Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Ρέτσος, εν όψει της κατ′ εξοχήν τουριστικής σεζόν που ξεκινά για την Ελλάδα, παρουσιάζει τα δυνατά αλλά και τα τρωτά σημεία του ελληνικού τουρισμού.
Κατά γενική ομολογία ο ελληνικός τουρισμός αποτελεί βραχίωνα και μοχλό ανάπτυξης της χώρας μας, κάτι που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τα προηγούμενα χρόνια. Κι αυτό, διότι η ανέλιξή του, ειδικά από το 2013 και μετά, ήταν τόσο εντυπωσιακή, ίσως και μη αναμενόμενη, με αποτέλεσμα τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, αλλά και της πολιτείας, να μην ήταν άμεσα. Το αποτέλεσμα είναι, ότι η εκρηκτική αύξηση του ελληνικού τουρισμού δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση των υποδομών της χώρας, η πολιτεία θεσμοθετεί με αργά βήματα, η τοπική αυτοδιοίκηση δείχνει σαν να ξαφνιάζεται, ενώ δεν έχει καλλιεργηθεί ακόμα τουριστική συνείδηση και στους πολίτες της χώρας. Κι όμως, ο ελληνικός τουρισμός, που είναι αλήθεια ότι δεν κατανέμεται ισόρροπα σε όλη τη χώρα, αλλά συρρικνώνεται κυρίως στις 5 από τις 13 περιφέρειες, που συγκεντρώνουν πάνω από το 90% των ετήσιων τουριστικών εσόδων, είναι αυτός που δίνει μεγάλες ελπίδες για το αύριο, σε επίπεδο θέσεων εργασίας και εν γένει ανάπτυξης του τόπου.
Στον αθλητισμό λένε, ότι είναι πιο εύκολο να φθάσεις ψηλά από το να κρατηθείς εκεί, στην κορυφή. Και σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Γιάννη Ρέτσο, “ο ελληνικός τουρισμός έχει μπει σε κατάσταση ωριμότητας μέσα στην κρίση με πάνω από 30 εκατ. τουρίστες και επιπλέον σχεδόν 3 εκατ. από την κρουαζιέρα. Ωστόσο, το θέμα είναι πως θα διαχειριστούμε αυτή την κατάσταση, την πραγματικότητα.”
Εκεί, ακριβώς, έγκειται όλη η ουσία για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού τουρισμού, διότι “αυτή τη στιγμή είμαστε στη φάση της ευφορίας. Είμαστε προορισμός που οι ξένοι θέλουν να έρθουν. Η Ελλάδα σκοράρει ψηλά. Φέτος, ειδικά το πώς θα διαχειριστούμε τη χρονιά θα είναι κρίσιμο για τη συνέχεια,” επισημαίνει ο Γιάννης Ρέτσος, τονίζοντας ότι “από το 2013 μέχρι σήμερα ο ελληνικός τουρισμός έκανε σημαντικά βήματα, υπήρξαν μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν και έγιναν, σημαντική εξωστρέφεια, συνεργασία πολιτείας ιδιωτικού τομέα, κοινωνική ειρήνη με τους εργαζόμενους και κοινοί στόχοι, θεσμική θωράκιση του ΣΕΤΕ. Ομως, το μεγάλο ζητούμενο δεν είναι πως θα γίνουν περισσότεροι οι τουρίστες, αλλά πόσο ικανοποιηένοι θα είναι αυτοί που έρχονται.”
Εν όψει, λοιπόν, της νέας τουριστικής περιόδου, κατά την οποία θα υποδεχθούμε και πάλι έναν πολύ μεγάλο αριθμό τουριστών, και μετά από 6 χρονιές με επαναλαμβανόμενες επιτυχίες, και με δεδομένο ότι η ταξιδιωτική εμπειρία δεν αφορά μόνο τη διαμονή, αλλά συνολικά τον προορισμό, το Α και το Ω είναι η διαχείριση των προορισμών. Στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΕΤΕ, ήρθαν πόλεις όπως το Αμστερνταμ και η Κοπεγχάγη, πρωτοπόρες σε καθαριότητα, καλαισθησία και υποδομές, δείχνοντας το πώς μπορεί μια πόλη να διαχειριστεί την κατάσταση.
Τώρα, στην Ελλάδα, που ο τουρισμός είναι συγκεντρωμένος το τετράμηνο Ιούνιος – Σεπτέμβριος, δημιουργούνται προβλήματα στους μεγάλους προορισμούς. “Θέλουμε να πετύχουμε τη συνεργασία, δήμων, πολιτείας, εταιρειών και εργαζομένων. Χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας από όλους μας. Πρέπει να δούμε ποιοι θέλουν τον τουρισμό, με απόφαση των τοπικών κοινωνιών και να υποστηρίξουν αυτήν τη απόφαση. Εχουμε και το θέμα των αυτοδιοικητικών εκλογών που συμπίπτει με την έναρξη της τουριστικής περιόδου. Είναι κρίσιμο να τεθούν ζητήματα. Ο κίνδυνος είναι ότι αν αλλάξουν οι διοικήσεις στους δήμους, θα υπάρξει κενό μέχρι τον Σεπτέμβριο που θα αναλάβουν κι αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Χρειάζεται να έχουμε συνέχεια και πρέπει να τοποθετηθούν όλοι οι υποψήφιοι απέναντι στον τουρισμό,” τονίζει ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
Το μείζον ζήτημα για τον ελληνικό τουρισμό, είναι οι υποδομές, σε διάφορους τομείς. Για παράδειγμα, να υπάρχει άμεσα επάρκεια σε ηλεκτρικό και νερό, διότι υπήρξαν προβλήματα. “Εχουμε δει να κόβεται νερό σε κατοίκους, συγκεκριμένες ώρες και να δίνεται νερό σε ξενοδοχεία. Αυτό θα δημιουργήσει εχθρικές καταστάσεις,” ανέφερε ο Γιάννης Ρέτσος επισημαίνοντας ότι παλαιότερα οι υποδομές ίσως να αρκούσαν για τους κατοίκους, τώρα όμως που πολλαπλασιάστηκαν με τους τουρίστες δεν επαρκούν.
Εξίσου μείζον ζήτημα, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ, αλλά και κατά γενική ομολογία, είναι η καθαριότητα και ο καλλωπισμός των χώρων. Για παράδειγμα το θέμα ης Κέρκυρας είναι μια κλασική περίπτωση πως η ευθύνη διαχέεται σε όλους. “Ο πολίτης δεν θέλει να επιβαρυνθεί, όταν υπάρχουν και λύσεις, όπως στην περίπτωση της Περιφέρειας Ηπείρου. Η δημοτική αρχή δεν φροντίζει να γίνεται σωστά η αποκομιδή. Η περιφέρεια αργεί στις εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων. Η κυβέρνηση αργεί να απορροφήσει κονδύλια. Αυτό κάποια στιγμή πρέπει να μπει σε σειρά. Πέρυσι τη «γλιτώσαμε», όμως αυτό δεν πρέπει να συνεχιστεί,” ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο ΣΕΤΕ έχει κάνει μελέτη και για την ανακύκλωση, με ψηλά στην ατζέντα την κατάργηση του πλαστικού και εν γένει των συσκευασιών μιας χρήσης. Ο τουρισμός μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέμα αυτό.
Οσον αφορά το οδικό δίκτυο, οι αυτοκινητόδρομοι μπορεί να ολοκληρώθηκαν, ωστόσο υπάρχει ζήτημα με τους επαρχιακούς δρόμους και τους δρόμους στα νησιά, που είναι σε κακή κατάσταση και επικίνδυνοι, όπως στην Κρήτη για παράδειγμα και χρειάζεται να γίνουν παρεμβάσεις ακόμα και στην κυκλοφορία.
Ιεραρχώντας τα ζητήματα ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, έδωσε προτεραιότητα και στους συνοριακούς σταθμούς, διότι από εκεί περνά το ένα τρίτο των τουριστών μας, περίπου 10 εκατ. Και η κατάσταση στον Εβρο, στην ελληνική πλευρά, σε σχέση με την τουρκική, είναι άσχημα τόσο σε κτιριακή υποδομή, όσο και στη διαχείριση της κυκλοφορίας.
Ο Γιάννης Ρέτσος έθεσε και το θέμα με τις λιμενικές υποδομές, που δεν είναι σε καλή κατάσταση ούτε σε θέματα ασφαλείας και δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις για τόσο μεγάλο αριθμό τουριστών. Μάλιστα, έφερε ως παράδειγμα την αποκρατικοποίηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, που αλλάζει την κατάσταση σταδιακά στα αεροδρόμια αυτά, επισημαίνοντας ότι πρέπει να συμβεί το ίδιο και με τα υπόλοιπα αεροδρόμια.
Εξάλλου, για την ασφάλεια και την αστυνόμευση, που δεν αφορά μόνο την Αθήνα, αλλά όλη τη χώρα, η Ελλάδα διεθνώς έχει την εικόνα του ασφαλή προορισμού και δεν πρέπει να ακυρώνεται από άσχημα περιστατικά.
Εξίσου σημαντικό θέμα είναι και οι υποδομές υγείας, οι οποίες καλά καλά δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τους κατοίκους των προορισμών και υφίστανται καταπόνηση κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, με το διπλασιασμό ή και τριπλασιασμό εκείνων που έχουν ανάγκη περίθαλψη.
Για το θέμα της υπερφορολόγησης, που σύμφωνα με τον Γιάννη Ρέτσι, στερεί ανταγωνιστικότητας τη χώρα, “θα χρειαστεί αν κάνουμε χειρουργικές επεμβάσεις για να διατηρηθούμε. Πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Προτείνουμε να έχουμε στον ΦΠΑ αποκλιμάκωση 12-18 μήνες, σε διαμονή, εστίαση, ναυτιλία. Είμαστε 8 μονάδες πάνω από τους ανταγωνιστές μας,” αναφέρει, επισημαίνοντας ότι “άμεση προτεραιότητα είναι η κατάργηση του φόρου διαμονής. Η πραγματικότητα είναι ότι από 74 εκατ. εγγραφή στον προϋπολογισμό, το 2018, εισπράχθησαν 140 εκατ. Προτείναμε στο Υπουργείο Οικονομικών, αφού έχει εισπραχθεί το πρώτο τρίμηνο, να αφεθεί χωρίς φόρο τα τρίμηνα Απρίλιος – Ιούνιος και Οκτώβριος - Δεκέμβριος. Είναι ευκαιρία να φανεί ότι βλέπουμε στρατηγικά τον τουρισμό.”
Αναφορά έκανε και στους εργαζόμενους στον τουρισμό, λέγοντας ότι “θέλουμε ρυθμισμένες καταστάσεις εργασίας. Εφαρμόζονται καθολικά συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Θεωρούμε ότι η συναίνεση στην υποχρεωτικότητα έχει δημιουργήσει συνθήκες διαπραγμάτευσης με τους εργαζόμενους που θα λύσει ζητήματα στο μέλλον. Ο υποκατώτατος μισθός ήταν και ρατσιστικός. Πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη για είσοδο στην εργασία του τουρισμού, ανεξαρτήτως ηλικίας. Να υπάρξει μισθός εισαγωγής στην εργασία.”
Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ είπε και κάτι επίσης σημαντικό, ότι δεν πρέπει να χάσουμε έσοδα. Αν χαθεί μισό δισ. ευρώ, για τον τουρισμό μπορεί να μην είναι τίποτα, αλλά θα είναι το 0,6% στο 2% της ανάπτυξης το 2019. Ετσι, τα προβλήματα θα πολλαπλασιαστούν.
Καταλήγοντας, για το θέμα των βραχυχρόνιων μισθώσεων, πρότεινε να φορολογηθεί στην πηγή, στην κράτηση, όπως γίνεται στο εξωτερικό, ώστε να ελέγχεται, να υπάρχουν έσοδα στο δημόσιο, να προβλεφθούν θέματα υγιεινής και ασφάλειας και να υπάρξει διαχωρισμός τουριστικής δραστηριότητας και αστικής μίσθωσης.
Ο ελληνικός τουρισμός χρειάζεται δημόσιες επενδύσεις, τουλάχιστον μισό δισ. ευρώ το χρόνο, ώστε να αποφύγουμε τον κίνδυνο να πέσουμε τουριστικά. Πρέπει ο τουρισμός να παραμείνει στις 3-4 δραστηριότητες της χώρας και όπως είπε ο Γιάννης Ρέτσος, “από εμάς εξαρτάται να μην χύσουμε την καρδάρα...”