Από την στιγμή που ξεκινά το πρόγραμμα το οποίο παρουσιάζει ο Στέφανος Κορκολής στη μουσική σκηνή «Σφίγγα» όλες τις Παρασκευές του Νοεμβρίου, δηλαδή μέχρι και τις 29 του μήνα, είναι φανερά δύο πράγματα, πρώτον ότι το ετοίμασε και το υλοποιεί με πάρα πολύ κέφι και δεύτερον ότι είναι αληθινά πολύ διαφορετικό από όλα τα ανάλογα προγράμματα σχεδόν οποιονδήποτε άλλων των τελευταίων ετών. Του έχει δώσει τον τίτλο «Μουσικές Ιστορίες» και ως τέτοιες εννοεί βέβαια τραγούδια και αφηγήσεις που σχετίζονται με αυτά. Τραγούδια από τις προσωπικές δισκογραφικές εργασίες του, τραγούδια που έγραψε, μεμονωμένα ή ως τμήματα ολόκληρων δίσκων, για ουκ ολίγους/ες γνωστούς/ές ερμηνευτές/ιες, τραγούδια άλλων τα οποία ενορχήστρωσε για την ηχογράφηση τους και κάποια τραγούδια που απλά έπαιξε σε αυτά ως πιανίστας.
Εκτός όμως από τις «μουσικές ιστορίες» στις οποίες ήταν κεντρικός χαρακτήρας ή έστω συμμετείχε υπάρχουν και πολλές, ισάριθμες σχεδόν, «μουσικές ιστορίες» που άκουσε, αγάπησε, συγκινήθηκε, ακόμα και διδάχθηκε από αυτές, δηλαδή πολύ απλά τραγούδια άλλων που η μόνη του σχέση μαζί τους ήταν ως ακροατής. Κάτι άλλο που επίσης γίνεται ολοφάνερο από την αρχή αυτών των εμφανίσεων του είναι ότι ο Στέφανος Κορκολής όχι μόνον είναι εξαίρετος μουσικός αλλά και αγαπά ειλικρινά και με πάθος την μουσική, πράγμα που, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, δεν είναι καθόλου δεδομένο για αρκετούς/ές, άξιους/ες κατά τα άλλα, ομοτέχνους του στην χώρα μας. Με βάση λοιπόν αυτή την αγάπη του για την μουσική, άλλων και φυσικά και την δική του, έφτιαξε ένα εξαιρετικά εξωστρεφές πρόγραμμα, σαφέστατα με σκοπό την διασκέδαση του ακροατηρίου αλλά με πολύ καλές, συχνά και ευφυείς, επιλογές τραγουδιών, υψηλότατης αισθητικής, έμπλεο ήθους και - πραγματικής και όχι υποκριτικής που επί της ουσίας θρέφει τον ναρκισσισμό όποιου/ας την επιδεικνύει – σεμνότητας και το οποίο, δίχως ούτε στιγμή να ξεχνά ή να χάνει τον στόχο του, την διασκέδαση, σε κάποιες στιγμές περνά και στην σφαίρα της ψυχαγωγίας.
Ενα πρόγραμμα εξαιρετικά γενναιόδωρο, τόσο προς το κοινό που ακούει πάρα πολλά αγαπημένα τραγούδια του όσο και ίσως ακόμα περισσότερο προς τους ομοτέχνους του. Προσωπικά δεν θυμάμαι να έχω παρακολουθήσει άλλη φορά παράσταση ενός όχι μόνον επιτυχημένου αλλά και αρκούντως παραγωγικού δημιουργού τραγουδιών η οποία, μαζί με την μεγάλη πλειοψηφία των δικών του, να περιλαμβάνει τόσα πολλά άλλων. Ειδικά μάλιστα όταν δεν πρόκειται για «δεδομένες» πλέον επιλογές όπως Θεοδωράκης (οι δίσκοι και οι συναυλίες με τραγούδια του οποίου άλλωστε αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα των δραστηριοτήτων του Σ. Κορκολή τα τελευταία χρόνια) και Χατζιδάκις αλλά για τραγούδια σχεδόν όλων των σημαντικών συγχρόνων του όταν ξεκινούσε, της ποπ/ροκ σκηνής της δεκαετίας του ’80 δηλαδή, μερικά από αυτά μάλιστα ξεχασμένα πια από το ευρύ κοινό («Φιλαράκι» της Σοφίας Βόσσου, για παράδειγμα) και επιλεγμένα όχι μόνο με γούστο αλλά και με σωστό ένστικτο, για παράδειγμα το υπέροχο «Να Με Προσέχεις» του Νίκου Πορτοκάλογλου αντί για άλλα, πολύ γνωστότερα, ακόμα και «χιτ» του κάποτε ηγέτη των Φατμέ και πάντα θαυμάσιου τραγουδοποιού. Δεν έμεινε όμως μόνο στους/στις ομοειδείς του, ακούστηκαν επίσης ολόκληρα ή σε αποσπάσματα τραγούδια του Μανώλη Χιώτη, «ελαφρά» της δεκαετίας του ’50 κ. ά. ενώ, συγκινημένος ακόμα όπως είπε από τον θάνατο του Γιάννη Σπανού που είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα, προτίμησε να μην συμπεριλάβει κανένα τραγούδι του σπουδαίου δημιουργού. Αντί για αυτό όμως έπαιξε, παράδοξα για πρώτη φορά όπως είπε με εύθυμη διάθεση, μερικά τραγούδια του θείου του – όσο και αν δεν είναι τόσο γνωστό! – Μίμη Πλέσσα.
Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στον ελλαδικό χώρο, βγήκε και εκτός συνόρων με γαλλικά, ισπανικά και βέβαια αγγλικά τραγούδια, με μιαν ιδιαίτερη προτίμηση στο παλαιό, «κλασικό» rock όπως η μπαλάντα των Kansas «Dust In The Wind». Για εμένα την παράσταση έκλεψε η εκτέλεση του «School» των Supertramp, δομημένη σοφά πάνω στο εκπληκτικό σόλο στο πιάνο του Roger Hodgson (και με το φωνητικό μέρος που ακολουθεί παιγμένο επίσης από αυτό) και, ακόμα περισσότερο ίσως, το «Hotel California» των Eagles, όταν ένα τραγούδι με τρεις ηλεκτρικές κιθάρες – στην στούντιο ηχογράφηση πιθανόν και περισσότερες – παίχτηκε άψογα μόνο με μία και με όλα τα υπόλοιπα να τα αναλαμβάνει το πιάνο ενός αληθινού βιρτουόζου του οργάνου.
Τις αρτιότατες εκτελέσεις όλων των τραγουδιών, δικών του και άλλων, συνόδευε ένα ολιγομελές αλλά εξαίρετο και άκρως αποτελεσματικό σχήμα, ο κιθαρίστας Κωστής Πυρένης ο οποίος επίσης έκανε φωνητικά και ενίοτε αναλάμβανε ρόλο τραγουδιστή (!) όπως στο «Unchain My Heart» του Joe Cocker, ο σαξοφωνίστας/φλαουτίστας (και «ατύπως» βοηθώντας επίσης στα keyboards, τα κρουστά και τα φωνητικά) Βασίλης Δεφίγγος και η Ρόλη Γιαμοπούλου, εκ των καλυτέρων νέων ντράμερ ανεξαρτήτως φύλου που εντυπωσίασε και ως...ερμηνεύτρια στο «I Will Survive» της αείμνηστης Gloria Gaynor το οποίο επιπλέον έχει και ένα εξαιρετικά απαιτητικό μέρος στα ντραμς! Μαζί φυσικά με την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του ιδίου στο πιάνο είναι ένα σύνολο ικανό και επαρκέστατο σχεδόν για τα πάντα.
Η αληθινή «κρυφή δύναμη» όμως σε αυτή την περίπτωση ονομάζεται Σοφία Μανουσάκη, η ερμηνεύτρια που είναι η μόνιμη συνεργάτιδα του Σ, Κορκολή, δισκογραφικά και συναυλιακά, τα τελευταία αρκετά χρόνια. Καλές νέες γυναικείες – και ανδρικές φυσικά – φωνές στην Ελλάδα έχουμε πολλές και αρκετές από αυτές είναι και ιδιαίτερα ευέλικτες ανάμεσα σε ιδιώματα, τεχνοτροπίες και στιλ, όσον αφορά στο εντός μα και εκτός Ελλάδας τραγούδι, αν γνωρίζουν καλά μια ή περισσότερες ξένες γλώσσες. Η Σοφία Μανουσάκη όμως, πέραν από το μεγάλο ταλέντο το οποίο αναμφίβολα διαθέτει, κατορθώνει να προσαρμόζεται σε τόσα πολλά διαφορετικά μεταξύ τους τραγούδια και να τα υπηρετεί αψεγάδιαστα διατηρώντας όμως πάντα το διακριτό προσωπικό της ύφος και αυτό ελάχιστοι/ες το καταφέρνουν. Αν προσθέσουμε και το ότι, παρά την γενικά σεμνή και πολύ σοβαρή παρουσία της, διαθέτει πολύ κέφι πάνω στη σκηνή και ανταποκρίνεται απόλυτα (και) στις απαιτήσεις ενός αμιγώς ψυχαγωγικού προγράμματος είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μιαν πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ερμηνεύτριας η οποία αξίζει και πρέπει να αναδειχθεί περισσότερο, ίσως και με ένα προσωπικό πλέον album με τραγούδια που θα γράψει ειδικά για εκείνη ο μέντορας της που ήταν και εκείνος ο οποίος την ανακάλυψε.
Δίπλα της ο ίδιος ο Στέφανος Κορκολής δεν κυριαρχεί (καθώς δεν το επιθυμεί...) αλλά σίγουρα «συμπρωταγωνιστεί» επί σκηνής, όχι μόνο παίζοντας πιάνο και διευθύνοντας με τον πλέον λιτό τρόπο τους μουσικούς στις – κάθε άλλο παρά προβλέψιμες, αξίζει να σημειωθεί - ενορχήστρωσες του αλλά και την συνοδεύει φωνητικά σχεδόν διαρκώς ενώ συχνά αναλαμβάνει και κεντρικό ερμηνευτικό ρόλο. Ασυνήθιστα, άκρως θα έλεγα, επικοινωνιακός, ακόμα και θεατρικός, όχι μόνο στις πρόζες ανάμεσα στα τραγούδια αλλά και κατά την διάρκεια τους, σεμνός, δίχως ίχνος «σταριλικιού» και με άφθονο χιούμορ που πολλές φορές γίνεται απολαυστικός αυτοσαρκασμός χωρίς όμως ποτέ να καταλήγει πικρός κυνισμός. Αποτελεί πλέον μια μοναδική ίσως για τα σημερινά δεδομένα της χώρας μας περίπτωση δημιουργού/«showman», με ευγένεια, κομψότητα έκφρασης και τίποτα το φανταχτερό που κάπως ανάλογη της μπορώ να σκεφτώ μόνο τον αείμνηστο εξαίρετου Αμερικανό τραγουδοποιό – και επίσης πιανίστα - Randy Newman, με την πολύ βασική διαφορά ότι ο τελευταίος ερμήνευε ο ίδιος τα τραγούδια του, στη σκηνή και όχι μόνον. Σχετικά με αυτό μια φράση του Σ. Κορκολή πριν ερμηνεύσει μερικά δικά του τραγούδια, ότι «θα τα τραγουδήσω έτσι ακριβώς όπως τα λέω στον/στην ερμηνευτή/ια που θα τα τραγουδήσει», πριν όντως το κάνει με φωνή πολύ πιο χαμηλή από ό,τι πριν και συνήθως, σήμαινε πολλά. Για εμένα αυτό ήταν μια έμμεση, ίσως και υποσυνείδητη, παραδοχή ότι έχω δίκαιο στην μία και μοναδική ένσταση μου στην πολύχρονη διαδρομή του, ως προς την σύντομη τελικά – και βέβαια υπερεπιτυχημένη – περίοδο στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 κατά την οποία ήταν ένας αληθινός ποπ σούπερσταρ στην χώρα μας. Ο λόγος είναι ακριβώς ότι ερμήνευε ο ίδιος τα τραγούδια του καθώς πιστεύω ότι διαθέτει μιαν απλά σωστή αλλά όχι ξεχωριστή φωνή και γενικότερα, αν και η ερμηνεία του ήταν βέβαια ευπρεπέστατη, αυτή του τραγουδιστή είναι η μόνη μουσική ιδιότητα η οποία δεν του ταιριάζει και τοσο.
Περισσότερο και από την αγάπη του για την μουσική όμως άλλος είναι ο παράγοντας που κάνει αυτό το πρόγραμμα του τόσο καλαίσθητο αλλά και επιτυχημένο ως προς τις προθέσεις του. Η φράση «η μουσική είναι μία» μπορεί να διαβαστεί με διαφορετικούς τρόπους. Ο συνήθης είναι ότι όλα τα ιδιώματα είναι ουσιαστικά ένα άρα δεν υπάρχει λόγος να τα διαχωρίζουμε, ούτε καν να τους δίνουμε ονόματα και καταλήγει σε σχεδόν γελοία στην απλότητα τους συμπεράσματα όπως ότι «το ρεμπέτικο είναι το ελληνικό blues». Κάποιος με πριν από όλα τόσο στέρεα μουσική παιδεία όσο ο Στέφανος Κορκολής δεν θα μπορούσε φυσικά ποτέ να πιστεύει κάτι τόσο εξωφρενικά αφελές και εντέλει ανυπόστατο. Αντ’ αυτού διαβάζει την προαναφερθείσα φράση με τον μόνο σωστό τρόπο, ότι κοινά είναι μόνο τα συναισθήματα, η συγκίνηση, οι σκέψεις και η διάθεση για επικοινωνία, αν όχι προσέγγιση, με το ακροατήριο, σε όλα διαχρονικά τα τραγούδια και οργανικά έργα αξιώσεων και έτσι προσεγγίζει την μουσική. Εστιάζει δηλαδή στην ουσία της, τόσο στο συγκεκριμένο πρόγραμμα όσο και συνολικά στο πως λειτουργεί εντός αυτής.
Το μοναδικό λοιπόν που λείπει από τις «Μουσικές Ιστορίες» του είναι λίγη κλασική μουσική, όχι βέβαια κάποιο συμφωνικό έργο αλλά μερικά σύντομα πιανιστικά του Σοπέν, του Μάλερ, ακόμα ίσως και του Σοστακόβιτς καθώς, αν και ένα μεγάλο μέρος του ευρέος κοινού το έχει λησμονήσει ή και απλά το αγνοεί, ο Στέφανος Κορκολής ξεκίνησε ως παιδί – θαύμα του πιάνου, προικισμένος με αληθινό χάρισμα το οποίο καλλιέργησε με πολύχρονες σπουδές στην Γαλλία και, ακόμα και τώρα αν και όχι τόσο συχνά ομολογουμένως, διατηρεί μιαν άλλη πλευρά, αυτήν του διακεκριμένου σολίστ της κλασικής μουσικής, κυρίως βέβαια με εμφανίσεις στο εξωτερικό, σολιστικές και πιο πολύ συμπράττοντας με πολύ σημαντικές ορχήστρες
Δεν του βάζω κάποιαν ιδέα με αυτή την παρατήρηση γιατί είμαι σίγουρος ότι και του ιδίου του έχει περάσει από το μυαλό. Συμβαίνει βλέπετε σε ανύποπτο χρόνο, όταν μόλις είχε επιστρέψει από τη Γαλλία, δεν είχε αρχίσει καμία από τις δραστηριότητες του και άρα ήταν εντελώς άγνωστος ακόμα, να ήμουν ένας από τους λίγους που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε κάτι περισσότερο και από εντυπωσιακό.
Ο Στέφανος Κορκολής βρέθηκε μπροστά σε ένα πιάνο και, κυριολεκτικά για να...ξεμουδιάσει, άρχισε να παίζει ένα κομμάτι του Ραχμάνινοφ, αν δεν με απατά η μνήμη μου και ούτε καν ολόκληρο, μόλις για δυο – τρία λεπτά. Ηταν όμως αρκετά για να κάνουν τους ελάχιστους παριστάμενους να κοιταχτούμε με ένα ύφος που πολύ απλά σήμαινε όχι τι αλλά «πώς το παίζει ο άνθρωπος;». Καταλάβαμε μέσα σε δευτερόλεπτα ότι βλέπαμε και ακούγαμε κάποιον που όχι μόνον κυριολεκτικά έπαιζε...στα δάκτυλα το σύνολο σχεδόν του κλασικού πιανιστικού ρεπερτορίου αλλά και έναν αληθινά γεννημένο κορυφαίο πιανίστα και για αυτό ακριβώς, οτιδήποτε και αν έκανε μουσικά στη συνέχεια, στο επίκεντρο ήταν, είναι και θα είναι το παίξιμο του στο πιάνο, το όργανο που είναι η προέκταση του μουσικού μα και ανθρώπινου εαυτού του! Έστω πάντως και άνευ...μίνι ρεσιτάλ κλασικής μουσικής σε αυτές σας προτείνω ανεπιφύλακτα να μην χάσετε μιαν από τις υπόλοιπες τρεις εμφανίσεις του στη «Σφίγγα». Θα διασκεδάσετε πραγματικά και ταυτόχρονα θα απολαύσετε πολλά, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και στην συντριπτική πλειοψηφία τους πολύ καλά τραγούδια ερμηνευμένα και παιγμένα με ιδανικό και, μερικές φορές, επίσης ευρηματικό τρόπο.