Καθώς το μεταναστευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα διανύει ήδη την τρίτη δεκαετία της εξέλιξής του, έχουμε πλέον αρκετά δεδομένα ώστε να κρίνουμε πως αυτό λειτούργησε στην πράξη ―και όχι μέσα στα ιδεολογικά σχήματα μέσω των οποίων συνήθως συζητείται στον δημόσιο διάλογο.
Η μετανάστευση προς στην Ελλάδα διακρίνεται σε τρία κύματα: Πρώτον, εκείνο της περιόδου 1991-2004/5 όπου κυριαρχούν οι εισροές από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Ένα δεύτερο κύμα, που ακολουθεί κατά την δεκαετία 2005-2015 όπου τα μεταναστευτικά ρεύματα διαφοροποιούνται και προέρχονται πλέον από την Κεντρική Ασία, την Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική. Η δε παρούσα φάση, 2015-σήμερα, διακρίνεται από την προηγούμενή της, μιας και το φαινόμενο γενικεύεται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγικής και μεταναστευτικής φύσης, ενώ την ίδια στιγμή ενισχύεται ολοένα και περισσότερο η γεωπολιτική του διάσταση, δηλαδή η διαπλοκή του με τις μεγάλες διαπολιτισμικές αντιπαραθέσεις που μεταβάλουν μια ευρεία επικράτεια στην μεγάλη γειτονιά της Ελλάδας, σε εστία χάους και αποσταθεροποίησης.
Η πρώτη περίοδος, 1992-2005, ήταν και η κρισιμότερη καθώς τότε τέθηκαν οι (σαθρές) βάσεις φαύλης διαχείρισης του φαινομένου, που θα οδηγήσει σήμερα στην παρούσα κρίση. Στην πραγματικότητα, εκείνη η περίοδος υπήρξε περίοδος μιας μεγάλης ιστορικής ευκαιρίας: Οι πληθυσμοί που συνέρεαν στην χώρα προέρχονταν από όμορες χώρες και οικείες περιφερειακές ενότητες (Βαλκάνια, Ανατολική Ευρώπη). Μοιραζόμασταν κοινές πολιτιστικές αναφορές, παρόμοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές, και διαθέταμε μια οικονομία, ικανή να αφομοιώσει δημιουργικά αυτές τις μάζες των ανθρώπων. Η παρουσία τους στην ελληνική κοινωνία, ακόμη, θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο μιας εθνικής στρατηγικής, για το βαλκανικό και ανατολικοευρωπαϊκό άνοιγμα της χώρας, έτσι ώστε να δοκιμάσει μια εναλλακτική διεθνοποίηση που θα ισχυροποιούσε και δεν θα αποδυνάμωνε την εθνική της αυτοδυναμία.
Φυσικά, τίποτε απ′ όλα αυτά δεν θα συμβούν: Οι ελληνικές άρχουσες τάξεις, συνεποικορούμενες δυστυχώς από ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, θα προκρίνουν κι εδώ την παρασιτική, και όχι την δημιουργική στρατηγική:
Έτσι η Πολιτεία παραδίδει την πρωτοβουλία για την ενσωμάτωση των μεταναστών στην... αόρατη χείρα της αρπαχτής, η εγχώρια εργατική τάξη υποκαθίσταται από την φθηνή, συχνά παράτυπη εργασία των ξένων. Οι εργολάβοι και οι ξενοδόχοι ρίχνουν τα μεροκάματα, οι εργοστασιάρχες βρίσκουν την ευκαιρία προσωρινώς να «την βολέψουν», ρίχνοντας το κόστος της εργασίας, και αποφεύγοντας έτσι οποιαδήποτε τεχνολογική αναβάθμιση. Το Κράτος βρίσκει μια πηγή προσωρινής ανακούφισης για τα ασφαλιστικά ταμεία, οι κυβερνήσεις βλέπουν ότι η άναρχη απορρόφηση των ξένων στην αγορά εργασίας επιτρέπει στην άνοδο του βιωτικού επιπέδου, όχι μόνο των πολύ πλουσίων, αλλά και των μεσαίων και των μικρομεσαίων, καθώς κι αυτοί αποκτούν πρόσβαση σε φθηνές υπηρεσίες (π.χ. φροντίδα νέων και ηλικιωμένων στο σπίτι, φθηνή εξοχική κατοικία κ.ο.κ.). Εν ολίγοις, ένα μεγάλο μέρος του ‘εξευρωπαϊσμού της χώρας’ που υποτίθεται ότι πέτυχε ο σημιτικός εκσυγχρονισμός, που δεν αφορούσε κατ ανάγκην μόνο την είσοδο στην ΟΝΕ, αλλά και τις νοοτροπίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές που ολόκληρη η κοινωνία άρχισε να επιδεικνύει, οφείλεται σε αυτήν την παρασιτική στρατηγική αρπακτικής αξιοποίησης του πρώτου μεταναστευτικού κύματος.
Το τίμημα αυτής της πολιτικής υπήρξε, όμως, τεράστιο: Οι θεσμοί της ελληνικής Πολιτείας εθίστηκαν στην ανυπαρξία πολιτικής, και βρήκαν στο φαινόμενο της μετανάστευσης μια ευκαιρία να ‘βουλώνουν’ τρύπες και χρόνιες κρατικές παθογένειες. Η παραγωγή εθίστηκε στην φθηνή ξένη εργασία εγκαταλείποντας έτσι κάθε προσπάθεια σοβαρού εκσυγχρονισμού, γεγονός που θα αποβεί μοιραίο γι′ αυτήν μέσα στα επόμενα χρόνια. Μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, ξεκόπηκε από την κουλτούρα του μόχθου, και υιοθέτησε ακραία παρασιτικές αλλά και δουλοκτητικές νοοτροπίες, ιδίως στην ελληνική περιφέρεια, όπου το «προσεχώς Βουλγάρες» προώθησε νέα, παρακμιακά ήθη.
Οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν. Μέχρι το 2008, η ελληνική αγορά εργασίας είχε εξαντλήσει κάθε δυναμική απορρόφησης ανειδίκευτης εργασίας, την ίδια στιγμή που οι μεταναστευτικές εισροές πλήθαιναν, αλλά και διαφοροποιούνταν πολιτισμικά καθώς πλέον οι περισσότεροι προέρχονται από την Κεντρική Ασία, την Μέση Ανατολή, καθώς και την Βόρειο Αφρική. Έτσι, έχουμε ταυτόχρονα μια επίταση του κοινωνικού αποκλεισμού και την διεύρυνση του πολιτιστικού χάσματος, μιας και πλέον στις ίδιες γειτονιές, ιδίως του αθηναϊκού κέντρου, συσσωρεύονται άνθρωποι σε εντεινόμενη εξαθλίωση, που διαχωρίζονται επιπροσθέτως σε επί μέρους εθνοπολιτισμικές κοινότητες οι οποίες ελάχιστα σημεία επαφής διατηρούν μεταξύ τους, και βέβαια με τους ντόπιους.
Αυτό είναι το εκρηκτικό μείγμα το οποίο επέδρασε πάνω σε περιοχές όπως ο Άγιος Παντελεήμονας της Αχαρνών, τροφοδοτώντας τις συγκρούσεις που ξέσπασαν την περίοδο 2008-2013. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής, και η ανάδειξή της σε πανεθνική πολιτική δύναμη θα ξεκινήσει από εκεί, όταν θα σπεύσει να εκμεταλλευτεί τις κινητοποιήσεις των κατοίκων ενάντια στην υποβάθμιση της περιοχής τους, και να τις εκτρέψει σε ανοιχτό αντιμεταναστευτικό κίνημα. Φυσικά, κοντά στα ιδία και οργανικά αδιέξοδα του μεταναστευτικού ζητήματος που πυροδότησαν αυτήν της την άνοδο, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την θανατηφόρα επίδραση του κυρίαρχου εθνομηδενισμού, ο οποίος τόσο από τα πεζοδρόμια, όσο και από τα ΜΜΕ, παρενέβη ―υποτίθεται στο πλευρό των μεταναστών―, ωστόσο με τρόπο που εν τέλει επιτάχυνε την ακροδεξιά ανάπτυξη. Κι αυτό γιατί το κύριο πολιτικό αφήγημα που προέταξαν, ουσιαστικά αρνούνταν την πραγματικότητα του αδιεξόδου (πολυπολιτισμική ασυμφωνία + αδυναμία περαιτέρω οικονομικής απορρόφησης), εγκαταλείποντας τα χέρια της αυθεντικής αγωνίας των κατοίκων αυτών των περιοχών στα χέρια ενός σκληρού, ρατσιστικού αντιμεταναστευτισμού.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το 2013, ανάγκασε την τότε ελληνική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, σαν αυτό που είναι ―μια απόπειρα για έναν ακροδεξιό πραξικοπιματισμό «από τα κάτω»― συλλαμβάνοντας την ηγετική της ομάδα. Το γεγονός αυτό κατάφερε σημαντικό πλήγμα στις δραστηριότητες της οργάνωσης στην γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα, όπου είχε μέχρι τότε κατισχύσει, εγκαθιδρύοντας μηχανισμούς μιας συμμορίτικης δυαδικής εξουσίας. Έτσι, οι εντάσεις που συνόδευαν το μεταναστευτικό, κάμθφηκαν προσωρινά, δοθείσης και της βραχύβιας μείωσης των εισροών κατά την περίοδο 2013-2015.
Ωστόσο, έμελλε να επανέλθουν εντονότερα, με το ξέσπασμα της συριακής προσφυγικής κρίσης και την συνακόλουθη έξαρση των μεταναστευτικών ρευμάτων που συμπαρασύρθηκαν από τις ροές των προσφύγων.
Τρία είναι τα νέα ποιοτικά δεδομένα αυτής της περιόδου:
Πρώτον, η αύξηση των μεγεθών, καθώς πλέον στις μεταναστευτικές ροές εμπλέκονται ανοιχτά και απροκάλυπτα κρατικοί παράγοντες: Η νεο-οθωμανική Τουρκία μοχλεύει την είσοδο και σε δεύτερο χρόνο την εγκατάσταση πληθυσμών στην χώρα μας, που προέρχονται ιδίως από τον μουσουλμανικό κόσμο, καθώς επιθυμεί να μεταβάλει την δημογραφική και την πολιτισμική σύνθεση της Ελλάδας ελέγχοντας δια του ισλαμισμού της όσους εγκατασταθούν εδώ ή διευρύνοντας τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο μέσω της εισαγωγής μιας μεγάλης ανθρωπιστικής κρίσης στα νησιά του. Την ίδια στιγμή, η Ε.Ε.. με προεξάρχουσα την Γερμανία, επιφυλάσσουν στην Ελλάδα ρόλο ζώνης ελέγχου και φιλτραρίσματος των πληθυσμιακών μετακινήσεων που επιθυμούν να καταλήξουν στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα.
Δεύτερον, κορυφώνεται η παρασιτική και φαύλη διαχείριση του φαινομένου από τις ελληνικές κυβερνήσεις: Η παρούσα κυβέρνηση προχωράει στην απορρύθμιση κάθε μηχανισμού ελέγχου και διαχείρισης των μεταναστευτικών ρευμάτων, υπό την αισχρή δικαιολογία ότι έτσι προασπίζεται την αρχή των ελεύθερων μετακινήσεων και των ανοιχτών συνόρων. Σαν συνέπεια της πολιτικής της, ανθεί το δουλεμπόριο, πολλαπλασιάζονται οι πνιγμοί στο Αιγαίο, ενώ η διαχείριση της κρατικής κυριαρχίας στους πολύ ευαίσθητους νευραλγικούς κόμβους αυτών των πληθυσμιακών μετακινήσεων εγκαταλείπεται στα χέρια αδιαφανών ΜΚΟ.
Τρίτον, οι κοινωνικές εντάσεις που διέπουν την εγκατάσταση αυτών των ανθρώπων εντός του ελληνικού χώρου γενικεύονται από ορισμένες γειτονιές του αθηναϊκού κέντρου σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ελληνικής επικράτειας, ιδίως όμως στις παραμεθόριες περιοχές εκείνες που αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο βάρος υποστήριξης του πληθυσμού ο οποίος εισέρχεται στην χώρα και εγκλωβίζεται σε αυτήν.
Η τρίτη φάση του μεταναστευτικού κύματος, επομένως, όχι μόνον είναι οξύτερη γιατί αυτό επιταχύνεται δραματικά στο δοσμένο γεωπολιτικό περιβάλλον που βρίσκεται η χώρα ή/και επειδή η ίδια η παγκοσμιοποίηση με την σοβαρή κοινωνική, και περιβαλλοντική απορύθμιση που προκαλεί, ιδίως έξω από τον δυτικό κόσμο, πολλαπλασιάζει διαρκώς τα μεγέθη όσων εγκαταλείπουν και όσων επιθυμούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Αλλά και γιατί έχει υπάρξει καταβύθιση της ίδιας της χώρας στο αδιέξοδο μιας στρατηγικής που με… συνέπεια ακολουθεί εδώ και τριάντα χρόνια. Μιας στρατηγικής που εθελοτυφλεί για τους σημαντικούς εθνικούς και κοινωνικούς κινδύνους που κρύβονται πίσω από αυτό το τεράστιο κύμα μετακίνησης πληθυσμών, ανακυκλώνοντας τα κλισέ αφηγήματα της παγκοσμιοποίησης περί ενός ενοποιημένου ειδυλλιακού πλανήτη, όπου οι άνθρωποι μετακινούνται στην ίδια ταχύτητα με τα κεφάλαια και τα εμπορεύματα, καταργώντας σύνορα, εθνικούς και πολιτιστικούς διαχωρισμούς.
Αυτή η προσδοκία δεν έχει επαληθευθεί πουθενά, αντίθετα, όπου χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει μεγάλες ανατροπές στην πληθυσμιακή σύνθεση των κοινωνιών, ιδίως στην Ευρώπη, οδήγησε στις ακριβώς αντίθετες καταστάσεις –δηλαδή στο ξέσπασμα διαπολιτισμικών συγκρούσεων που συμπυκνώνουν όλες τις αντιθέσεις στο εσωτερικό τους, και που τροφοδοτούν εξ αντανακλάσεως την άνοδο της άκρας δεξιάς.
Όσο για την Ελλάδα, ετοιμάζεται να πληρώσει την αβάσταχτη παγκοσμιοποιητική ελαφρότητα των ίδιων της των πολιτικών, πολύ σκληρότερα από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα: Η θέση της στο σύνορο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου, σε συνδυασμό με την δραστική επιδείνωση όλων των βασικών δεικτών εθνικής βιωσιμότητας, από την οικονομική αυτοδυναμία μέχρι το δημογραφικό, και από εκεί στο μεταναστευτικό ισοζύγιο, μιας και την ίδια στιγμή που η χώρα υποδέχεται αυτά τα πληθυσμιακά κύματα χάνει τις νέες δικές της γενιές προς την Δύση, όλα μαζί μετασχηματίζουν την μεταναστευτική κρίση από πολιτικο-κοινωνική σε κρίση που απειλεί την ίδια την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας –με την κουλτούρα της, τα ιστορικά της χαρακτηριστικά αλλά και το επίπεδο των ελευθεριών που σήμερα, έστω τυπικά πλέον, απολαμβάνει.
Βάσει αυτών των δεδομένων, η «λιβανοποίηση» της Ελλάδας, δηλαδή η σταδιακή της μετατόπιση προς τα μεγάλα συστήματα πολιτικής ισχύος και πολιτισμικής επιρροής της Ανατολής είναι κάτι παραπάνω από πιθανή, εφόσον πολιτεία και κοινωνία δεν αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζουν το φαινόμενο. Παρά τους μικροπολιτικούς θεατρινισμούς, τα εμφυλιακά σύνδρομα, καθώς και το παιχνίδι αλληλοτροφοδότησης μεταξύ ενός ισοπεδωτικού εθνομηδενισμού και ενός ρατσιστικού νεοναζισμού, τα οποία επενεργούν ενταφιάζοντας κάθε σοβαρή αντιμετώπιση του ζητήματος, το δίλημμα είναι πλέον πολύ ορατό και συγκεκριμένο…
*Το παρόν αποτελεί συντετμημένο απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Σύγχρονες Βαβέλ, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.