Η οικονομική επιστήμη αποτελεί κατά κύριο λόγο ένα αγγλοσαξονικό εύρημα, αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ευρώπη και ο άνθρωπος που θεωρείται ότι συντέλεσε στην καθιέρωσή της ήταν ο Adam Smith τον οποίο πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν «πατέρα» της οικονομικής σκέψης.
Αυτό όμως που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι υπάρχουν πολλές αναφορές, σε βασικές οικονομικές έννοιες, κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου στην Ελλάδα. Ο Ξενοφώντας ήταν ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε σε σύγγραμμά του τον όρο «οικονομικός» με την έννοια της ορθής διαχείρισης του οίκου. Οι οικονομικές ιδέες του Ξενοφώντα αφορούσαν τον καταμερισμό της εργασίας, την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και την εύρεση τρόπων αύξησης των δημοσίων εσόδων.
Στο έργο του «Κύρου Παιδεία» αναφέρει ότι η αύξηση των ανταλλαγών και η δημιουργία ειδικών χώρων ανταλλαγής είναι απαραίτητες προϋποθέσεις έτσι ώστε να ικανοποιούνται αμεσότερα και γρηγορότερα οι καταναλωτικές ανάγκες. Επίσης, ο Ξενοφώντας φαίνεται να υποστηρίζει πως είναι θεμιτό το κέρδος να λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη. Με αυτήν την επιδίωξη πίστευε πως θα μειωθεί η σπατάλη πόρων και ταυτόχρονα θα αυξηθεί ο πλούτος του ατόμου. Αυτές του οι απόψεις θα αποτελέσουν τη βάση πολλών μεταγενέστερων οικονομικών μοντέλων και ιδεολογιών.
Όσον αφορά την αύξηση των δημοσίων εσόδων ο Ξενοφώντας προτείνει το δανεισμό χρημάτων σε ιδιώτες με τόκο, ενοικίαση δημοσίων κτηρίων και ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά. Ουσιαστικά προτρέπει το δήμο να συμπεριφερθεί ως ιδιώτης και να εκμεταλλευτεί όλους τους πόρους που κατέχει για να παράξει επιπρόσθετα έσοδα.
Ένας άλλος σημαντικός Έλληνας φιλόσοφος που συνέβαλε στην ανάπτυξη της οικονομικής σκέψης ήταν ο Πλάτωνας. Ο Πλάτωνας υποστήριξε πως ο άνθρωπος πρέπει να ασκεί την «τέχνη» στην οποία έχει τις περισσότερες δεξιότητες κάνοντας έτσι σαφή αναφορά σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε εξειδίκευση. Με αυτόν τον τρόπο, ορθά υποστήριζε, πως θα αυξηθεί η παραγωγή άρα και οι ανταλλαγές προϊόντων καθώς επίσης θα εξοικονομηθεί χρόνος διότι όλες οι εργασίες θα γίνονται από άτομα τα οποία έχουν φυσική κλήση σε αυτές και θα καταφέρνουν να τις διεκπεραιώνουν ταχύτερα. Ο Πλάτωνας διέκρινε τις εργασίες σε χειρωνακτικές και εποπτικές. Υποστήριξε επίσης, εν αντίθεση με τον Ξενοφώντα, πως δεν πρέπει τα αγαθά να τοκίζονται διότι αυτό αποτελούσε την κύρια αιτία της άνισης κατανομής του πλούτου. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι πρότεινε την δημιουργία διπλού νομίσματος, ένα για τις εσωτερικές ανταλλαγές το οποίο δε θα έχει εσωτερική αξία, δηλαδή δε θα ήταν κάποιο πολύτιμο μέταλλο, και ένα για τις εξωτερικές ανταλλαγές το οποίο θα έχει εσωτερική αξία.
Από τους φιλοσόφους που ασχολήθηκαν με θέματα που αφορούν την οικονομική επιστήμη δε θα μπορούσε να λείπει ο Αριστοτέλης, του οποίου τα έργα αναφέρονται σε πολλές και διαφορετικές επιστήμες και αποτελούν μια ισχυρή βάση για τον μετέπειτα δυτικό πολιτισμό. Ο Αριστοτέλης θεωρεί την οικονομική ως ένα σημαντικό κλάδο και υποστηρίζει πως έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη χρησιμοποίηση υλικών αγαθών τα οποία απαρτίζουν τον πλούτο. Διακρίνει δύο οικονομικές δραστηριότητες, τη «φυσική» την προσπάθεια δηλαδή των ανθρώπων να συγκεντρώσουν υλικά αγαθά μέσω κοινωνικά αποδεκτών τρόπων και την «κερδοσκοπική» στην οποία επιδιώκεται η συγκέντρωση αγαθών με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο. Επιπρόσθετα, ο Αριστοτέλης έκανε διάκριση της αξίας χρήσης ενός αγαθού και της ανταλλακτικής αξίας. Αυτός ο διαχωρισμός ακολουθήθηκε από πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς συμπεριλαμβανομένου και του Adam Smith.
Τον Αριστοτέλη απασχόλησε επίσης το πως ένα αγαθό αποκτούσε μια συγκεκριμένη αξία. Πως γίνεται δηλαδή ο χρυσός, που δεν έχει κάποια πρακτική αξία να είναι ακριβότερος από τον σίδηρο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρεία κλίμακα; Το ουσιαστικό ερώτημα που έθετε είναι αν η σπανιότητα πρέπει να στοιχίζει περισσότερο από τη χρησιμότητα και φαίνεται να καταλήγει, μέσω του συνολικού του έργου, στο δεύτερο.
Ο Αριστοτέλης διαφωνεί ανοιχτά με τον Πλάτωνα στο θέμα της κοινοκτημοσύνης και υποστηρίζει πως η ατομική ιδιοκτησία είναι απαραίτητη. Ειδικότερα, αναφέρει πως ένα ιδιωτικό αντικείμενο φέρνει ευχαρίστηση στον κάτοχό του και ενδυναμώνει την παραγωγική προσπάθεια, με λίγα λόγια δηλαδή, αν κάτι είναι δικό σου έχεις και μεγαλύτερη διάθεση να επενδύσεις σε αυτό είτε χρηματικά είτε από άποψης χρόνου.
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί η διάκριση των αγαθών, από τον Αριστοτέλη, σε παραγωγικά και καταναλωτικά, σε αγαθά δηλαδή που μας βοηθούν να παράγουμε ένα νέο αγαθό και σε αγαθά που παράγονται για να καταναλωθούν απευθείας. Αυτή η διάκριση συνεχίζει να ισχύει και στις μέρες μας χωρίς καμία αλλαγή.
Φαίνεται λοιπόν πως οικονομικά θέματα ενδιέφεραν οικονομίες πολύ παλιότερες από τη δική μας, τίθενται θέματα κέρδους και ηθικής, δημόσιες και ιδιωτικές οικονομικές δραστηριότητες, αναζητούνται τρόποι ανταλλαγής των αγαθών αλλά και τρόποι καταμερισμού εργασιών. Τα οικονομικά ζητήματα υπήρξαν θέμα προς συζήτηση ακόμα και πριν χιλιετίες γιατί αποτελούν ουσιαστικά κοινωνιολογικά ζητήματα επιβεβαιώνοντας πως η οικονομική επιστήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι αντιδράσεις των ανθρώπων σε κοινωνικά δεδομένα και μεταβολές.