Ξεκινώντας από τα κακοτράχαλα βουνά της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου ξενιτεύτηκαν για να επιβιώσουν σε δύσκολους καιρούς: ο Γεώργιος Αβέρωφ στην Αίγυπτο, και ο Ευαγγέλης Ζάππας στη Ρουμανία.
Αυτό που κατάφεραν όμως, ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Για την εποχή τους, τον 19ο αιώνα, έγραψαν ιστορία αποκτώντας τεράστιες περιουσίες που δαπάνησαν για να βοηθήσουν ποικιλοτρόπως την πατρίδα τους. Επιπλέον, έβαλαν τα θεμέλια για την πραγματοποίηση της πρώτης διεθνούς αθλητικής διοργάνωσης Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896 στην Ελλάδα, μετά από παύση 1500 ετών.
«Ο Ζάππας ήταν ένας περιπετειώδης τύπος. Μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, μετανάστευσε στη Ρουμανία. Εκεί, απέκτησε εκατομμύρια από εμπορικές και περιουσιακές συναλλαγές, ενώ είχε μια ρομαντική κλίση προς την αρχαία Ελλάδα»[1].
Ο Αβέρωφ, το βοσκόπουλο από το Μέτσοβο, διέθετε πρακτικό νου, που αναπλήρωνε την έλλειψη μόρφωσης. Επιτυχημένος επιχειρηματίας, κυριάρχησε στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο της Αιγύπτου. Έκανε εξαγωγές χουρμάδων στη Ρωσία με παράλληλες εισαγωγές χρυσονημάτων. Εκμεταλλεύτηκε την έλλειψη βάμβακος στην Ευρώπη, που προκάλεσε ο εμφύλιος στην Αμερική, κάνοντας εξαγωγές από την Αίγυπτο. «Με ακλόνητη πίστη στις δυνάμεις του ελληνισμού, ο Αβέρωφ πρόσφερε απλόχερα τις ευλογίες της Ηπειρώτικης καρδιάς του»[2].
Ανοίγοντας ”δρόμους”
Ο Ζάππας είχε αντλήσει στην ιδέα της ολυμπιακής αναγέννησης από τα έργα του ποιητή Παναγιώτη Σούτσου που, το 1835, είχε προτείνει την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. «Έκτοτε, χτυπούσε το ίδιο αυτό τύμπανο στον Τύπο. Ένας από τους χτύπους του ακούμπησε τον Ζάππα στη Ρουμανία και τον ενθουσίασε»1.
Το 1856 ο Ζάππας εκδήλωσε την πρόθεσή του να στηρίξει την αναγέννηση του θεσμού, στέλνοντας γράμμα στον Όθωνα. Θα πρόσφερε 400 μετοχές από την πλοιοκτήτρια εταιρία του, ο τόκος των οποίων θα χρηματοδοτούσε τις Ολυμπιάδες, και επιπλέον 2000 αυτοκρατορικά φλορίνια. Ο Όθων ανέθεσε στον υπουργό εξωτερικών Αλέξανδρο – Ρίζο – Ραγκαβή να εξετάσει την πρόταση. Εκείνος πίστευε ότι η πρόοδος στην Ελλάδα θα έρθει από οικονομικές και επιστημονικές δραστηριότητες, και όχι από φυσική άσκηση. Όμως τα λεφτά ήταν πολλά και ο βασιλιάς δέχτηκε! Ο Ραγκαβής αντιπρότεινε την ανέγερση ενός εκθεσιακού κέντρου, που θα λειτουργεί σαν Τεχνική Σχολή, ανάμεσα στις, ανά τετραετία, Ολυμπιάδες. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του Ζάππειου Μεγάρου στο κέντρο της Αθήνας και καθιερώθηκαν οι Ζάππειες Ολυμπιάδες (1859, 1870, 1875 και 1889).
Οι Ζάππειες Ολυμπιάδες
Το 1870 οι αγώνες έγιναν για πρώτη φορά αρχαίο στάδιο της Αθήνας, σύμφωνα με επιθυμία του Ζάππα. Συγκέντρωσαν 20-30 χιλιάδες θεατές και θεωρήθηκαν επιτυχημένοι. Έλληνες αθλητές ήρθαν και από τουρκοκρατούμενες περιοχές, όπως Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη. Εντούτοις, ο Φίλιππος Ιωάννου, κλασικός λόγιος και καθηγητής, τους χαρακτήρισε παρωδία «γιατί συμμετείχαν και αθλητές από την εργατική τάξη»...
Έτσι, στην Ολυμπιάδα του 1875, συμμετείχαν μόνο άντρες της «καλλιεργημένης τάξης», δηλαδή απόφοιτοι γυμνασίου και πανεπιστήμιου...
Η συγκεκριμένη διοργάνωση θεωρήθηκε αποτυχία. «Οι Αθηναίοι θεατές καθόταν στα χορταριασμένα πρανή του σταδίου, ενώ η ελίτ, σε ξύλινα παγκάκια πληρώνοντας 3 δραχμές ..//.. Ο Αγγλο-Ιρλανδός κλασικός μελετητής J.P. Mahaffy, που ήταν παρών, άφησε έναν επικριτικό απολογισμό για τη ‘μεταφορά της Ολυμπίας στην Αθήνα’ και την αναβίωση αρχαίων ονομάτων για κριτές και διαγωνιζόμενους ..//.. Μέρος της πίστας έμοιαζε με οργωμένες βραγιές για πατάτες. Σκυλιά παντού. Μια χοντρή ηλικιωμένη κυρία περπατούσε μέσα στην πίστα με τα δύο σκυλιά της και οι δρομείς, αναγκαζόταν να την προσπεράσουν».
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η Ολυμπιάδα επηρεάστηκε από το ταραγμένο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας και την απουσία του βασιλιά. Η συμμετοχή των αθλητών ήταν περιορισμένη. Μόνο 24 αθλητές πήραν μέρος. Παρά τις σοβαρές ελλείψεις, το Παναθηναϊκό Στάδιο έδειχνε να μπορεί να φιλοξενεί αθλήματα. Εντούτοις, οι αξιώσεις για μια διεθνή Ολυμπιακή διοργάνωση απαιτούσαν αρκετά περισσότερα. Ατέρμονες συζητήσεις, ανταγωνισμοί και καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του Ζαππείου δημιούργησαν ένα κενό δεκατριών ετών μεταξύ των τρίτης (1875) και τέταρτης Ολυμπιάδας (1889).
Ο Ζάππας πέθανε το 1865 αφήνοντας με τη διαθήκη του μεγάλο μερίδιο στην «Επιτροπή Κληροδοτημάτων». Ζήτησε να ταφεί στη Ρουμανία και, μετά την εκταφή, το κρανίο του να μεταφερθεί στην Αθήνα. Το Ζάππειο μέγαρο εγκαινιάστηκε στις 20 Οκτωβρίου 1888. Ήταν η σωστή στιγμή για τον επαναπατρισμό του. Ο επισκέπτης του Ζαππείου βλέπει την επιγραφή
«ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ Η ΚΕΦΑΛΗ ΕΥΑΓΓΕΛΗ ΖΑΠΠΑ».
Αναβιώνοντας τις Ολυμπιάδες, ο Ζάππας έθεσε τη βάση για τους διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Το Ζάππειο χρησιμοποιήθηκε τότε για τους αγώνες ξιφασκίας, και ως κέντρο τύπου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
«Η αρχαιολατρία της προσέγγισης του Ζάππα αναδείχτηκε σε μια ρύθμιση που πρότεινε: κάθε φορά που ένας Έλληνας θα κάνει κάποιο σπουδαίο επίτευγμα, το εισόδημα από το κληροδότημα, αφού καλυφτεί το κόστος της Ολυμπιάδας, να διατίθεται για την κατασκευή ενός χρυσού στέμματος με το οποίο θα τον στεφανώνουν».
Όταν υπάρχουν ”χρυσοί χορηγοί” λογικό να υπάρχουν και χρυσά έπαθλα, θα σκεφτεί κανείς. Πάντως, οι φετινές ‘τιμές’ στο Παρίσι δεν ήταν καθόλου συμβολικές: Το Χονγκ Κονγκ πριμοδότησε κάθε χρυσό ολυμπιονίκη του με $768.000, το Ισραήλ με $275.000, η Ιταλία με $196.000 κλπ.
Μετ’ εμποδίων στο 1896
Η πρόταση να πραγματοποιηθούν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα το 1896, έγινε σε συνέδριο που οργάνωσε ο Γάλλος ιστορικός Pierre de Coubertin στο Παρίσι το 1894. Παράλληλα ιδρύθηκε και η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) με πρώτο πρόεδρο τον Δημήτριο Βικέλα, που μετέφερε τα φιλελληνικά αισθήματα της Επιτροπής μαζί με την πρόταση να διεξαχθούν οι αγώνες στην ...πτωχευμένη Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός Τρικούπης απέκλεισε αμέσως τη δυνατότητα χρηματοδότησης των αγώνων. Στην ίδια γραμμή και ο στενός του συνεργάτης Στέφανος Δραγούμης, δήλωνε ότι δεν υπάρχουν χρήματα γιατί η περιουσία του Ζάππα στη Ρουμανία είχε κατασχεθεί από τη ρουμανική κυβέρνηση. Επομένως δεν παρήγαγε έσοδα.
Ένθερμος υποστηρικτής των αγώνων ο διάδοχος Κωνσταντίνος, έστειλε τον Τιμολέοντα Φιλήμονα, βουλευτή, δημοσιογράφο και πρώην δήμαρχο Αθηναίων, στην Αλεξάνδρεια να ζητήσει τη στήριξη του Αβέρωφ.
Ο Φιλήμων ονειρευόταν και ο ίδιος ένα εντυπωσιακό στάδιο «Η άλτις, ή ιερός περίβολος, των νέων Ολυμπιακών Αγώνων!». Ο Αβέρωφ ανταποκρίθηκε γενναιόδωρα προσφέροντας ένα εκατομμύριο δραχμές για την αναμαρμάρωση και ολοκλήρωση του Παναθηναϊκού σταδίου.
Στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες έλαβαν μέρος 241 αθλητές από 14 χώρες. Δεν συμμετείχαν γυναίκες, καθώς δεν ενέκρινε ο Coubertin. Στο ανακαινισμένο Παναθηναϊκό Στάδιο, διεξήχθησαν τα αγωνίσματα άρσης βαρών, γυμναστικής, πάλης, στίβου, και οι τελετές έναρξης και λήξης. «Οι αθλητές ήταν ηρωικοί ερασιτέχνες από μια περασμένη εποχή αθωότητας, όπου ένας Αμερικανός μπορούσε να μπει στο αγώνισμα της δισκοβολίας την τελευταία στιγμή και να κερδίσει το μετάλλιο. Ωστόσο, έθεσαν τα θεμέλια ενός μοναδικού αθλητικού θεσμού».
Ο νεαρός Έλληνας αγρότης Σπύρος Λούης κέρδισε το νεοεφευρεθέν αγώνισμα του Μαραθωνίου. Στη συνέχεια, ο Αβέρωφ τον προσκάλεσε στην Αλεξάνδρεια για το γαμήλιο ταξίδι του. Ως πρώτη αφίσα των Ολυμπιακών Αγώνων καθιερώθηκε το εξώφυλλο του προγράμματος με το Καλλιμάρμαρο και τον Παρθενώνα, όπως τυπώθηκε τότε.
Κοντολογίς, χωρίς τους Ζάππα και Αβέρωφ, οι Ολυμπιακοί αγώνες του 1896 θα είχαν μείνει ευσεβείς πόθοι. Άλλωστε, το εγχείρημα, είχε προηγουμένως χαρακτηριστεί «ονειροπόλημα ευεξάπτων εγκεφάλων».
Μπορεί το νέο ”στοίχημα” της ΔΟΕ να είναι η τεχνητή νοημοσύνη, που επιστρατεύτηκε φέτος στο Παρίσι, όμως, το πρώτο μεγάλο ‘στοίχημα’ της αναγέννησης του θεσμού στην Ελλάδα, κερδήθηκε χάρη στη φιλοπατρία και συναισθηματική νοημοσύνη των Αβέρωφ και Ζάππα!
Ένα κρανίο ενσωματωμένο στο Ζάππειο Μέγαρο, και ένας ανδριάντας μπροστά στο Παναθηναϊκό στάδιο, θυμίζουν στις νεότερες γενιές τη συμβολή τους.
[1] Sir Michael John Llewellyn-Smith, ‘Olympics in Athens, 1896’, London, 2004.
(Υπήρξε πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ελλάδα από το 1996 έως το 1999. Μετά τη συνταξιοδότηση του, περνάει χρόνο γράφοντας και μιλώντας για την ελληνική ιστορία και πολιτισμό).
[2] Σπ. Λάµπρος, Περί των εν Αθήναις ιδρυµάτων, Νέος Ελληνοµνήµων, τ. ΙΓ΄, σ. 17.