Ενώ το ανθρώπινο δράμα δεν έχει τέλος στη γείτονα χώρα, η συζήτηση για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει ανοίξει και μάλιστα με εικασίες ως προς την αλλαγή της τουρκικής πολιτικής κατά των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Έτσι λοιπόν μετά τη έμπρακτη αλληλεγγύη της χώρας μας, οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού εξωτερικών περί ανοίγματος μιας νέας σελίδας συνεργασίας με την Ελλάδα για σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη και ειρήνη στην περιοχή, εκλήφθηκαν από πολλούς ότι υποδηλώνουν αλλαγή της προκλητικής εξωτερικής πολιτικής της γείτονος προς τη χώρα μας.
Η ιστορική και πολιτική πραγματικότητα, βέβαια, καταδεικνύει εντελώς το αντίθετο. Δύο αιώνες μετά την κατάρρευση του οθωμανικού χαλιφάτου, η εξωτερική πολιτική της γείτονος συνεχίζει να ασκείται με το κυρίαρχο δόγμα του αναθεωρητισμού. Και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Τουρκία ουδέποτε έπαυσε την επιθετική της ρητορική όχι μόνο κατά της Ελλάδας, αλλά και κατά όλων των γειτονικών χωρών της, με εξαίρεση τα αδελφικά έθνη του Αζερμπαϊτζάν και της Αλβανίας.
Έτσι σήμερα η Τουρκία είναι τη μοναδική χώρα της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής που είναι κατοχική δύναμη στην Κύπρο, έχει εισβάλλει και διατηρεί μόνιμα στρατιωτικές δυνάμεις σε βάθος 30 χιλ. στα σύνορα της με τη Συρία και το Ιράκ εξοντώνοντας συστηματικά τον κουρδικό πληθυσμό, ενώ παράλληλα επιχειρεί στρατιωτικά και στη Λιβύη με το πρόσχημα της υποστήριξης της υπηρεσιακής κυβέρνησης, αλλά κατ´ ουσίαν διασφαλίζοντας τη στρατιωτική παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι γεγονός ότι ο καταστροφικός σεισμός έχει επιφέρει τεράστιο οικονομικό πλήγμα στην τουρκική οικονομία, ενώ παράλληλα έχει προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση του τουρκικού λαού για την ανικανότητα και τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος, ωστόσο σε καμία απολύτως περίπτωση δεν πρόκειται να επηρεάσει την εξωτερική πολιτική της γείτονος, ούτε κατ´ ελάχιστον. Και σε αυτό θα υποβοηθήσει και η γενικότερη κουλτούρα μαζί με το ευρύτερο θρησκευτικό και αξιακό σύστημα του τουρκικού λαού, το οποίο σύντομα θα κατευνάσει στο μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής κοινωνίας την υφέρπουσα κρίση, αποδίδοντας το καταστροφικό γεγονός εν πολλοίς στο ήδη συχνά αναφερόμενο «θέλημα Θεού».
Συνεπώς, η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα στη γείτονα χώρα και παράλληλα με τη συνεχή και αδιάλειπτη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στο δοκιμαζόμενο τουρκικό λαό, να προβεί σε δύο βασικές στρατηγικές πρωτοβουλίες που θα καθορίσουν και θα διασφαλίσουν αποτελεσματικά την εξωτερική ασφάλεια της χώρας:
- Πρώτο, να επιταχύνει και να ολοκληρώσει το εξοπλιστικό της πρόγραμμα διασφαλίζοντας το αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και θωρακίζοντας την εξωτερική ασφάλεια της χώρας από μελλοντικές απειλές, μέσα από μια θέση ισχύος και υπεροχής.
- Δεύτερο, να προβεί άμεσα στην καθιέρωση νέου και ενιαίου αμυντικού δόγματος με την Κύπρο μετά και την εκλογή του νέου προέδρου της κυπριακής δημοκρατίας, εγκαταλείποντας εσαεί το μέχρι σήμερα αμφιλεγόμενο και ξεπερασμένο από τις διεθνείς εξελίξεις υφιστάμενο αμυντικό δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται».
Ειδικά σε ό,τι αφορά την εξωτερική ασφάλεια της Κύπρου, η εκλογή του νέου προέδρου μπορεί να σηματοδοτήσει την απαρχή σημαντικών εξελίξεων στην καθιέρωση ενός νέου κοινού αμυντικού δόγματος, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει ένα κλίμα συναίνεσης των πολιτικών θεσμών της μεγαλονήσου.
Δεν νοείται, για παράδειγμα, εν έτει 2023, να υποστηρίζεται από πολιτικούς θεσμούς η κατάλυση της κυπριακής δημοκρατίας και η αντικατάσταση της από μια ομοσπονδία δύο ισότιμων κρατιδίων στο πλαίσιο της αποκαλούμενης διζωνικής δικοινοτικής λύσης, με την οποία εδραιώνεται η τουρκική κυριαρχία επί της νήσου και αγνοούνται παντελώς τα ιστορικά εγκλήματα της τουρκικής εισβολής, του εποικισμού και της διατήρησης κατοχικών τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στο βόρειο τμήμα του νησιού για σχεδόν μισό αιώνα!
Ούτε να μη λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν άρει το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο, γεγονός που πρέπει να αποτελέσει την έναρξη υλοποίησης μιας νέας στρατηγικής εξοπλισμού του νησιού, στο πλαίσιο της ασφάλειας των νοτιοανατολικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εν κατακλείδι, η δυσμενής θέση της γείτονος, στη οποία έχει υπεισέλθει κυρίως με την αποστασιοποίηση της από την ενιαία στάση της Δύσης απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, πρέπει να αποτελέσουν το έναυσμα για την αναδιάταξη της ελληνικής και κυπριακής στρατηγικής που θα διασφαλίσουν αποτελεσματικά την εξωτερική ασφάλεια των χωρών. Διότι οι καιροί ου μενετοί.-
***
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστήμιου, Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος των Σχολών Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας.
https://m.facebook.com/evangelos.stergioulis