Καθώς οι επιθέσεις ακτιβιστών για το κλίμα σε έργα τέχνης δεν δείχνουν σημάδια υποχώρησης, οι διευθυντές μουσείων σε όλη την Ευρώπη καλούνται να λύσουν έναν δύσκολο γρίφο. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, κανένα από τα έργα που έχουν γίνει στόχος δεν έχει υποστεί μόνιμη, ανεπανόρθωτη ζημιά, αλλά πολλοί φοβούνται -δικαίως- ότι ένα ατύχημα ή μια κλιμάκωση των επιθέσεων, θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή ενός αριστουργήματος.
Για τον Αυστριακό ιστορικό Τέχνης, Χανς-Πέτερ Βίπλινγκερ, διευθυντή του Μουσείου Leopold της Βιέννης, οι τελευταίες εβδομάδες ήταν ιδιαιτέρως απαιτητικές. Βλέποντας ότι οι οικολόγοι ακτιβιστές πολλαπλασιάζουν τις επιθέσεις, ο Βίπλινγκερ έλαβε μέτρα για την προστασία της ιστορικής συλλογής του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, διάσημους πίνακες των Γκούσταφ Κλιμτ και Έγκον Σίλε.
Τσάντες, σακίδια, παλτό, μπουφάν απαγορεύτηκαν, οι επισκέπτες τα παραδίδουν κατά την είσοδο, ενώ το Μουσείο προσέλαβε επιπλέον προσωπικό φύλαξης, το οποίο «περιπολεί» συνεχώς τους πέντε ορόφους του.
Ωστόσο, τα μέτρα δεν λειτούργησαν. Πριν από δέκα ημέρες, μέλη της ομάδας Last Generation μπήκαν στο Μουσείο -επιλέγοντας την ημέρα που η είσοδος ήταν ελεύθερη χάρη στη χορηγία μιας εταιρείας πετρελαίου- και πέταξαν μαύρο υγρό σε ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Κλιμτ, το «Death and Life». Το υγρό πέρασε στο μουσείο κρυφά ένας από τους ακτιβιστές, με ένα μπουκάλι νερό το οποίο είχε δέσει με μονωτική ταινία στο στήθος του, όπως εξήγησε ο Βίπλινγκερ.
«Αν ξεκινήσουμε διαδικασίες, όπως η σωματική έρευνα, η ιδέα του τι είναι ένα μουσείο, πεθαίνει»
Το έργο που προστατεύεται από γυαλί, δεν υπέστη ζημιά και ο διευθυντής λέει ότι η ασφάλεια του Μουσείου θα μπορούσε να προλάβει την επίθεση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι επισκέπτες υποβάλλονταν σε σωματική έρευνα, «όπως στο αεροδρόμιο», προσθέτοντας όμως, ότι δεν ήθελε καν να σκεφτεί αυτήν την προοπτική. «Αν ξεκινήσουμε τέτοιες διαδικασίες, η όλη ιδέα του τι είναι ένα μουσείο, πεθαίνει. Το μουσείο είναι ένας χώρος που πρέπει να είναι πάντα ανοιχτός στο κοινό», αντίληψη που δεν μπορεί να αλλάξει, πρόσθεσε ο Βίπλινγκερ στους The New York Times.
Οι «δράσεις» που ξεκίνησαν στη Βρετανία τον περασμένο Ιούνιο, καταγράφουν άνοδο, όχι μόνο ως προς τη συχνότητα αλλά και ως προς την τόλμη. Στην αρχή οι ακτιβιστές κολλούσαν τα χέρια τους στις κορνίζες διάσημων έργων, αλλά από τη στιγμή που τα πλάνα με την επίθεση στα «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκογκ -με σούπα ντομάτας- διαδόθηκαν σαν αστραπή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον περασμένο μήνα, οι επιθέσεις διαφοροποιήθηκαν και οι ακτιβιστές άρχισαν να περιλούζουν τα έργα με μπιζελόσουπα, πουρέ πατάτας, ακόμη και αλεύρι.
Όλοι οι πίνακες που μπήκαν στο στόχαστρο προστατεύονταν από γυαλί και οι επιθέσεις δεν άγγιξαν την επιφάνεια τους. Ωστόσο, την περασμένη Παρασκευή, ακτιβιστές στο Παρίσι έριξαν πορτοκαλί μπογιά σε ένα ασημένιο γλυπτό του Αμερικανού καλλιτέχνη Τσαρλς Ρέι, το οποίο βρίσκεται στην είσοδο του Μουσείου Bourse de Commerce -εκπρόσωπος του οποίου δήλωσε ότι το γλυπτό καθαρίστηκε μέσα σε λίγες ώρες.
«Αν κάποιος θέλει να επιτεθεί σε ένα έργο τέχνης, θα βρει τρόπο»
Πριν από δύο εβδομάδες, περισσότεροι από 90 επικεφαλής μουσείων από όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων η Λοράνς ντε Κάρ, διευθύντρια του Λούβρου και ο Γκλεν Λάουρι, διευθυντής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, υπέγραψαν κοινή δήλωση προειδοποιώντας ότι οι πρόσφατες επιθέσεις σε έργα τέχνης που βρίσκονται σε μουσεία από ακτιβιστές θέτουν αριστουργήματα σε κίνδυνο. Όπως αναφέρεται στην ανοιχτή επιστολή, οι ακτιβιστές «υποτιμούν σοβαρά την ευθραυστότητα αυτών των αναντικατάστατων αντικειμένων».
Ωστόσο, λίγα είναι τα μουσεία που έχουν λάβει αποφασιστικά μέτρα για την προστασία των συλλογών τους. Το Εθνικό Μουσείο της Νορβηγίας και το Μουσείο Barberini στο Πότσδαμ της Γερμανίας, έχουν απαγορεύσει στους επισκέπτες -όπως και το Μουσείο Leopold- να εισέρχονται στους εκθεσιακούς χώρους με τις τσάντες και τα μπουφάν τους.
Όμως, σε μουσεία του Λονδίνου, όπως η National Gallery, η Tate Britain, η Tate Modern και το Βρετανικό Μουσείο, οι επισκέπτες μπαίνουν με τις αποσκευές τους και παρότι το προσωπικό διενεργεί έλεγχο κατά την είσοδο, η διαδικασία γίνεται συχνά βιαστικά και πρόχειρα. Την περασμένη Παρασκευή, για παράδειγμα, στην Tate Britain, το προσωπικό ασφαλείας άφησε να περάσουν αρκετοί επισκέπτες χωρίς να γίνει έλεγχος στα backpack τους. Ο διευθυντής του Μουσείου Leopold, λέει ότι ούτως ή άλλως, ο έλεγχος στις τσάντες δεν μπορεί να πετύχει πολλά, καθώς αντικείμενα όπως σωληνάρια κόλλας είναι εύκολο να κρυφτούν. «Αν κάποιος θέλει να επιτεθεί σε ένα έργο τέχνης, θα βρει τρόπο».
Προστατευτικό γυαλί: Υψηλό κόστος, μόνο για πίνακες, αλλά όχι για έργα σύγχρονης τέχνης
Κι ενώ πολλά μουσεία διστάζουν να αναλάβουν δράση, υπάρχουν πολιτικοί που το νέο φαινόμενο δείχνει να τους απασχολεί. Την περασμένη Κυριακή, ο Τζενάρο Σαντζουλιάνο, υπουργός Πολιτισμού της Ιταλίας, ανακοίνωσε ότι το υπουργείο του εξετάζει τις πρωτοβουλίες που θα μπορούσε να αναλάβει, όπως μεταξύ άλλων την οδηγία στα μουσεία της χώρας να προστατευθούν όλοι οι πίνακες πίσω από γυαλί. Ένα τέτοιο πρόγραμμα όμως, θα είχε υψηλό κόστος, πρόσθεσε, κόστος που θα είχε συνέπεια την αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Όπως λέει ο Χανς-Πέτερ Βίπλινγκερ, το Μουσείο Leopold έχει μεριμνήσει εδώ και δεκαετίες να προστατεύσει έργα πίσω από γυαλί, αλλά δεν είναι μία διαδικασία που μπορεί να γίνει άμεσα για κάθε κομμάτι της συλλογής που παραμένει χωρίς προστασία.
Επιπλέον, το μη ανακλαστικό γυαλί είναι δαπανηρό. Το κόστος για έναν πίνακα μετρίου μεγέθους -διαστάσεων περίπου 1Χ1 μ.- αγγίζει τα 1.000 δολάρια. Ο Ρόμπερτ Ριντ, υπεύθυνος έργων τέχνης στην ασφαλιστική εταιρεία Hiscox, είπε από την πλευρά του ότι συμβούλευσε τα μουσεία που είναι πελάτες της ασφαλιστικής να προστατεύσουν όσο το δυνατόν περισσότερα έργα πίσω από γυαλί. Όμως, ένα installation, μία εγκατάσταση σύγχρονης τέχνης, δεν μπορεί να προστατευθεί πίσω από γυαλί.
Η συγκλονιστική Γκερνίκα του Πικάσο πίσω από γυαλί;
Πέρα από το κόστος, το γυαλί μπορεί να είναι ένα εμπόδιο στην επικοινωνία ενός έργου με το κοινό -εμπόδιο κόντρα στο πνεύμα του ίδιου του έργου. Η Μαμπέλ Τάπια, αναπληρώτρια καλλιτεχνική διευθύντρια του Μουσείου Reina Sofia στη Μαδρίτη, δήλωσε ότι δεν θα επέτρεπε ποτέ το κορυφαίο έργο της συλλογής, το αντιπολεμικό αριστούργημα του Πικάσο του 1937 «Guernica», να εκτεθεί πίσω από γυαλί.
Ήταν «σύμβολο της ελευθερίας και του αγώνα κατά του φασισμού». Όπως είπε, φρόντισε πρόσφατα να γίνει αναδιάταξη του προσωπικού ασφαλείας, με σημείο αναφοράς τα έργα υψηλού προφίλ - κάτι που συνήθως συμβαίνει όταν γίνονται διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες -αλλά η αίσθηση της είναι ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο.
«Το μόνο μέτρο που θα έκανε πραγματικά τη διαφορά είναι να κλείσουμε το μουσείο και δεν πρόκειται να το κάνουμε. Τα μουσεία είναι μέρη στα οποία οι άνθρωποι συναντώνται για να σκεφτούν σημαντικά ζητήματα. Πρέπει να τα κρατήσουμε ανοιχτά», πρόσθεσε.
Θέλουμε να «σοκάρουμε τον κόσμο» ώστε να αναλάβει δράση για την κλιματική αλλαγή
Στο δημοσίευμα των The New York Times φιλοξενείται και η άλλη πλευρά. Ο 30χρονος Φλόριαν Βάγκνερ, μέλος της Last Generation που πέταξε το μαύρο μείγμα στον πίνακα του Κλιμτ στο Μουσείο Leopold, δήλωσε τηλεφωνικά ότι γνώριζε προτού κάνει τη διαμαρτυρία ότι το έργο προστατεύεται από γυαλί και ότι έκανε πρόβα πέντε φορές στο σπίτι του τη «δράση», ενώ ήταν πεπεισμένος ότι δεν θα αλλοιώσει τον πίνακα.
«Δεν προσπαθούμε να καταστρέψουμε όμορφα έργα τέχνης», αλλά να «σοκάρουμε τον κόσμο» ώστε να αναλάβει δράση για την κλιματική αλλαγή. Και μπορεί να δηλώνει ότι ο ίδιος δεν σκοπεύει να λάβει μέρος σε άλλες τέτοιου τύπου διαμαρτυρίες, όμως είναι σίγουρος ότι θα συνεχίσουν άλλοι ακτιβιστές τόσο στην Αυστρία όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Θα σταματήσουν, πρόσθεσε, μόνο όταν οι κυβερνήσεις «αναλάβουν δράση για αυτήν την κρίση».
Με πληροφορίες από The New York Times