκηνιακών συνεννοήσεων μεταξύ του Νετανιάχου και των στελεχών της Bezek και της WallaNews φέρεται να είναι η επιδίωξη του Ισραηλινού πρωθυπουργού να σταματήσει η ιστοσελίδα να τηρεί αντιπολιτευτική γραμμή.

Στις 56 σελίδες του πορίσματος παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά και τα συμπεράσματα του Νομικού Επιτρόπου, χωρίς όμως να γίνεται λεπτομερής αναφορά στο ενοχοποιητικό υλικό που συνέλεξαν οι διωκτικές Αρχές. Μεγάλο του μέρος βασίζεται σε καταθέσεις πρώην στενών συνεργατών του πρωθυπουργού, που είχαν άμεση εμπλοκή στα γεγονότα και σήμερα είναι προστατευόμενοι μάρτυρες. Παρ’ όλα αυτά, το πόρισμα καθαυτό δεν καθιστά τον Νετανιάχου υπόδικο. Είναι ένα νομικό κείμενο συμβουλευτικής φύσεως, που πρωτίστως απευθύνεται στην Γενική Εισαγγελία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επί του πορίσματος ο Νετανιάχου και οι άλλοι ύποπτοι υποχρεούνται να καταθέσουν διευκρινίσεις, γραπτές και προφορικές, το περιεχόμενο των οποίων θα εξετασθεί σε συνάρτηση με το αποδεικτικό υλικό που βασίσθηκε το πόρισμα της 28ης Φεβρουαρίου. Το αποδεικτικό υλικό (έγγραφα, απομαγνητοφωνημένες συνδιαλέξεις, ένορκες καταθέσεις) θα παραδοθεί στους συνηγόρους του Νετανιάχου και των υπολοίπων υπόπτων, προκειμένου να λάβουν γνώση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι στις υποθέσεις που διερευνώνται, τελούν ήδη υπό κράτηση. Αρμόδια για να αποφασίσει εάν θα εκδοθεί κατηγορητήριο και με ποιο περιεχόμενο είναι η Γενική Εισαγγελία του Ανωτάτου Δικαστηρίου –και τότε μόνο ο Βενιαμίν Νετανιάχου θα θεωρείται υπόδικος.

Σύμφωνα με τις δικονομικές προθεσμίες της ισραηλινής νομοθεσίας, ο Νετανιάχου θα κληθεί να παράσχει διευκρινίσεις περί τα τέλη του ερχόμενου καλοκαιριού. Εκτιμάται ότι το νωρίτερο στα τέλη του 2019, η Γενική Εισαγγελία θα είναι σε θέση να αποφασίσει εάν θα εκδοθεί κατηγορητήριο και με ποιο περιεχόμενο –ή, σε αντίθετη περίπτωση, θα θέσει τις υποθέσεις στο αρχείο, είτε καθ’ ολοκληρία είτε εν μέρει. Αυτό σημαίνει ότι, εάν τηρηθούν οι προθεσμίες και εφόσον ο Νετανιάχου παραπεμφθεί σε δίκη, η επ’ ακροατηρίω διαδικασία αναμένεται να αρχίσει το νωρίτερο στα μέσα του 2020.

Η αντίδραση του Βενιαμίν Νετανιάχου ήταν άμεση και, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του πορίσματος, απευθυνόμενος στα τοπικά ΜΜΕ χαρακτήρισε το περιεχόμενό του ως μέρος μιας ενορχηστρωμένης προσπάθειας πολιτικής του εξόντωσης από την Αριστερά και τα φιλικά προς αυτήν εκδοτικά συμφέροντα. Κατηγόρησε την Αριστερά, η οποία, ελλείψει πολιτικών επιχειρημάτων εναντίον του, καταφεύγει στην σκανδαλολογία –η οποία, κατά τα λεγόμενά του, είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα καταρριφθεί σαν χάρτινος πύργος.

Πράγματι, στο πόρισμα υπάρχουν σημαντικά κενά: Με ποιόν συγκεκριμένο τρόπο ικανοποιήθηκαν τελικά τα επιχειρηματικά συμφέροντα των γενναιόδωρων φίλων επιχειρηματιών του πρωθυπουργού; Εξυπηρετήθηκαν τα συμφέροντά τους στην ισραηλινή αγορά –και εάν ναι, με ποιόν τρόπο; Τελικά, ανταποκρίθηκε ο Νετανιάχου στο ιδιότυπο πάρε-δώσε που του πρότεινε ο μεγαλοεκδότης Νόνι Μόζες -και εάν ναι, πώς; Η ειδησεογραφική ιστοσελίδα WallaNews άλλαξε την αντικυβερνητική της γραμμή ή όχι; Από την άλλη, οποιαδήποτε κριτική στο κείμενο του πορίσματος είναι αμφίβολης αξίας, μιας και το αποδεικτικό υλικό πρόκειται να δημοσιοποιηθεί μετά τις εκλογές της 9ης Απριλίου. Το τρίτο ερώτημα όμως, ήδη από τώρα εύκολα βρίσκει την απάντησή του: Αρκεί να ανατρέξει κανείς στην αρθρογραφία της ιστοσελίδας WallaNews και να δει ότι η γραμμή που ακολουθεί ως προς τον Νετανιάχου και την πολιτική του δεν είχε μεταβληθεί ούτε κατά το κρίσιμο διάστημα, ούτε σήμερα. Όσο για την μετάθεση της δημοσιοποίησης του ανακριτικού υλικού για μετά τις εκλογές, οι εισαγγελικές αρχές το αποφάσισαν «προκειμένου να μην επηρεασθεί η ομαλή διεξαγωγή της προεκλογικής περιόδου από τυχόν διαρροές στον Τύπο».

O ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Ουσιαστικά, τίποτα το πραγματικά καινούργιο δεν προέκυψε από το πόρισμα. Οι δημοσιογράφοι (με επικεφαλής τους πολιτικούς σχολιαστές της κρατικής (!) τηλεόρασης) αμέσως μετά την ανακοίνωση του περιεχομένου του δεν μπορούσαν να κρύψουν την ικανοποίησή τους. Οι πληροφορίες που διέρρεαν επί μήνες επιβεβαιώθηκαν και όπως ήταν αναμενόμενο, οι δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν την αμέσως επομένη ημέρα (1/3) δεν ήταν ευχάριστες για τον Νετανιάχου, χωρίς όμως να είναι καταστροφικές ούτε για τον ίδιο, ούτε και για το κόμμα του. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι ο Νετανιάχου στάθηκε «τυχερός εν τη ατυχία του»: Οι εσωκομματικές εκλογές για την κατάρτιση του ψηφοδελτίου του Λικούντ είχαν ήδη πραγματοποιηθεί προ εβδομάδων. Η συσπείρωση που είχε σημειωθεί τότε γύρω από το πρόσωπό του απέτρεψε τους εσωκομματικούς δελφίνους να αμφισβητήσουν την ηγετική του θέση. Ακόμα και ο χρόνος που δημοσιοποιήθηκε το πόρισμα του Νομικού Επιτρόπου δεν θεωρείται καθοριστικός για την απόδοση του Λικούντ στις κάλπες, αφού απομένουν σαράντα ολόκληρες ημέρες προεκλογικού αγώνα, χρόνος ικανός για να αποκαταστήσει το Λικούντ την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις.

Ωστόσο, οι κυριότερες επιπτώσεις της ανακοίνωσης του πορίσματος είναι οι εξής: Πρώτον, εδώ και τρία χρόνια, ο ισραηλινός Τύπος καλύπτει λεπτομερώς την πρόοδο των ανακριτικών ερευνών, δημιουργώντας αρνητικό κλίμα με στόχο τον Νετανιάχου και το περιβάλλον του. Παράλληλα, όμως, η αξιωματική αντιπολίτευση του Κόμματος των Εργατικών και της Αριστεράς γενικότερα δεν κατάφερναν να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά την δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης. Η πεποίθηση του κόσμου ότι «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πλην του Νετανιάχου» ισχυροποιείτο ολοένα και περισσότερο, κυρίως εξ αιτίας έλλειψης κατάλληλων πολιτικών προσωπικοτήτων στον χώρο της αντιπολίτευσης.

Ammar Awad / Reuters

Η δημοτικότητα του Νετανιάχου ανέβηκε στα ύψη με την απόφαση του προέδρου Τραμπ να μεταφέρει την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, προκαλώντας περισσότερη αμηχανία στους πολιτικούς του αντιπάλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν πλησίαζαν οι μέρες της ανακοίνωσης του πορίσματος, στις δημοσκοπήσεις εμφανιζόταν ο Νετανιάχου να συγκεντρώνει ποσοστά άνω του 40% στην ερώτηση «ποιος είναι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός» και τα κόμματα της κυβερνώσας Δεξιάς συγκέντρωναν πάνω από τις μισές έδρες στο κοινοβούλιο. Στις δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν την αμέσως επομένη ημέρα της ανακοίνωσης του πορίσματος, η απόδοση του Λικούντ μειώθηκε, χάνοντας 6-7 κοινοβουλευτικές έδρες και τα κόμματα της κυβερνώσας Δεξιάς έχασαν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Από την άλλη όμως, στον χώρο της Δεξιάς, κερδισμένα βγήκαν τα εθνικιστικά δεξιά κόμματα που δεν έχουν έτσι κι αλλιώς καμία ελπίδα να ξεπεράσουν το 3,5% (που είναι το ελάχιστο απαραίτητο ποσοστό για να μπουν στο κοινοβούλιο). Την ίδια στιγμή, το ποσοστό που συγκεντρώνει το Κόμμα των Εργατικών αντί να αυξάνεται, μειώθηκε ακόμα περισσότερο. Έτσι, η παραδοσιακή ισραηλινή - εβραϊκή Αριστερά, ακόμα και σε αυτήν την εξαιρετικά δυσάρεστη συγκυρία για τον ισραηλινό πρωθυπουργού, δεν καταφέρνει να αποκτά ένα κάποιο προβάδισμα.

Δεύτερον, αντιθέτως, την δυσαρέσκεια του κόσμου εναντίον του Νετανιάχου, καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει το κόμμα «Γαλανόλευκο», του οποίου ηγούνται ο πρώην αρχηγός του στρατού, στρατηγός Μπένι Γκαντς, και ο πολιτικός του εταίρος Γιαΐρ Λαπίντ, αρχηγός του κεντροαριστερού κόμματος «Yesh Atid» («Υπάρχει Μέλλον»). Στις δημοσκοπήσεις αμέσως μετά την ανακοίνωση του πορίσματος, για πρώτη φορά το «Γαλανόλευκο», το λεγόμενο «κόμμα των στρατηγών» έρχεται πρώτο στα ποσοστά. Αν και τα τοπικά μέσα θεωρούν ότι το «Γαλανόλευκο» εκφράζει τον χώρο της Αριστεράς, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει σαφώς από τις συγκρατημένες δηλώσεις του αρχηγού του. Ποτέ δεν ακούστηκε ξεκάθαρα από τον ίδιο ότι το κόμμα του ανήκει στην Αριστερά. Μάλιστα, μιλώντας στα τοπικά ΜΜΕ αμέσως μετά την ανακοίνωση του πορίσματος, φρόντισε επανειλημμένως να τονίσει ότι όταν ήταν αρχηγός του στρατού και έχοντας ο ίδιος συνεργαστεί με τον πρωθυπουργό «αναγνωρίζει ότι ο Βενιαμίν Νετανιάχου είναι πατριώτης –αλλά τώρα, επειδή έχει να αντιμετωπίσει την δικαιοσύνη, η μόνη πραγματικά πατριωτική επιλογή του είναι να παραιτηθεί από την πολιτική και όταν καθαρίσει το όνομά του από τις κατηγορίες, τότε να επιστρέψει, αν το επιθυμεί..».

Παράλληλα, ένα εικοσιτετράωρο πριν την ανακοίνωση του πορίσματος, ο πολιτικός του εταίρος, Γιαΐρ Λαπίντ, εξέπληξε εχθρούς και φίλους, δηλώνοντας ότι «προσωπικά εκείνος δεν θα είχε αντίρρηση να συμμετέχει σε κυβέρνηση συνεργασίας, στην οποία θα συμμετείχε το Λικούντ, χωρίς όμως με τον Βενιαμίν Νετανιάχου». Τέλος, η υποψήφια βουλευτής του «Γαλανόλευκου», γνωστή δημοσιογράφος Μίκυ Χαϊμόβιτς, επιβεβαίωσε και εκείνη με δηλώσεις της ότι το κόμμα της δεν αποκλείει το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας με το Λικούντ του κ. Νετανιάχου, εφόσον αυτό θα προκύψει από τις νέες κοινοβουλευτικές ισορροπίες μετά τις εκλογές. Υπό τις παρούσες συνθήκες εξαιρετικής πόλωσης Δεξιάς-Αριστεράς, τέτοιες «έμμεσες προσκλήσεις» προς το κόμμα του κ. Νετανιάχου δίνουν το στίγμα των μετεκλογικών εξελίξεων, δημιουργώντας πολλές απορίες σχετικά με τον ιδεολογικό χώρο που θα επιλέξει το «Γαλανόλευκο».

Έτσι, το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Μιας και το «Γαλανόλευκο», το λεγόμενο και «κόμμα των στρατηγών» θεωρείται από τα τοπικά ΜΜΕ, ως ένα «αριστερό» κόμμα (έστω και κατ’ αντιδιαστολή), γιατί άραγε η ηγεσία του διστάζει να το πει καθαρά;

Η προφανής απάντηση θα ήταν η εξής: Ο ηγέτης του «Γαλανόλευκου» διετέλεσε αρχηγός του στρατού κατά την περίοδο διακυβέρνησης Νετανιάχου και ήταν ο άνθρωπος που εφήρμοζε τις κυβερνητικές εντολές σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Χαμάς στην Γάζα, στην Συρία, στον Νότιο Λίβανο και στην Δυτική Όχθη. Πώς θα μπορούσε βάσιμα να ισχυρισθεί ότι διαφωνεί ιδεολογικά με τον (δεξιό) Βενιαμίν Νετανιάχου, ακόμα και αν αυτό είναι αλήθεια - έστω και ενδόμυχα;

Η μη-προφανής απάντηση στο ερώτημα αυτό, εκτιμάται πως είναι και η πιο ουσιώδης: Σε περίπτωση που το «Γαλανόλευκο» έρθει πρώτο σε έδρες, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μην μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας με τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς (δηλαδή με το Κόμμα των Εργατικών και το ακόμα πιο προωθημένο ιδεολογικά, κόμμα Μέρετς). Εάν τελικά δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να συμπορευθεί πολιτικά μαζί τους, τότε μοιραία, θα πρέπει να ζητήσει ψήφο ανοχής από τα δύο αραβικά κόμματα που κατεβαίνουν στις εκλογές και που όλα δείχνουν ότι θα εξασφαλίσουν 10-12 κοινοβουλευτικές έδρες. Εάν συμβεί αυτό, τότε ουσιαστικά, η αραβική ψήφος θα αποκτήσει ρόλο ρυθμιστή –και η σταθερότητα μιας αριστερής ισραηλινής κυβέρνησης θα κρατιέται στην ζωή μόνο χάρη «στην ψήφο των Αράβων». Ένα τέτοιο ενδεχόμενο φοβίζει τον μέσο Ισραηλινό ψηφοφόρο, την στιγμή μάλιστα που επίκειται η ανακοίνωση του ειρηνευτικού σχεδίου του προέδρου Τραμπ, που σίγουρα θα απαιτήσει σημαντικούς συμβιβασμούς εκ μέρους της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές της 9ης Απριλίου. Έτσι, το «Γαλανόλευκο» κόμμα των στρατηγών απολύτως δικαιολογημένα διστάζει να αυτοπροσδιορισθεί ιδεολογικά. Αν και αναμένεται με ενδιαφέρον το περιεχόμενο της διακήρυξης αρχών του «Γαλανόλευκου», είναι αμφίβολο εάν θα υιοθετήσει μια ξεκάθαρη θέση εντός του παραδοσιακού δίπολου Αριστεράς-Δεξιάς και σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η βασική αδυναμία της προεκλογικής εκστρατείας του.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Η ανακοίνωση του πορίσματος για τις ποινικές ευθύνες του Βενιαμίν Νετανιάχου και, κατά συνέπεια, για την συνέχεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, δεν κατάφερε να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό της χώρας στον βαθμό που αναμενόταν. Πράγματι, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός μπαίνει σε μια χρονοβόρα δικαστική περιπέτεια που μπορεί να τον οδηγήσει ακόμα και στην φυλακή. Ωστόσο, οι πολιτικοί συσχετισμοί, οι κανόνες του κοινοβουλευτικού συστήματος στο Ισραήλ, ο φόβος της εβραϊκής πλειοψηφίας μήπως καταστούν τα αραβικά κόμματα ρυθμιστές της πολιτικής ζωής ενόψει μάλιστα παραχωρήσεων στο Παλαιστινιακό και, κυρίως, η ριζωμένη πεποίθηση στον κόσμο ότι ουσιαστικά «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πλην του Νετανιάχου», όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που είναι σε θέση να ενθαρρύνουν τον σημερινό Ισραηλινό πρωθυπουργό.

Reuters

Έτσι, ακόμα και εάν το Λικούντ δεν καταφέρει να έρθει πρώτο σε ψήφους, το αποτέλεσμα των εκλογών θα κριθεί κατά πόσον θα καταφέρει (μαζί με τα υπόλοιπα κόμματα της Δεξιάς) να ελέγξει τουλάχιστον τις 61 από τις συνολικά 120 έδρες του κοινοβουλίου. Σε αντίθετη περίπτωση, και εφόσον οι τωρινές δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν, για να μακροημερεύσει μια κυβέρνηση συνασπισμού με κύριο κορμό το «Γαλανόλευκο» των Γκαντς-Λαπίντ, θα πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλίζει την ψήφο ανοχής των Αράβων βουλευτών. Και η αλήθεια είναι ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο αν δεν φοβίσει, σίγουρα θα προβληματίσει σοβαρά τον μέσο Εβραίο Ισραηλινό ψηφοφόρο, ανεξαρτήτως ιδεολογικών καταβολών.

Αναδημοσίευση, με την άδεια του συγγραφέα, από την ελληνική έκδοση του Foreign Affairs

|

Δημοφιλή