Την προηγούμενη εβδομάδα μου πήραν συνέντευξη μαθητές και μαθήτριες γυμνασίου που γράφουν για τη μαθητική εφημερίδα του σχολείου τους. Ήταν μεγάλη χαρά για μένα να βλέπω παιδιά να γράφουν και ειδικά μέσα σε αυτές τις συνθήκες της πανδημίας που μπορούν εύκολα να μας φέρουν απελπισία, αίσθηση κενού και ματαιότητας. Η συζήτηση μαζί τους με έκανε να προβληματιστώ πολύ.
Οι μαθητές και οι μαθήτριες μου έκαναν πολλές ερωτήσεις που αφορούσαν σε θέματα ψυχολογίας. Είχαν διαβάσει κάποια άρθρα μου και ρωτούσαν πώς μπορούν να διαχειριστούν το άγχος τους, θέλησαν να μάθουν για τα θετικά συναισθήματα, για το τι μπορούν να κάνουν ζώντας σε έναν κόσμο που δεν τους αρέσει.
“Οι έφηβοι αντιμετωπίζονται ως άτομα ανίκανα για οποιαδήποτε άλλη ευθύνη πέραν αυτής του διαβάσματος. Κι όμως θα έπρεπε να έχουν την ευθύνη που τους αναλογεί απέναντι στον εαυτό τους, τους άλλους και την κοινωνία στην οποία ζουν.”
Εγώ κάποια στιγμή τους είπα πως η πρόκληση για εκείνους σήμερα είναι να ζήσουν έξω από τις οθόνες. Επανέλαβα δηλαδή ένα αίτημα που ακούγεται διαρκώς από γονείς και ειδικούς και ωστόσο φαίνεται πως δεν έχει διατυπωθεί σωστά γιατί είμαστε πολύ μακριά από την επίλυσή του.
Ίσως ένα λάθος που κάνουμε είναι ότι δαιμονοποιούμε τις οθόνες, τις οποίες κι εμείς οι ενήλικοι χρησιμοποιούμε κατά κόρον. Η αδυναμία των παιδιών να οριοθετηθούν μπορεί να εκφράζει και κάποια περιφρόνηση στην υποκρισία μας. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μιλάμε για «ορθή χρήση» κινητών, υπολογιστών και διαδικτύου. Οτιδήποτε άλλο σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε είναι μάλλον εξωπραγματικό.
Σκέφτομαι διαρκώς το πόση ανάγκη είχαν αυτά τα παιδιά να μιλήσουν για θέματα για τα οποία διαβάζουν, να εκφράσουν τα συναισθήματά τους για μια ζωή μέσα σε μαθητικό άγχος, κοινωνικό χάος και υπερπληροφόρηση.
Και σκέφτομαι και αυτό το παράδοξο που κάνει απέναντί τους η κοινωνία των ενηλίκων. Τους ζητά επικριτικά να μην βυθίζονται στον εικονικό κόσμο ενώ ταυτόχρονα τους αφήνει να βγάλουν μόνοι τους νόημα μέσα σε μια ζωή, στην οποία ακόμη κι οι ίδιοι οι ενήλικοι δυσκολεύονται να βρουν νόημα.
Το σχολείο και πολύ συχνά η οικογένεια απευθύνεται σε εκείνους σαν να είναι μόνο «υποψήφιοι πανελληνίων».
“... αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τα τρομερά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι έφηβοι με το διαδίκτυο και τα βιντεοπαιχνίδια αλλά και τις επικίνδυνες επαφές με ενήλικες που έχουν πολύ κακές προθέσεις, χρειάζεται να δώσουμε αληθινά τον λόγο στους εφήβους.”
Οι έφηβοι αντιμετωπίζονται ως άτομα ανίκανα για οποιαδήποτε άλλη ευθύνη πέραν αυτής του διαβάσματος. Κι όμως θα έπρεπε να έχουν την ευθύνη που τους αναλογεί απέναντι στον εαυτό τους, τους άλλους και την κοινωνία στην οποία ζουν.
Ταυτόχρονα ένας τεράστιος αριθμός ειδικών ψυχικής υγείας μιλά και γράφει ασταμάτητα για τους εφήβους.
Μήπως όμως τελικά μιλάμε για εκείνους χωρίς εκείνους;
Ένας έφηβος θα γίνει φορέας λόγου, θα του ζητηθεί δηλαδή να μιλήσει για τα όσα σκέφτεται και νιώθει βαθιά μέσα του, μόνο όταν παρουσιάσει μια μεγάλη δυσκολία ψυχικής φύσης και η οικογένεια ζητήσει βοήθεια από έναν ειδικό.
Γιατί όμως πρέπει να περιμένουμε να συμβεί αυτό για να ακούσουμε τους εφήβους; Και τι συμβαίνει με τους υπόλοιπους;
Έχω την αίσθηση πως αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τα τρομερά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι έφηβοι με το διαδίκτυο και τα βιντεοπαιχνίδια αλλά και τις επικίνδυνες επαφές με ενήλικες που έχουν πολύ κακές προθέσεις, χρειάζεται να δώσουμε αληθινά τον λόγο στους εφήβους.
Ίσως σταματήσουν να ζουν σε μια εικονική κοινωνία μόνο όταν γίνουν φορείς λόγου στην πραγματική κοινωνία στην οποία ζουν και στην οποία θα κληθούν πολύ σύντομα να δράσουν ως πολίτες.
Μόνο έτσι θα προετοιμαστούν. Μόνο έτσι θα αποκτήσουν κίνητρο. Μόνο έτσι θα βιώσουν σεβασμό έτσι ώστε να μπορέσουν μετά να τον προσφέρουν.
Επίσης, οι έφηβοι θα ανακουφιστούν αληθινά μόνο όταν ακούσουν ο ένας τον άλλον.
“«Η εφηβεία είναι πάντα δύσκολη αλλά εάν οι γονείς και τα παιδιά εμπιστεύονται τη ζωή, τότε όλα στο τέλος κανονίζονται».”
Έχω παρατηρήσει πως όσα κι αν πούμε εμείς οι ειδικοί σε έναν έφηβο που έχει δεχτεί εκφοβισμό, για παράδειγμα, δεν θα είναι ποτέ τίποτα σε σχέση με αυτό που θα νιώσει ακούγοντας έναν συνομήλικό του να περιγράφει πώς άντεξε μια παρόμοια εμπειρία.
Μόνο ο συνομήλικος μπορεί να του δώσει τέτοια ανακούφιση και δύναμη.
Ο ειδικός όσο βοηθητικός κι αν είναι θα είναι πάντα κάποιος που σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζει τα όσα ζει ο έφηβος ως μέρος ενός προβλήματος που έχει ή ακόμη χειρότερα, ως το πρόβλημα που είναι ο ίδίος.
Τα όσα γράφω τα έχω βιώσει και από την άλλη πλευρά ως μαθήτρια γυμνασίου, όταν μια καθηγήτρια Γαλλικών που είχε κάνει εκπαίδευση στη Συμβουλευτική μας δεχόταν στο γραφείο των καθηγητών κάθε Παρασκευή και μας ζητούσε να μιλήσουμε για όσα μας απασχολούσαν.
Δεν θα ξεχάσω μια συνομήλική μου που μίλησε για κάποια πολύ σοβαρή δυσκολία της και όλους εμάς τους υπόλοιπους να την ακούμε με τον πιο σιωπηλό σεβασμό προσφέροντας της μια μαγικού είδους συμπαράσταση. Ήταν μια πολύ προχωρημένη κίνηση για τη δεκαετία του 1990.
Σήμερα όμως είναι μια κίνηση που επιβάλλεται να γίνει αν θέλουμε πραγματικά να εφαρμόζουμε τα όσα έχει ανακαλύψει και διατυπώσει η επιστήμη της Ψυχολογίας τις τελευταίες δεκαετίες.
«Ακόμη κι αν υπάρχει ψυχολόγος στο σχολείο, τι να τον κάνουμε κλεισμένο στο γραφείο; Θα πρέπει να είναι στο προαύλιο!», μου είπε ένας εκπαιδευτικός κάποτε και είχε τόσο μα τόσο δίκιο.
Επειδή ίσως κάποιοι γονείς θα απαντούσαν στα όσα γράφω λέγοντας πως τα παιδιά τους έχουν πολλά δικαιώματα, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως αυτό που ίσως έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι να μπορούν οι έφηβοι να έχουν τη δική τους γνώμη αλλά και τον χώρο ώστε να μπορούν να εκφράζουν δυσκολίες χωρίς να βιαζόμαστε να τις υποτιμήσουμε, να τους απαλλάξουμε από αυτές ή να τις κουκουλώσουμε.
Και φυσικά τίποτε από όλα αυτά δεν θα ήταν βοηθητικό σε κάποιο οικογενειακό ή άλλο πλαίσιο, στο οποίο δεν υπάρχουν σαφή όρια.
Η κοινωνία μας είναι δίχως όρια και αυτό δυστυχώς το πληρώνουν τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς. Αυτό όμως είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
Εν κατακλείδι, θα έλεγα ότι χρειάζεται περισσότερο να ακούσουμε τους εφήβους. Απλώς να ακούσουμε. Χωρίς να βιαστούμε να καταδικάσουμε, να κρίνουμε, να κάνουμε κήρυγμα, να θεωρήσουμε πως ξέρουμε καλύτερα. Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί και οι ειδικοί.
«Δεν υπάρχει εφηβεία χωρίς προβλήματα, χωρίς πόνο. Είναι ίσως η πιο επώδυνη περίοδος της ζωής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είναι και η περίοδος των πιο έντονων συναισθημάτων χαράς. Η παγίδα στην οποία κινδυνεύουμε να πέσουμε βρίσκεται στο ότι επιθυμούμε να αποφύγουμε οτιδήποτε είναι δύσκολο», γράφει η σπουδαία ψυχαναλύτρια, Φρανσουάζ Ντολτό που δούλεψε για δεκαετίες με παιδιά και εφήβους. Και ύστερα συνεχίζει:
«Η εφηβεία είναι πάντα δύσκολη αλλά εάν οι γονείς και τα παιδιά εμπιστεύονται τη ζωή, τότε όλα στο τέλος κανονίζονται».
Κι αν έχει δίκιο, τα μεγάλα προβλήματα που παρουσιάζουν οι έφηβοι σήμερα ίσως πρέπει να μας κάνουν τελικά να αναλογιστούμε τη σχέση που έχουμε με τη ζωή εμείς που είμαστε τα πρότυπά τους...