Τα πρώτα αποτελέσματα των ενδιάμεσων Αμερικανικών Εκλογών δημοσιεύονται από τις Αμερικανικές αρχές. Οι Ρεπουμπλικάνοι, όπως ήταν αναμενόμενο, αυξάνουν τον αριθμό εδρών που κατέχουν στην Βουλή των Αντιπροσώπων. Η κατάσταση στην Γερουσία είναι αρκετά πιο περίπλοκη.
Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο αναμένονται τα αποτελέσματα σε 5 περιφέρειες και οι Δημοκρατικοί προηγούνται με 48 έναντι 47 εδρών των Ρεπουμπλικάνων. Η επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων σίγουρα θα δυσχεράνει την άσκηση πολιτικής της προεδρίας Μπάιντεν, αλλά δεν ευοδώθηκαν τα σενάρια που μιλούσαν για ”Κόκκινο Κύμα” στις ενδιάμεσες εκλογές.
Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα των Αμερικανικών εκλογών είναι η ακραία πόλωση της Αμερικανικής κοινωνίας. Το τοξικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της εκστρατείας δυσφήμισης των αποτελεσμάτων των Προεδρικών εκλογών έχει ωθήσει ένα ακραίο μέρος των Ρεπουμπλικάνων να ισχυρίζονται πως δεν θα γίνει δεκτό κανένα εκλογικό αποτέλεσμα που δεν δίνει προβάδισμα στους Ρεπουμπλικάνους. Συνένοχος σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα είναι και ο πρώην Πρόεδρος Τράμπ, ο οποίος τελευταία στιγμή πείσθηκε να μην ανακοινώσει την υποψηφιότητα του για τις προεδρικές εκλογές του 2024, πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές.
Ο πρώην πρόεδρος είχε ανοικτά υποστηρίξει υποψηφίους που ταιριάζουν στο δικό του μίγμα άσκησης πολιτικής. Ωστόσο, η στήριξη του πρώην προέδρου δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως στην περίπτωση της Πενσυλβάνια όπου ο Δημοκρατικός υποψήφιος John Fetterman (Τζον Φέτερμαν) επικράτησε του Ρεπουμπλικάνου, Τουρκικής καταγωγής, τήλε-ιατρού Mehmet Oz (Μεχμέτ Οζ).
Η αναποτελεσματική προσπάθεια της Προεδρίας Μπάιντεν για την καταπολέμηση της πόλωσης της Αμερικανικής κοινωνίας χρεώνεται ως αποτυχία, ωστόσο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως οι Δημοκρατικοί βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όσον αφορά την δικαστική εξουσία ως αποτέλεσμα μεθοδεύσεων στην εκλογή δικαστών στο Ανώτατο δικαστήριο από πλευράς των Ρεπουμπλικάνων.
Την τελευταία δεκαετία το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει υποστεί μια μεταμόρφωση. Ένα παραδοσιακά φιλελεύθερο κόμμα με συντηρητική ατζέντα έχει καταληφθεί από μια ομάδα ακραίων φωνών. Από την περίοδο της εμφάνισης του Tea Party και έπειτα οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι, πλην εξαιρέσεων όπως ο Mitt Romney (Μιτ Ρόμνεϊ) και ο John McCain (Τζον Μακέιν), είχαν υιοθετήσει έναν λαϊκίστικο προφίλ με ακραίες τάσεις. Η θητεία του προέδρου Τραμπ αποτέλεσε την κορύφωση της επικράτησης των ακραίων τάσεων.
Είναι απαραίτητο, για την εύρυθμη λειτουργία του δικομματικού συστήματος των Η.Π.Α το Ρεπουμπλικανικό κόμμα να περιθωριοποιήσει τις ακραίες φωνές και να αναδείξει στελέχη που θα είναι πιστά στις αρχές του κόμματος χωρίς όμως να υποκύπτουν στην περιθωριακή ατζέντα όσων επιθυμούν να διχάσουν περαιτέρω την Αμερικανική κοινωνία.