Ακούμε και διαβάζουμε συνεχώς για τον εθισμό των ανηλίκων στο διαδίκτυο και για την επίβλεψη που απαιτείται να υπάρχει από τους γονείς. Είναι βέβαιο ότι χρειάζεται γονική επίβλεψη, αλλά έχω την αίσθηση ότι από μόνη της δεν αρκεί. Γιατί αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο σαν κάτι που αφορά μόνο τις προβληματικές νέες γενιές, ενώ στην πραγματικότητα έχει άμεση συνάρτηση και με τη συμπεριφορά των ενηλίκων.
Θα φέρω ένα σχετικό παράδειγμα, την ανάρτηση των φωτογραφιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν το σημερινό παιδί μπει στην εφηβεία θα δεχτεί πολλές συμβουλές και παραινέσεις από γονείς, δασκάλους και ειδικούς, ώστε να μην εκθέτει τον εαυτό του με φωτογραφίες στο διαδίκτυο ή να μην αφήνει άλλους να το φωτογραφίσουν με κίνδυνο να το εκθέσουν εκείνοι. Αυτό που δεν συνειδητοποιούμε όμως είναι ότι αυτά τα παιδιά έχουν μεγαλώσει με ένα κινητό που τα φωτογραφίζει ανά πάσα στιγμή στο πλαίσιο της οικογένειας και των διάφορων εκπαιδευτικών πλαισίων. Είναι κάτι εντελώς αυτονόητο για αυτά ότι κάποιος ενήλικος μπορεί να τα φωτογραφίσει οπουδήποτε και πολλές φορές χωρίς να ζητήσει την άδειά τους. Θα είναι δύσκολο, λοιπόν, να μπορούν να αντισταθούν, όταν το κάνει ένας ερωτικός σύντροφος ή ένας φίλος.
Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν εξισώνουμε εδώ μια οικογενειακή φωτογραφία ή μια φωτογραφία από μια εκπαιδευτική δράση με τη χρήση φωτογραφιών που μπορεί να γίνει διεστραμμένα. Είναι σημαντικό όμως να κατανοήσουμε ότι ο εθισμός των ανηλίκων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι παρά το καθρέφτισμα μιας κοινωνίας ενηλίκων που είναι βουτηγμένοι και οι ίδιοι στον εθισμό αυτόν. Είναι όπως τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι γονείς και οι καθηγητές έλεγαν αυστηρά στους εφήβους ότι δεν πρέπει να καπνίζουν στρίβοντας τσιγάρο ή φυσώντας καπνό στο πρόσωπό τους.
Σε μια ομιλία σε γονείς, όταν μιλούσαμε για αυτό το θέμα, έκανα πρόσφατα την εξής ερώτηση:
«Φανταστείτε ότι συνειδητοποιείτε αυτή τη στιγμή ότι έχετε ξεχάσει στο σπίτι το κινητό σας. Πώς νιώθετε;». Έκπληκτοι άρχισαν να περιγράφουν ότι θα ένιωθαν έντονο άγχος, ίσως και πανικό ακόμη και αν ήξεραν ότι κανείς δεν θα τους χρειαζόταν για κάποιο σοβαρό λόγο. Οι έφηβοι βιώνουν αυτό το κατακλυσμικό σύνδρομο στέρησης που βιώνουμε κι εμείς, όταν δεν έχουμε επαφή με το κινητό μας. Γιατί είμαστε όλοι εθισμένοι, ή σχεδόν όλοι.
Οι ανήλικοι είναι συχνά εθισμένοι και στα βιντεοπαιχνίδια, κάτι που προκαλεί εκνευρισμό, απελπισία και αίσθηση αβοηθησίας στους γονείς. Εδώ να πούμε πως τα βιντεοπαιχνίδια είναι μια ευρεία έννοια, που μπορεί να περιλαμβάνει από εκμάθηση ξένων γλωσσών μέχρι τις πιο βίαιες και αντικοινωνικές εικόνες. Λίγοι γονείς γνωρίζουν πως στα βιντεοπαιχνίδια υπάρχει μια ένδειξη, για παράδειγμα «18+» που σαφέστατα δηλώνει πως το περιεχόμενό τους είναι ακατάλληλο για ανηλίκους ή αν το γνωρίζουν δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία.
Πριν λίγα χρόνια βρισκόμουν σε μια παιδική χαρά σε κάποιο νησί και άκουσα έκπληκτη δύο εφτάχρονα κοριτσάκια να συζητούν, χωρίς να είναι οι γονείς τους μπροστά, με ενθουσιασμό για τη Γκράνι. H Γκράνι είναι η ηρωίδα ενός βιντεοπαιχνιδιού για ενήλικες, από αυτά της κατηγορίας horror. Είναι μια δολοφονική, αποτρόπαια ηλικιωμένη που όμως αιχμαλώτισε τα τελευταία χρόνια τη φαντασία πολύ μικρών παιδιών, ακόμη και των πρώτων τάξεων του δημοτικού, και τα συνεπήρε. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και με τον Χάγκι Γουάγκι, το κουκλάκι του οποίου κρεμόταν μέχρι και στα περίπτερα. Δεν ξέρω αν όσοι τον αγόρασαν ήξεραν ότι ήταν ήρωας ενός βιντεοπαιχνιδιού τρόμου. Στο παιχνίδι αυτό ο παίκτης καταδιώκεται από στοιχειωμένα παιχνίδια σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο που απειλούν να τον δολοφονήσουν. Δεν θα το έλεγε κανείς κατάλληλο για πεντάχρονα. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα σημερινά παιδιά να εθίζονται έτσι στον τρόμο;
Μία υποψία μου είναι ότι έχουμε στερήσει από τα παιδιά τη δυνατότητά να διαχειρίζονται αρχέγονα άγχη, όπως αυτά του αποχωρισμού, της εγκατάλειψης, της ασθένειας και του θανάτου έχοντας καταργήσει τα λαϊκά παραμύθια. Αυτά όμως επί εκατοντάδες χρόνια έδιναν τη δυνατότητα στα παιδιά να προβάλλουν τον θυμό τους ή τον φόβο τους σε μορφές, όπως αυτή της κακιάς μάγισσας, του δράκου ή της κακιάς μητριάς. Τα παιδιά έχουν και επιθετικότητα και φαντασιώσεις. Στην ωραιοποιημένη κοινωνία που προσπαθούμε να προωθήσουμε όμως όλα είναι πολύ καθώς πρέπει και αποστειρωμένα.
Συχνά οι γονείς πιστεύουν πως τα παιδιά θα τραυματιστούν ψυχικά, αν ακούσουν μια ιστορία όπου κάποιος, π.χ. πεθαίνει. Οι απορίες, οι φαντασιώσεις τους, τα άγχη των παιδιών για τα θέματα αυτά ίσως βρίσκουν διέξοδο στην κουλτούρα του τρόμου, μόνο που σε αντίθεση με τα παραμύθια που έχουν ευτυχές τέλος και επικράτηση του καλού, αυτά δεν δομούν τη σκέψη τους, ούτε προσφέρουν ελπίδα και δίδαγμα.
Εν κατακλείδι, εμείς οι ειδικοί ψυχικής υγείας ίσως χρειάζεται να δίνουμε λιγότερες συμβουλές και οδηγίες, αφού αυτές έχουν δοθεί ξανά και ξανά χωρίς αποτέλεσμα και αντίθετα να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη σκέψη των σημερινών παιδιών και των εφήβων και τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν τον χαοτικό, διασπαστικό μας κόσμο. Και ως γονείς δεν αρκεί απλώς το να απαγορεύουμε ή να επιτηρούμε. Πρέπει να παλεύουμε για μια καλή επικοινωνία με τα παιδιά μας. Και το σημαντικότερο, να παλεύουμε για να είμαστε εμείς πρώτα αυτό που τους ζητάμε να γίνουν.