«Οι Φόνοι της Κίσσας»: Το μπεστ σέλερ murder mystery του Άντονι Χόροβιτς σε επανέκδοση

«Ένα μεγαλοφυές μυθιστόρημα μέσα στο ίδιο το μυθιστόρημα». Η HuffPost δημοσιεύει απόσπασμα. Στα βιβλιοπωλεία στις 5 Φεβρουαρίου.
Wirestock via Getty Images

Όταν εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ η υπεύθυνη έκδοσης Σούζαν Ράιλαντ άρχιζε να διαβάζει το χειρόγραφο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, με πρωταγωνιστή τον ντετέκτιβ Άττικους Πυντ, δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι θα έπρεπε η ίδια να γράψει το τέλος.

Ο συγγραφέας Άλαν Κόνγουεϊ ήταν το μεγαλύτερο όνομα στον εκδοτικό οίκο και όλοι στηρίζονταν στην επιτυχία του νέου βιβλίου του.

Η ένατη υπόθεση του διάσημου ντετέκτιβ - ήρωα του, αφορούσε τον ύποπτο θάνατο μιας οικονόμου και τον φόνο του μεγαλοκτηματία εργοδότη της σε μια βρετανική επαρχιακή πόλη, το 1955.

Καθώς πλησίαζε όμως στον επίλογο, η Σούζαν διαπίστωσε ότι έλειπαν οι τελευταίες σελίδες.

Τι νόημα είχε να διαβάσει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που δεν αποκάλυπτε τη λύση του μυστηρίου;, αναρωτήθηκε και πέταξε το χειρόγραφο στην άκρη.

Η απάντηση ήρθε από τη φωνή του ραδιοφώνου. Ο συγγραφέας του βιβλίου είχε βρεθεί νεκρός. Το χειρόγραφο σημείωμα αυτοκτονίας βρισκόταν ήδη επάνω στο γραφείο του εκδότη της, Τσαρλς Κλόβερ.

Από εκείνη τη στιγμή η Σούζαν ήξερε ότι από αναγνώστρια θα γινόταν ντετέκτιβ.

“Ένα μεγαλοφυές μυθιστόρημα μέσα στο ίδιο το μυθιστόρημα… Η αστυνομική λογοτεχνία του Horowitz «παίζει» με το έγκλημα και ταυτόχρονα μιμείται με εξαιρετική σοβαρότητα τους κλασικούς του είδους.The Sunday Times”

«Οι Φόνοι της Κίσσας» (2016), το δημοφιλές αστυνομικό μυθιστόρημα του Anthony Horowitz επανακυκλοφορεί σε συλλεκτική έκδοση με σκληρόδετο εξώφυλλο και έξτρα υλικό που περιλαμβάνει συνέντευξη του συγγραφέα και βιβλιοκριτικές (εκδόσεις Διόπτρα, μετάφραση Χριστιάννα Σακελλαροπούλου).

To μπεστ σέλερ -στα βιβλιοπωλεία 5 Φεβρουαρίου- μεταφέρθηκε με επιτυχία στη μικρή οθόνη -ο πρώτος κύκλος της σειράς με τους Τιμ ΜακΜάλαν, Λέσλι Μάνβιλ είναι διαθέσιμος στο Ertflix.

Η HuffPost δημοσιεύει απόσπασμα από την νέα έκδοση:

Σε ένα εστιατόριο στην άλλη πλευρά του Λονδίνου, η Φράνσις Πάι έριξε μια πεταχτή ματιά στο μενού και παρήγγειλε σαρδέλες στη σχάρα, σαλάτα κι ένα ποτήρι λευκό κρασί. Το ρεστοράν της Καρλότα ήταν ένα από κείνα τα ιταλικά οικογενειακά εστιατόρια πίσω από το Χάροντς. Ο διευθυντής του ήταν παντρεμένος με τη σεφ και στους σερβιτόρους συγκαταλέγονταν ένας γιος κι ένας ανιψιός. Η παραγγελία δόθηκε, οι κατάλογοι απομακρύνθηκαν. Η Φράνσις άναψε τσιγάρο κι έγειρε πίσω στην καρέκλα της.

«Έπρεπε να τον παρατήσεις», είπε ο συνδαιτυμόνας της.

Ο Τζακ Ντάρτφορντ, πέντε χρόνια μικρότερός της, ήταν ένας κάπως σκοτεινά όμορφος άντρας με μουστάκι κι αβίαστο χαμόγελο, ντυμένος με σταυρωτό μπλέιζερ και γραβάτα. Την κοίταζε ανήσυχα. Από την πρώτη τους συνάντηση κιόλας είχε προσέξει κάτι τεταμένο πάνω της. Ως και ο τρόπος που καθόταν τώρα φαινόταν νευρικός, αμυντικός, με το ένα χέρι να χαϊδεύει τον πήχη του άλλου. Δεν είχε βγάλει τα γυαλιά ηλίου. Αναρωτήθηκε αν έκρυβαν ένα μαυρισμένο μάτι.

«Θα με σκότωνε», αποκρίθηκε. Χαμογέλασε μ’ έναν παράξενο τρόπο. «Για την ακρίβεια, προσπάθησε όντως να με σκοτώσει κατά κάποιον τρόπο, μετά τον τελευταίο μας καβγά».

«Δεν σοβαρολογείς!»

«Μην ανησυχείς, Τζακ, δεν με χτύπησε. Ήταν όλο κούφιες απειλές. Ξέρει ότι κάτι τρέχει. Όλα αυτά τα τηλεφωνήματα, οι μέρες απουσίας στο Λονδίνο, τα γράμματα… Σου είπα να μη μου γράφεις».

«Τα διαβάζει;»

«Όχι. Αλλά δεν είναι χαζός. Και μιλάει στον ταχυδρόμο. Κάθε φορά που λαμβάνω χειρόγραφη επιστολή από το Λονδίνο, πιθανότατα ενημερώνεται. Τέλος πάντων, βγήκαν όλα στη φόρα στη διάρκεια του δείπνου χτες το βράδυ. Λίγο πολύ με κατηγόρησε ότι βλέπω άλλον».

«Δεν του μίλησες για μένα!»

«Φοβάσαι ότι θα σε κυνηγήσει με κανένα καμτσίκι; Ικανό τον έχω. Όμως όχι, Τζακ, δεν του είπα τίποτα για σένα».

«Σε χτύπησε;»

«Όχι». Έβγαλε τα γυαλιά της. Φαινόταν κουρασμένη, αλλά δεν υπήρχαν μώλωπες στα μάτια της. «Ήταν απλώς δυσάρεστο. Τα πάντα είναι δυσάρεστα όταν εμπλέκεται ο Μάγκνους».

«Γιατί δεν τον αφήνεις;»

«Επειδή δεν έχω χρήματα. Πρέπει να καταλάβεις ότι ο Μάγκνους έχει μια εκδικητική φλέβα που συναγωνίζεται σε μέγεθος τη Διώρυγα του Παναμά. Αν επιχειρούσα να τον παρατήσω, θα μάζευε ολόκληρη στρατιά από δικηγόρους. Θα φρόντιζε να φύγω από το Πάι Χολ χωρίς τίποτα άλλο από τα ρούχα που φορούσα».

«Έχω εγώ χρήματα».

«Δεν το νομίζω, αγάπη μου. Σίγουρα όχι αρκετά».

Ήταν αλήθεια. Ο Ντάρτφορντ δούλευε στη χρηματαγορά, πράγμα που ουσιαστικά σήμαινε πως δεν δούλευε καθόλου. Έπαιζε. Έκανε επενδύσεις. Μάλιστα, τελευταία είχε μια σειρά από απανωτές ατυχίες, οπότε ήλπιζε ολόψυχα ότι η Φράνσις Πάι δεν φανταζόταν πόσο κοντά στη χρεοκοπία βρισκόταν. Δεν είχε τη δυνατότητα να την παντρευτεί. Δεν είχε καν τη δυνατότητα να κλεφτεί μαζί της. Έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, μετά βίας είχε τη δυνατότητα να πληρώσει τον λογαριασμό του εστιατορίου.

«Πώς ήταν στη νότια Γαλλία;» τη ρώτησε αλλάζοντας θέμα. Εκεί είχαν γνωριστεί, παίζοντας τένις.

«Βαρετά. Θα περνούσα πολύ καλύτερα αν ήσουν εσύ εκεί».

«Είμαι σίγουρος. Έπαιξες καθόλου τένις;»

«Όχι ιδιαίτερα. Να σου πω την αλήθεια, χάρηκα όταν φύγαμε. Λάβαμε ένα γράμμα στα μισά της εβδομάδας. Μια γυναίκα στο Πάι Χολ μπερδεύτηκε σ’ ένα καλώδιο, γκρεμίστηκε στη σκάλα και τσάκισε τον λαιμό της».

«Θεέ μου! Ήταν εκεί ο Φρέντι;»

«Όχι. Έμενε με φίλους του κάτω στο Χέιστινγκς. Ακόμα εκεί είναι, για την ακρίβεια. Δεν φαίνεται να ανυπομονεί να γυρίσει στο σπίτι».

«Δεν τον κατηγορώ. Ποια ήταν αυτή;»

«Η οικονόμος, Μαίρη Μπλάκιστον την έλεγαν. Ήταν για χρόνια στη δούλεψή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί αντικαταστάτρια. Όμως δεν τελειώνει εδώ το κακό. Όταν τελικά γυρίσαμε το περασμένο Σάββατο, ανακαλύψαμε ότι έγινε διάρρηξη στο σπίτι».

«Όχι!»

«Άκου που σου λέω. Το λάθος ήταν του επιστάτη – τουλάχιστον αυτό πιστεύει η αστυνομία. Έσπασε ένα τζάμι στο πίσω μέρος του σπιτιού. Έπρεπε να το κάνει, για να μπει μέσα με τη γιατρό».

«Ποιος χρειαζόταν γιατρό;»

«Συγκεντρώσου, Τζακ. Ήταν για τη γυναίκα που σκοτώθηκε. Ο Μπρεντ, ο επιστάτης, την είδε από το παράθυρο πεσμένη εκεί. Κάλεσε τη γιατρό, κι οι δυο τους παραβίασαν μια πίσω πόρτα για να μπουν στο σπίτι και να δουν αν μπορούσαν να βοηθήσουν. Ε, προφανώς ήταν πολύ αργά γι’ αυτό. Μετά όμως, εκείνος άφησε την πόρτα με σπασμένο το τζάμι. Δεν μπήκε στον κόπο να την ασφαλίσει με σανίδες. Ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση σε διαρρήκτες, οι οποίοι βεβαίως άρπαξαν την ευκαιρία».

«Χάσατε πολλά;»

«Εγώ προσωπικά όχι. Ο Μάγκνους φυλάει τα περισσότερα τιμαλφή του σε χρηματοκιβώτιο, το οποίο δεν μπόρεσαν να παραβιάσουν. Αλλά λεηλάτησαν τα πάντα. Έκαναν μερικές ζημιές. Άνοιξαν διάπλατα συρτάρια και σκόρπισαν το περιεχόμενο

– ξέρεις, τα συνηθισμένα. Χρειάστηκε ολόκληρη η Κυριακή και η χτεσινή μέρα για να μπει μια τάξη». Άπλωσε το χέρι της που κρατούσε το τσιγάρο κι ο Ντάρτφορντ έσπευσε να της φέρει το σταχτοδοχείο κοντά. «Είχα αφήσει μερικά κοσμήματα δίπλα στο κρεβάτι, αυτά όντως έκαναν φτερά. Σε κάνει να νιώθεις άβολα όταν ξέρεις ότι μπήκαν άγνωστοι στην κρεβατοκάμαρά σου».

«Το φαντάζομαι».

«Και ο Μάγκνους έχασε τον πατρογονικό θησαυρό του. Δεν χάρηκε καθόλου γι’ αυτό».

«Τι ήταν;»

«Ρωμαϊκά κειμήλια, κυρίως ασημικά. Ανήκαν στην οικογένεια από τότε που βρέθηκαν στη γη τους. Ο θησαυρός προερχόταν από κάποιου είδους ταφικό μνημείο. Περιλάμβανε δαχτυλίδια, περιβραχιόνια, μερικά διακοσμητικά κουτιά, νομίσματα. Τα είχαμε σε μια βιτρίνα στην τραπεζαρία. Δεν τα είχε ασφαλίσει ποτέ, φυσικά, παρότι σίγουρα άξιζαν μια ολόκληρη περιουσία. Ε, είναι κάπως αργά για δάκρυα πια…»

«Βρήκε τίποτα η αστυνομία;»

«Σιγά μην έβρισκε. Ήρθε ένας τύπος από το Μπαθ. Οσμίστηκε τις γωνιές δεξιά κι αριστερά, σπατάλησε μπόλικη σκόνη δακτυλικών αποτυπωμάτων, έκανε αδιάκριτες ερωτήσεις κι έγινε καπνός. Πέρα για πέρα άχρηστος».

Ο σερβιτόρος κατέφθασε μ’ ένα ποτήρι κρασί. Ο Ντάρτφορντ έπινε Campari με σόδα. Παρήγγειλε και δεύτερο. «Κρίμα που δεν ήταν ο Μάγκνους», παρατήρησε όταν έμειναν πάλι μόνοι.

«Τι θες να πεις;»

«Λέω για την κυρία που έπεσε από τις σκάλες. Κρίμα που δεν ήταν αυτός».

«Είναι απαίσιο αυτό που λες».

«Λέω απλώς αυτό που σκέφτεσαι, αγάπη μου. Σε ξέρω αρκετά καλά. Θα κληρονομούσες τα πάντα, υποθέτω, αν ο Μάγκνους τίναζε τα πέταλα».

Η Φράνσις φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου της κοιτάζοντας τον σύντροφό της με μια παράξενη έκφραση. «Στην πραγματικότητα, το σπίτι και όλη η ακίνητη περιουσία περιέρχεται στον Φρέντι. Υπάρχει ένας ειδικός όρος σχετικά με το κτήμα. Ισχύει εδώ και γενιές».

«Αλλά εσύ θα ήσουν εντάξει».

«Ω, ναι. Και βέβαια, θα είχα ισόβια μερίδιο στα έσοδα του Πάι Χολ, ωστόσο δεν θα μπορούσα να το πουλήσω. Άδικα το συζητάμε, όμως. Ο Μάγκνους χαίρει άκρας υγείας, ειδικά για την ηλικία του».

«Ναι, Φράνσις. Αλλά σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι… Ένα καλώδιο τεντωμένο στο κεφαλόσκαλο. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Ίσως εκείνοι οι διαρρήκτες ξαναγύριζαν να τον ξεκάνουν».

«Δεν μιλάς σοβαρά!»

«Μια σκέψη κάνω».

Η Φράνσις Πάι έμεινε σιωπηλή. Δεν ήταν κουβέντα αυτή που έπιασαν, πόσο μάλλον σ’ ένα γεμάτο εστιατόριο. Αλλά έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Τζακ είχε δίκιο. Η ζωή χωρίς τον Μάγκνους θα ήταν σημαντικά απλούστερη και απείρως καλύτερη. Κρίμα που ο κεραυνός δεν πέφτει ποτέ στο ίδιο μέρος.

Από την άλλη μεριά όμως, ποιος μπορεί να το αποκλείσει;

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Anthony Horowitz έχει γράψει περισσότερα από σαράντα βιβλία, και είναι συγγραφέας και δημιουργός μεταξύ άλλων, των επιτυχημένων αστυνομικών σειρών Foyle’s War, Midsomer Murders και Collision.

Το 2011, το ίδρυμα Arthur Conan Doyle ανέθεσε στον συγγραφέα να γράψει τα μυθιστορήματα The House of Silk (2011) και Moriarty (2014), με ήρωα τον Σέρλοκ Χολμς, τα οποία έγιναν μπεστ σέλερ. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορoύν τα μυθιστορήματα Η Λέξη Είναι Φόνος, Η Ποινή είναι Θάνατος, Ο Θάνατος του 007 και Παγωμένη Σκανδάλη.

Δημοφιλή