Ιστορίες πίσω από το Μουσείο Γαΐτη - Σίμωσι στην Ίο

Η κόρη των δύο καλλιτεχνών, Λορέττα Γαΐτη, ο στενός του φίλος Δημήτρης Αληθεινός και ο ντόπιος Αντώνης Μέττος μοιράζονται τις αναμνήσεις τους. «Αυτός ήταν ο Γιάννης Γαΐτης. Μια ζέστη καρδιά για όλους…».
Η Λορέττα Γαΐτη ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες γονείς της, Γαβριέλλα Σίμωσι και Γιάννη Γαΐτη στο ατελιέ τους, στην 76 rue de Sevres στο Παρίσι, γύρω στο 1965.
Η Λορέττα Γαΐτη ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες γονείς της, Γαβριέλλα Σίμωσι και Γιάννη Γαΐτη στο ατελιέ τους, στην 76 rue de Sevres στο Παρίσι, γύρω στο 1965.
Αρχείο μουσείου Γαιτη -Σίμωσι

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, εκείνος ήταν πάντα με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Χαιρετούσε όποιον έβρισκε στο διάβα του, συχνά με χειραψία κι έπιανε εγκάρδιες κουβέντες με τους ντόπιους. Εκείνη όποτε χαμογελούσε είχε το χαμόγελο της Τζοκόντα. Ήταν λιγομίλητη και είχε τον δικό της κλειστό κύκλο. Δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες που η τέχνη τους έκανε να ερωτευθούν παράφορα. Έρωτας που εξελίχθηκε σε βαθιά αγάπη και εκτίμηση για ό,τι πρέσβευε ο καθένας.

Ο ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης Γιάννης Γαΐτης, γνωστός για τα ανθρωπάκια του και η γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωσι, γνωστή για το έργο «Πουλιά» που βρίσκεται στην πλατεία Καραϊσκάκη… Κάποια στιγμή, όταν η μονάκριβη κόρη τους Λορέττα ήταν στην εφηβεία χώρισαν. Ζούσαν τότε στο Παρίσι. Εκείνος έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκείνη έμεινε με την κόρη της στην Γαλλία.

Δεν τους εγκατέλειψε. Έστελνε συνέχεια όσα κέρδιζε από την τέχνη του κι όποτε μπορούσε ταξίδευε στο Παρίσι για να τις δει. Ο Γιάννης Γαΐτης και η Γαβριέλλα Σίμωσι παρέμεναν δεμένοι με έναν δικό τους τρόπο. Ο ένας στεκόταν αντικριστά από τον άλλον, έδιναν συμβουλές, κατανοούσαν τις ανησυχίες και χαιρόντουσαν με τις επιτυχίες τους. Χώρια και μαζί, δίπλα και αντικριστά. Έτσι ακριβώς χτίστηκε και το μουσείο στο νησί της Ίου όπου στεγάζει τα έργα τους. Δύο κτίρια δίπλα - δίπλα με αντικριστές εισόδους. Το ένα συμπληρωματικό του άλλου μα και παράλληλα αυτόνομο.

Το Μουσείο Γαΐτη - Σίμωσι, κτισμένο σε έναν λόφο στη θέση Τσουκαλαριά, κοντά στην Χώρα της Ίου, έχει την ωραιότερη θέση στο νησί. Η πανοραμική του θέα βλέπει σε κοντινή απόσταση τα ολόλευκα σπίτια των ντόπιων και σε μακρινή το Αιγαίο με τα νησιά Σίκινο, Πάρο και Νάξο.

Ένα πραγματικό στολίδι που εγκαινιάστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, έπειτα από είκοσι επτά σχεδόν χρόνια από τη σύλληψη της ιδέας του. Η κόρη τους, Λορέττα Γαΐτη, αρχιτέκτονας με ειδίκευση στα μουσεία και στο στήσιμο εκθέσεων, ήταν εκείνη που μαζί με τον συνεργάτη της Ζακ Σαρά σχεδίασε το μουσείο.

Γιατί στο νησί της Ίου; Κανένας από τους δύο καλλιτέχνες δεν καταγόταν από εκεί, είχαν όμως αναπτύξει δυνατούς δεσμούς με το νησί. Ο Γιάννης Γαΐτης όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά μαζί με τον στενό του φίλο Ζαν Μαρί Ντρο την Ίο, έκαναν συμφωνία να ριζώσουν σε αυτό το βραχώδες έδαφος. Έτσι κι έγινε. Έφτιαξαν τα σπίτια τους εκεί και ρίζωσαν…

Το καλλιτεχνικό ζευγάρι περνούσε τα καλοκαίρια του στην Ίο.
Το καλλιτεχνικό ζευγάρι περνούσε τα καλοκαίρια του στην Ίο.
Αρχείο μουσείου Γαιτη -Σίμωσι

Η Λορέττα Γαΐτη θυμάται…

Για τον πατέρα της

Θυμάμαι πολύ έντονα ένα περιστατικό από την παιδική μου ηλικία. Βρισκόμασταν στο Παρίσι και πήγαινα σε γαλλικό σχολείο. Δεν γνώριζα καλά τη γλώσσα και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού ήμουν πολύ κακή μαθήτρια. Έπαιρνα συνέχεια μηδενικά. Έβλεπα ότι οι γονείς μου ήταν δοσμένοι, ο καθένας στην τέχνη του και δεν ήθελα να τους ενοχλήσω για να με βοηθήσουν στα μαθήματα. Κάποια στιγμή φτάνει ο έλεγχος φορτωμένος μηδενικά. Έπρεπε να υπογράψει ένας από τους γονείς μου. Αποφάσισα να υπογράψω μόνη μου και να τον επιστρέψω στη δασκάλα, αλλά το χέρι μου φυσικά έτρεμε κι έκανα μια ακαθόριστη υπογραφή που πίστευα ότι θύμιζε αυτή του πατέρα μου.

Την επόμενη ημέρα η δασκάλα -που φυσικά κατάλαβε ποιος είχε υπογράψει- ζήτησε να δει τους γονείς μου. Όταν τους εξήγησε τον λόγο που τους κάλεσε, η μητέρα μου στεκόταν ντροπιασμένη και με σκυμμένο το κεφάλι. Αντιθέτως, ο πατέρας μου με σήκωσε ψηλά στα χέρια σαν να είχα πάρει το βραβείο καλύτερου μαθητή και μου φώναξε «Μπράβο παιδί μου! Εσύ είσαι γνήσια κόρη μου! Κι εγώ τα ίδια έκανα στο σχολείο και χειρότερα. Έβαζα υπογραφές και για τα άλλα παιδιά!». Η αντίδραση του αυτή, ο τρόπος που επικρότησε τη σκανταλιά μου, με έκανε να αλλάξω τελείως και να αποκτήσω αυτοπεποίθηση. Σκεφτόμουν ότι για να τα έχει κάνει αυτά ο πατέρας μου, που είναι τόσο σπουδαίος, έχω κι εγώ ελπίδα. Άρχισα να γίνομαι καλύτερη μαθήτρια και στις επόμενες τάξεις έκανα και τους δύο περήφανους. Πιστεύω βαθιά ότι αν ο πατέρας μου είχε αντιδράσει εκείνη την ημέρα διαφορετικά, δεν θα ήμουν αυτή που είμαι σήμερα.

Η είσοδος του μουσείου στην πτέρυγα που φιλοξενεί τα έργα του Γαίτη.
Η είσοδος του μουσείου στην πτέρυγα που φιλοξενεί τα έργα του Γαίτη.
Ιφιγένεια Πλευράκη

Όταν χώρισαν οι γονείς μου αισθανόμουν πολύ την έλλειψη του πατέρα μου. Μου έλειπε η ανάσα του, η μυρωδιά του, το δέρμα του, η δυνατή αγκαλιά που μου έδειχνε την αγάπη του. Βέβαια ήταν πάντα κοντά μας όσο μπορούσε. Ερχόταν συχνά στο Παρίσι για να μας δει, μας νοιαζόταν και μας έστελνε χρήματα. Εκείνος ζούσε ασκητικά σε ένα σπίτι δύο δωματίων. Στο ένα κοιμόταν και στο άλλο ζωγράφιζε. Χρήματα έπιασε στα χέρια του όταν ήταν πενήντα χρονών. Πέθανε στα εξήντα ένα του. Ένας αγώνας μια ζωή για ζήσει λίγο καλύτερα την τελευταία δεκαετία της ζωής του.

Για τη μητέρα της

Η μητέρα μου, ήταν ένας άνθρωπος που είχε όρια. Δεν της άρεσαν οι φωνές και ο θόρυβος. Μια μέρα βρισκόμουν μαζί της στο εργαστήριο. Μπήκαν κάποιες πελάτισσες μέσα και άρχισαν να μιλούν δυνατά, σχολιάζοντας τα έργα. Πέρασε λίγη ώρα κι εκείνες συνέχιζαν. Κάποια στιγμή η μητέρα μου τις πλησιάζει και τους λέει «Περάστε παρακαλώ», δείχνοντάς τους την πόρτα. Εκείνες έφυγαν κι εγώ τρομαγμένη είπα στη μητέρα μου, «Μαμά τι έκανες; Γιατί τις έδιωξες; Τώρα; Τι θα φάμε;» κι εκείνη μου απάντησε «Λορέττα μου, μην ανησυχείς, θα φάμε πατάτες.» Η μητέρα μου, αν και εξαιρετική γλύπτρια, δεν ήταν τόσο αναγνωρίσιμη στην Ελλάδα όσο ο πατέρας μου. Γι αυτό κι εγώ έχτισα αυτόν τον ναό για να γίνουν γνωστά τα έργα της.

Έργο της γλύπτριας Γαβριέλλας Σίμωσι
Έργο της γλύπτριας Γαβριέλλας Σίμωσι
Ιφιγένεια Πλευράκη

Ο ζωγράφος και φίλος, Δημήτρης Αληθεινός θυμάται…

Ήμουν ένας νεαρός καλλιτέχνης που δεν αισθανόμουν σίγουρος για τα έργα μου. Μια μέρα έμαθα ότι θα έδινε ομιλία ο Γιάννης Γαΐτης. Πήγα κι εγώ να τον δω με την ελπίδα να καταφέρω να του μιλήσω. Είχε μαζευτεί κόσμος που του έκανε ερωτήσεις και υπομονετικά περίμενα τη σειρά μου. Όταν τέλειωσαν όλοι, τον πλησίασα και του είπα, «Κε Γαΐτη, θα ήθελα αν μπορούσατε να δείτε τη δουλειά μου και να μου πείτε τη γνώμη σας.» Εκείνος μου απάντησε, «Δώσε μου τη διεύθυνση σου και θα έρθω αύριο το πρωί στις 10:00» Δεν ήμουν προετοιμασμένος γι΄ αυτή την απάντηση. Περίμενα ότι θα μου έλεγε σε κανένα μήνα ή τρίμηνο. Εργαζόμουν τότε και σε άλλη δουλειά και έπρεπε στις 10:00 το πρωί να ανοίξω ένα μαγαζί. Του εξήγησα την κατάσταση και μου είπε. «Τότε θα έρθω στις 8:00». Πράγματι ήρθε και μια μεγάλη φιλία ξεκίνησε. Με παρότρυνε να ετοιμάσω την πρώτη μου έκθεση και με ενθάρρυνε για τη δουλειά μου. Τέτοιος άνθρωπος ήταν. Στήριζε τους νέους καλλιτέχνες και τους έδινε δύναμη να συνεχίσουν.

Θυμάμαι μια μέρα που ήταν πολύ λυπημένος γιατί ένας κριτικός τέχνης είχε σχολιάσει ότι ο Γαΐτης φτιάχνει συνέχεια τα ανθρωπάκια του. Του είπα ότι δεν πρέπει να τον απασχολούν τέτοια σχόλια κι εκείνος μου απάντησε «Δημήτρη, εγώ δημιουργώ ανθρωπάκια γιατί θέλω για κάθε άνθρωπο να φτιάχνω έναν φίλο.»

Είχε πολύ έννοια την πρώην γυναίκα του, την Γαβριέλλα και την κόρη του τη Λορέττα. Έφτιαχνε συνέχεια έργα και τα πωλούσε για να τις συντηρεί. Θυμάμαι ότι όταν η αδερφή του μάζευε στο σπίτι τις φίλες της, πήγαινε κι εκείνος με μικρά πινακάκια, ζωγράφιζε μπροστά τους τα μυρμηγκάκια και τους τα πωλούσε. Τα έφτιαχνε καταπληκτικά. Μικρά έργα τέχνης.

Τα παραταγμένα στη σειρά ανθρωπάκια του Γιάννη Γαίτη.
Τα παραταγμένα στη σειρά ανθρωπάκια του Γιάννη Γαίτη.
Ιφιγένεια Πλευράκη

Ο ντόπιος Νιώτης, κ. Αντώνης Μέττος θυμάται…

Ήταν η χαρά της ζωής. Πάντα χαμογελαστός και ευχάριστος με όλους. Όλοι τον αγαπούσαν στο νησί. Δεν δημιουργούσε φασαρίες, ούτε είχε τσακωθεί ποτέ με κανέναν.

Θυμάμαι πολύ έντονα μια ιστορία. Είχαμε εδώ στο νησί έναν νεαρό πολύ φτωχό. Γυρνούσε κάθε μέρα με μια παλιά κάμερα κρεμασμένη στο λαιμό του κι έκανε τον φωτογράφο. Ξέραμε όμως ότι η κάμερα δεν είχε ούτε φιλμ μέσα. Που να βρει τα χρήματα για να πάρει το φιλμ. Ο Γιάννης Γαΐτης σύχναζε για φαγητό με φίλους του σε μια ταβέρνα του νησιού. Παράγγελναν πολλά πιάτα και πάντα περίσσευαν κάποια φαγητά. Το είχε πάρει χαμπάρι ο νεαρός και περίμενε πότε θα τελειώσουν το γεύμα να φύγουν για να πάει να μαζέψει τα περισσεύματα πριν έρθει ο ταβερνιάρης και καθαρίσει το τραπέζι. Καθόταν σε μια κολόνα κοντά στην ταβέρνα και παραμόνευε. Κάποια μέρα τον πήρε χαμπάρι ο Γαΐτης. Ρωτάει τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας για ποιο λόγο στέκεται εκεί ο νεαρός. Κι εκείνος του απάντησε, «Κύριε Γαΐτη, κάθε φορά περιμένει πότε θα τελειώσετε για να πάρει τα υπολείμματα των φαγητών». Μόλις το έμαθε αυτό ο Γαίτης του είπε, «Αυτό το παιδί όποτε έρχεται εδώ θέλω να κάθεται σε τραπέζι. Να του δίνεις ό,τι θέλει για φαγητό και το πιάτο του θα το βάζεις στον δικό μου λογαριασμό». Αυτός ήταν ο Γιάννης Γαΐτης. Μια ζέστη καρδιά για όλους…

Δημοφιλή