Το τελευταίο κρούσμα τουρκικής επιθετικότητας, με την προσπάθεια βύθισης του ελληνικού πλοίου πλησίον των Ιμίων θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία διάλυσης των επικίνδυνων φαντασιώσεων που καθορίζουν την ελληνική εξωτερική πολιτική εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Δυστυχώς φαίνεται ότι και αυτό το σήμα κινδύνου θα αγνοηθεί.
Εδώ και περίπου δυόμισι δεκαετίες, οι ελληνικές κυβερνήσεις αποφάσισαν να εγκαταλείψουν κάθε “ελληνική ιδιαιτερότητα” και οποιαδήποτε αυτόνομη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, προκειμένου να μετατρέψουν την Ελλάδα σε μια “κανονική”- δηλαδή συνηθισμένη- “δυτική” χώρα. Κατά συνέπεια σταδιακά υπονόμευσαν όλες τις ειδικά ελληνικές συμμαχίες και παραδοσιακές σχέσεις, ιδίως στη ΝΑ Μεσόγειο αλλά και ευρύτερα, προς όφελος ενός μονόπλευρου ευρώ- ατλαντισμού. Η πορεία αυτή κορυφώθηκε εν μέσω κρίσης και ιδίως από την παρούσα κυβέρνηση. Πρώην “αντί-ιμπεριαλιστές”, “κομμουνιστές”, “αριστεροί” και εθνικόφρονες αποφάσισαν - όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις- ότι η μακρόχρονη ελληνική αδυναμία λόγω μνημονίων και κρίσης θα μπορούσε να ισοσκελιστεί από την πλήρη δορυφοριοποίηση της χώρας μας από την ΕΕ, τις ΗΠΑ-και- στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής και στον τομέα της άμυνας εν μέρει από το Ισραήλ.
Αυτή είναι η βασική, επικίνδυνη φαντασίωση, που γίνεται ακόμα χειρότερη επειδή συνοδεύεται από αδυναμία ή άρνηση κατανόησης των διεθνών εξελίξεων και της περιοχής.
Αδυναμία κατανόησης του γεγονότος ότι βρισκόμαστε σε φάση όξυνσης των ενδό-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και βίαιης αλλαγής συνόρων. Οι εξελίξεις παγκοσμίως και ειδικότερα στη Μ. Ανατολή και στην Α. Μεσόγειο χαρακτηρίζονται από την απόφαση των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία και την Κίνα ως στρατηγικούς ανταγωνιστές. Οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να χρησιμοποιούν στρατιωτική βία και περιμένουν από τους “συμμάχους” τους απόλυτη ταύτιση με τις επιλογές τους. Αυτή η ταύτιση ωστόσο, ουδόλως εγγυάται έστω την ασφάλεια των συμμάχων των ΗΠΑ.
Αντιθέτως, όπως με δυστυχή τρόπο για τους ίδιους έμαθαν και μαθαίνουν ακόμα οι Κούρδοι, η ταύτιση με τον ιμπεριαλισμό και οι μονόπελυρες συμμαχίες, πολύ συχνά επιφυλάσσουν μια γερή “σφαλιάρα” για τους “πιστούς” συμμάχους, στο πλαίσιο “εξισορρόπησης” των συμφερόντων της μιας πλευράς, με άλλους συμμάχους των ΗΠΑ, στην ίδια περιοχή. Τυγχάνει δε, η Τουρκία, παρά τις δύσκολες σχέσεις που σήμερα έχει με τις ΗΠΑ να παραμένει ίσως ο βασικότερος πυλώνας ασφαλείας του ΝΑΤΟ στη Μ. Ανατολή.
Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής αλλαγής συνόρων, αναθεωρητικές δυνάμεις και μεγαλομανείς ηγεσίες επιχειρούν με ένα συνδυασμό οικονομικής επιρροής και στρατιωτικής ισχύος να ισχυροποιήσουν τη θέση τους.
Η ηγεσία Ερντογάν συνιστά αυτό ακριβώς το πρότυπο ηγεσίας. Η νεο-οθωμανική προσέγγιση Ερντογάν συνιστά έναν περιφερειακό ιμπεριαλισμό που επιδιώκει όχι μόνο επιρροή αλλά και εδάφη, μη διστάζοντας να ενεργεί -κατά το δυνατό- σύντομες, στρατιωτικές εισβολές προς τούτο στους γείτονές του, ενόσω παίζει τυχοδιωκτικά με παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις. Οι -σύντομοι- πόλεμοι δεν είναι απίθανα ενδεχόμενα πλέον αλλά απολύτως υπαρκτά και εν μέρει αποδεκτά.
Η ηγεσία Ερντογάν και οι δυνάμεις που συντάσσονται μαζί του δεν εξευμενίζονται από την προοπτική ένταξης στην ΕΕ, όχι μόνο γιατί η πλήρης ένταξη είναι απίθανη αλλά επιπλέον γιατί η ΕΕ ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά αποτελεί τον “ομφαλό της γης”. Ο (ευρώ-) ασιατισμός φαντάζει πιο δελεαστικός. Μόνο στη συνείδηση παρηκμασμένων πολιτικών και οικονομικών ελίτ- όπως της χώρας μας- η όποια συζήτηση ξεκινάει και τελειώνει στο πλαίσιο της ΕΕ ή του Ευρώ.
Το ΝΑΤΟ είναι σημαντικό για την Τουρκία αλλά εν μέρει μόνο δεσμευτικό - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Ερντογάν επιδιώκει τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ.
Η ελληνική πολιτική ελίτ αντιθέτως ούτε μαθαίνει, ούτε “διαβάζει” τις εξελίξεις, ούτε ενδιαφέρεται.
Η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν έχουν παρά κούφιες, διπλωματικές ανακοινώσεις να προσφέρουν στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ενίοτε δε, ούτε αυτό. Οι δηλώσεις περί πλοίου, που αγοράστηκε με χρήματα Ευρωπαίων φορολογουμένων είναι σχεδόν προσβλητικές για την Ελλάδα.
Οι ΗΠΑ αν εμπλακούν σε Ελληνό- Τουρκική διένεξη θα το κάνουν για να νομιμοποιήσουν τετελεσμένα επί του εδάφους. Αν μπορούν να “αδειάσουν” το βασικό σύμμαχό τους στη Συρία, με τον οποίο επιδιώκουν να δημιουργήσουν “σφήνα” στα πλευρά της Ρωσίας και του Ιράν, θα το κάνουν και με την Ελλάδα. Είναι δε, αστείο να θεωρεί κανείς ότι το Ισραήλ θα υπερασπιστεί τη χώρα μας.
Απέναντι σε αυτά τα ενδεχόμενα, οι ελληνικές αντιδράσεις εκπέμπουν προσπάθεια κατευνασμού, αδυναμία και εμμονική προσήλωση στο αδιέξοδο. Ανακοινώσεις περί κακής γνώσης γεωγραφίας γελοιοποιούν το ελληνικό Υπ. Εξ. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες του Έλληνα πρωθυπουργού, που δεν επανά- βεβαιώνουν τις ελληνικές θέσεις συνεχίζουν το κακό προηγούμενο της επίσκεψης Ερντογάν.
Μακριά από ανόητους και καταστροφικούς εθνικισμούς, η Ελλάδα χρειάζεται ενίσχυση των δικών της δυνατοτήτων και άλλη εξωτερική πολιτική. Η ελληνική ιστορία βρίθει τραγωδιών που προέκυψαν όποτε η Ελλάδα κατέστη ο “χρήσιμος ηλίθιος” ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.