Μοντέλο, μούσα, φωτογράφος, πολεμική ανταποκρίτρια, η Αμερικανίδα Ελίζαμπεθ «Λι» Μίλερ (1907-1977), μία γυναίκα μπροστά από την εποχή της, που έζησε με πάθος και τόλμη, έρχεται με καθυστέρηση δεκαετιών στο προσκήνιο. Όπως σε πλείστες άλλες περιπτώσεις, έτσι και στη δική της, ο βίος και η πολιτεία της επισκιάστηκαν εν πολλοίς, και παρά το έργο της, από τους διάσημους άνδρες της ζωής της.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο εγκαινιάστηκε στο Brighton & Hove Museum της Βρετανίας η έκθεση «Lee Miller: Dressed» (διάρκεια έως 18 Οκτωβρίου 2024) που προσεγγίζει τις περιόδους της ζωής της μέσα από τη γκαρνταρόμπα της.
Η αφήγηση εκκινεί από το Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και καταλήγει στο Σάσεξ στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όπου έζησε μετά τον γάμο της με τον ζωγράφο, ποιητή -και βιογράφο του Πικάσο και του Μιρό-, Ρόλαντ Πένροουζ για 28 χρόνια: Υψηλή ραπτική από την Ευρώπη και τη Νέα Υόρκη του 1930, παντελόνια ιππασίας και folk φορέματα από τα ταξίδια της στην Αίγυπτο, στρατιωτικές στολές από την περίοδο που ήταν πολεμική ανταποκρίτρια, αλλά και ρούχα εγκυμοσύνης, κομμάτια που τα περισσότερα ανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατο της φυλαγμένα σε μπαούλα σε μία σοφίτα.
Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Heide στη Μελβούρνη της Αυστραλίας αφιερώνει τη νέα έκθεση του στο έργο της (εγκαίνια 4 Νοεμβρίου, διάρκεια έως 25 Φεβρουαρίου 2024), σε επιμέλεια του γιου της, Βρετανού φωτογράφου Άντονι Πένροουζ, ο οποίος μελετά, συντηρεί και προωθεί το έργο της μητέρας του από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Η έκθεση με τίτλο «Surrealist Lee Miller» καταγράφει τα ίχνη της μέσα από 100 φωτογραφίες: Από το ξεκίνημα της με φωτογραφία μόδας στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, φωτογραφίες τοπίων και αρχιτεκτονικής, μέχρι τη φρίκη του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου ως ανταποκρίτρια της Vogue -ήταν από τους πρώτους φωτορεπόρτερ που κατέγραψαν τις θηριωδίες στην πρώτη γραμμή του πολέμου, από το Νταχάου και το Μπούχενβαλντ μέχρι την απελευθέρωση του Παρισιού-, αλλά και τον εκπληκτικό κύκλο της, που περιλάμβανε τον Μαν Ρέι (η Λι ήταν μούσα του) και τον Πικάσο (ο οποίος την είχε ζωγραφίσει έξι φορές), τον Γερμανό ζωγράφο και γλύπτη Μαξ Ερνστ, τη Ντόρα Μάαρ και πολλούς άλλους.
Λίγες ημέρες μετά, η γκαλερί Gagosian της Νέας Υόρκης εγκαινιάζει την έκθεση «Seeing Is Believing: Lee Miller and Friends» (11 Νοεμβρίου-22 Δεκεμβρίου), που επικεντρώνεται στη μακρά σχέση της Λι και του Ρόλαντ Πένροουζ. Εκτός από τις φωτογραφίες τους, η έκθεση περιλαμβάνει -όπως λέει και ο τίτλος- τους φίλους: πίνακες, γλυπτά, και έργα σε χαρτί των Τζόζεφ Κορνέλ, Μαν Ρέι, Χένρι Μουρ, Βαλεντάιν Πένροουζ και Πάμπλο Πικάσο.
Και βέβαια, είναι η πολυαναμενόμενη ταινία «Lee» με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Γουίνσλετ, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, τον Σεπτέμβριο, η οποία βασίζεται στο βιβλίο του γιου της, Άντονι «The Lives of Lee Miller» (1985).
Όπως είχε δηλώσει η Κέιτ Γουίνσλετ, που ονειρευόταν να μεταφέρει το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη από το 2015, δεν πρόκειται για μία τυπική βιογραφική ταινία. «Αυτό που θέλαμε ήταν να βρούμε την πιο ενδιαφέρουσα δεκαετία της, αυτή που καθόρισε ποια ήταν και πώς εξελίχθηκε εξαιτίας όσων έζησε. Ήταν η περίοδος 1938 - 1948 που την οδήγησε στον πόλεμο. Αυτή είναι η ιστορία που θέλαμε να κάνουμε γνωστή για τη Λι, περισσότερο από κάθε άλλη φάση της ζωής της».
Μία από τις πιο διάσημες φωτογραφίες της Λι Μίλερ, αν όχι η διασημότερη, από την εποχή που βρέθηκε στα πολεμικά μέτωπα της Ευρώπης μαζί με τον φωτογράφο Ντέιβιντ Σέρμαν, -η οποία και έχει ανασυσταθεί στην ταινία- είναι από το σπίτι του Χίτλερ στο Μόναχο.
Η Λι έχει απαθανατιστεί μέσα στη μπανιέρα του, ενώ φαίνονται οι λασπωμένες στρατιωτικές μπότες της. Έχει μόλις γυρίσει από το Νταχάου. Ήταν 30 Απριλίου 1945, την ημέρα που ο Χίτλερ και η Εύα Μπράουν αυτοκτόνησαν στο καταφύγιό τους στο Βερολίνο.
Η Μίλερ αγάπησε τη φωτογραφία από τον πατέρα της. Ερασιτέχνης φωτογράφος ο ίδιος, της έμαθε τα βασικά με μια Kodak Brownie και τον σκοτεινό θάλαμο που είχε στήσει στο σπίτι. Η παιδική της ηλικία ήταν εν γένει προνομιακή και ευτυχισμένη, όμως κατά τη διάρκειας μίας επίσκεψης σε συγγενείς, η επτάχρονη Μίλερ έπεσε θύμα βιασμού από έναν οικογενειακό φίλο, γεγονός που εκτός των άλλων τραυμάτων την άφησε με γονόρροια, ασθένεια που εκείνη την εποχή αντιμετωπιζόταν με επεμβατικές διαδικασίες τις οποίες υπέμεινε μέχρι την ενηλικίωση. Στη συνέχεια, ο πατέρας της άρχισε να τη φωτογραφίζει -και συνέχισε μέχρι τα 20 της- ζητώντας να ποζάρει γυμνή. Παρά τις ψυχολογικές και σωματικές επιπτώσεις όλων αυτών, η Μίλερ ήταν εξαιρετικά όμορφη, λαμπερή και ανεξάρτητη, χαρακτηριστικά που της πρόσφεραν ευκαιρίες σε όλη της τη ζωή.
Όσον αφορά τις σπουδές της, δυσκολεύτηκε να επιλέξει κατεύθυνση. Αρχικά ενδιαφέρθηκε για το θέατρο, και παρακολούθησε για επτά μήνες μαθήματα φωτισμού και σκηνογραφίας στο L’École Medgyés pour la Technique du Théâtre στο Παρίσι. Στη συνέχεια εντάχθηκε για λίγο στο Πειραματικό Θέατρο του Vassar College, έκανε μαθήματα χορού και κάποιες εμφανίσεις στη Νέα Υόρκη. Το 1926, σε ηλικία 19 ετών, έφυγε οριστικά από το πατρικό σπίτι, άρχισε να ασχολείται με το μόντελινγκ και γράφτηκε στο Art Students League στο Μανχάταν, όπου σπούδασε σχέδιο και ζωγραφική. Είναι ο χειμώνας που συναντά τυχαία τον μεγιστάνα εκδότη του Condé Nast ο οποίος την έσωσε από τροχαίο καθώς διέσχιζε τον δρόμο.
Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, της προτείνει να γίνει μοντέλο της Vogue. Τον Μάρτιο του 1927 η φωτογραφία της είναι στο εξώφυλλο της αμερικανικής και της βρετανικής έκδοσης. Η Μίλερ φωτογραφήθηκε από τους αξιόλογους φωτογράφους μόδας Arnold Genthe, Nickolas Muray και Edward Steichen, όμως μια φωτογραφία που τράβηξε ο Steichen τοποθετήθηκε σε διαφήμιση γυναικείων προϊόντων υγιεινής (1928–29), γεγονός που την έφερε σε δύσκολη θέση. Λίγο μετά την προβολή της διαφήμισης, η Μίλερ φεύγει από τη Νέα Υόρκη για το Παρίσι.
Εκεί γνωρίζει τον Μαν Ρέι, με τον οποίο έζησε για τρία χρόνια ως μαθήτρια, συνεργάτις, μούσα και ερωμένη του. Είναι η εποχή που συναντά και φωτογραφίζει πολλούς και σημαντικούς καλλιτέχνες -Πολ Ελιάρ, Πικάσο, Μαξ Ερνστ, Χουάν Μιρό. Μεταξύ άλλων και τον Ζαν Κοκτό, ανταγωνιστή του Μαν Ρέι, ο οποίος της δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη του ταινία, Le Sang d’un Poète (1930–32, The Blood of a Poet). Μίλερ και Ρέι χωρίζουν κι εκείνη επιστρέφει στη Νέα Υόρκη το 1932, όπου και ανοίγει το δικό της φωτογραφικό στούντιο της με τον μικρότερο αδελφό της, Έρικ.
Κάνει πορτρέτα διασημοτήτων, σουρεαλιστικές φωτογραφίες και δουλειές για τη διαφήμιση, ενώ παράλληλα συνεχίζει να εργάζεται ως μοντέλο και αρχίζει να φωτογραφίζει για τη Vogue.
Το 1934 παντρεύεται τον Aziz Eloui Bey έναν Αιγύπτιο μεγιστάνα των σιδηροδρόμων και πηγαίνει να ζήσει μαζί του στο Κάιρο. Εκεί φωτογραφίζει τις πυραμίδες, την έρημο, τα χωριά και τους αρχαιολογικούς χώρους. Κάνει ταξίδια μόνη της στο Παρίσι και κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης της το 1937 γνωρίζει τον Βρετανό σουρεαλιστή καλλιτέχνη Ρόλαντ Πένροουζ. Ερωτεύονται και ταξιδεύουν μαζί σε όλη την Ευρώπη. Το 1939 αφήνει τον Αιγύπτιο σύζυγό της και μετακομίζει στο Λονδίνο για να είναι με τον Πένροουζ.
Τον επόμενο χρόνο φωτογραφίζει το Λονδίνο κατά τη διάρκεια και μετά το Blitz -όπως ονομάζονταν οι γερμανικές νυχτερινές επιδρομές κατά τη διάρκεια του πολέμου στα βιομηχανικά κέντρα της Βρετανίας- σειρά φωτογραφιών που δημοσιεύτηκε στην έκδοση Grim Glory: Pictures of Britain Under Fire (1941), με πρόλογο του έγκριτου Αμερικανού δημοσιογράφου του τηλεοπτικού δικτύου CBS Έντουαρντ Μάροου.
Παράλληλα, γράφει άρθρα και δίνει φωτογραφίες στη βρετανική Vogue.
Το 1943 είναι διαπιστευμένη πολεμική ανταποκρίτρια της Vogue και τον επόμενο χρόνο συνεργάζεται με τον φωτορεπόρτερ του Life, Ντέιβιντ Ε. Σέρμαν. Ακολουθούν μαζί την 83η Μεραρχία Πεζικού του αμερικανικού Στρατού στις πρώτες γραμμές -η Μίλερ είναι η πρώτη γυναίκα φωτορεπόρτερ που το τόλμησε.
Παρά τη μάχη με την κατάθλιψη, τον αλκοολισμό και αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται ως μετατραυματικό στρες μετά τον πόλεμο, επέστρεψε στο Λονδίνο και συνέχισε να φωτογραφίζει, ειδικά καλλιτέχνες και συγγραφείς. Παντρεύεται τον Πένροουζ το 1947 και στα 40 της μένει έγκυος στον γιο της, Άντονι. Δύο χρόνια αργότερα αγοράζουν το Farley Farm House στο Ανατολικό Σάσεξ, όπου τα επόμενα χρόνια θα φιλοξενούσαν καλλιτέχνες, πολλούς από τους οποίους η Μίλερ απαθανάτισε σε στιγμές χαλαρές, ιδιαίτερα τον Πικάσο, με τον οποίο διατηρούσαν στενές σχέσεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, τελείωσε με τη φωτογραφία και επανεφηύρε τον εαυτό της ως γκουρμέ μαγείρισσα, παρακολουθώντας μαθήματα στο Cordon Bleu στο Παρίσι. Οργάνωνε σουρεαλιστικά δείπνα και παρασκεύαζε τρελά πειραματικά πιάτα, σερβίροντας στους καλεσμένους της φαγητά όπως πράσινο κοτόπουλο ή μπλε ψάρι -το τελευταίο λέγεται ότι το εμπνεύστηκε από τον Μιρό.
Μετά τον θάνατο της από καρκίνο, ο γιος της και η σύζυγός του ανακάλυψαν περί τα 60.000 αρνητικά, 20.000 εκτυπώσεις, επιστολές, έγγραφα και προσωπικά αντικείμενα της συσκευασμένα στη σοφίτα του Farley Farm House.
Με πληροφορίες από The Art Newspaper, Britannica.com