Διατρέχοντας ήδη τον πέμπτο μήνα από την εισβολή των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία, οι ελπίδες για μια σύντομη λήξη του πολέμου καθημερινά απομακρύνονται. Ποιες είναι όμως οι δυνατότητες και προϋποθέσεις τερματισμού της σύγκρουσης και ποιον ρόλο θα μπορούσε να παίξει η Ελλάδα σε μια τέτοια προοπτική;
Ποιος δεν θέλει την ειρήνη; Πρόληψη και αποτροπή
Από ανθρωπιστικής αλλά και πρακτικής πλευράς, υπάρχουν εκατομμύρια λόγοι που επιβάλλουν τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών και την επαναφορά μιας βιώσιμης ειρήνης: ο θάνατος ή ο τραυματισμός δεκάδων χιλιάδων ενστόλων ή αμάχων, οι πρόσφυγες αλλά και οι δύσκολες συνθήκες ζωής όσων παρέμειναν στις εμπόλεμες περιοχές, η καταστροφή των υποδομών, της πολιτιστικής κληρονομιάς και του περιβάλλοντος χωρίς να είναι ορατό το τέλος της αντιπαράθεσης. Άλλες «παράπλευρες» συνέπειες του πολέμου είναι η ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομικής και επισιτιστικής κρίσης (με πληττόμενους κυρίως τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες και πληθυσμούς), η επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και η αποδυνάμωση ενός πνεύματος συνεννόησης, στην βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Κι όμως, η εξέλιξη των πραγμάτων θα μπορούσε να προβλεφθεί ή και προληφθεί. Για τις ρίζες της αντιπαράθεσης των δύο «αδελφών» λαών, είχαμε μιλήσει σε προηγούμενο κείμενο. Η ανατροπή της κυβέρνησης της Ουκρανίας το 2014, όπως και η απάντηση της Ρωσίας το 2015, με την ουσιαστική απόσχιση περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας και την ενσωμάτωση της Κριμαίας (περιοχής που είχε μεταφερθεί διοικητικά στην Ουκρανία επί του Ουκρανικής καταγωγής Προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης Χρούστσεφ) αποτέλεσαν κρίσιμους σταθμούς σε μια πορεία επιδείνωσης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στην περιοχή του Ντονμπάς, όπου μια τελευταία ευκαιρία του διεθνή παράγοντα, η εξειδίκευση και υλοποίηση των (ασαφών) συμφωνιών του Μινσκ, χάθηκε, μέσα στην αδιαφορία του συνόλου των εμπλεκομένων.
Η αδικαιολόγητη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στις 24.02.2022 μετέφερε την ευθύνη αποκλειστικά στους δικούς της ώμους. Οι προϋποθέσεις όμως και οι όροι μιας πιθανής λήξης της αντιπαράθεσης εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως θα δούμε και στην συνέχεια.
Εθνικές στρατηγικές και παγκόσμια γεωστρατηγική
Εκ πρώτης όψεως, τα «αφηγήματα» για την εξέλιξη των συγκρούσεων και οι στόχοι της κάθε πλευράς φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με τα δεδομένα και τις δυνατότητές τους:
Η Ρωσία, μετά την αποτυχία ανατροπής της κυβέρνησης της Ουκρανίας, περιόρισε τις επιδιώξεις της στον στρατιωτικό έλεγχο μεγάλου τμήματος της Ουκρανικής επικράτειας (τις ανατολικές και νότιες περιοχές). Με εμφανή την απουσία ενός πολιτικού σχεδίου εξόδου από την κρίση, οι άμεσες επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά και για πολλά χρόνια την οικονομία της, ενώ στο μεταξύ, εκατοντάδες χιλιάδες του πλέον παραγωγικού της πληθυσμού μεταναστεύουν σε άλλες χώρες και ο ιδεολογικός της προσανατολισμός και η διεθνής της επιρροή τίθενται εν αμφιβόλω.
Ουκρανία επιδιώκει την επαναφορά της κυριαρχίας της στο σύνολο των εδαφών της (περιλαμβανομένης και της Κριμαίας, η οποία όμως έχει πλέον ενσωματωθεί στην Ρωσία) και ταυτόχρονα την ένταξή της σε πολυεθνικά σχήματα που θα διασφαλίσουν (ή και θα επαναφέρουν) τα σύνορά της. Ουσιαστικά, παραγνωρίζει ότι η Ρωσία ποτέ δεν πρόκειται να αποδεχτεί μια τέτοια εξέλιξη, ενώ ο «λογαριασμός» για την επόμενη ημέρα μεγαλώνει και η προθυμία των συμμαχικών της χωρών να συμμετάσχουν στην ανοικοδόμησή της αναμένεται να μειωθεί, εν μέσω των επερχόμενων οικονομικών δυσκολιών (στασιμοπληθωρισμός, ύφεση).
Αλλά και η στάση των άλλων χωρών που εμπλέκονται άμεσα στην κρίση είναι τουλάχιστον αμφίσημη:
Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Υπουργού Άμυνας Λόιντ Όστιν στις 25 Απριλίου, έχουν ως στόχο «την αποδυνάμωση της Ρωσίας, κατά τρόπο ώστε να μην μπορεί να επαναλάβει παρόμοιες επιθέσεις, ούτε να αναπληρώσει σύντομα τις απώλειές της». Στο μεταξύ, η οικονομική κρίση πλήττει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ενώ οι προοπτικές διχασμού της Αμερικανικής κοινωνίας, ενόψει και των προσεχών εκλογών, αυξάνονται.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τον μεγάλο χαμένο των εξελίξεων, ιδιαίτερα αν επαληθευτούν οι προβλέψεις για διακοπή της ροής του φυσικού αερίου από την Ρωσία το επόμενο διάστημα. Μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από την (εικαζόμενη) περαιτέρω ανάπτυξη της στρατιωτικής βιομηχανίας των ισχυρότερων Ευρωπαϊκών χωρών, ενώ ο (με αφορμή το Ουκρανικό) σχεδιαζόμενος περιορισμός του δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο) στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να τροφοδοτήσει νέες εντάσεις.
Πλην της Δύσης, η μεγάλη πλειοψηφία των άλλων χωρών ουσιαστικά απέφυγε να υιοθετήσει τις κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας, αρκούμενη στην καταδίκη της ρωσικής επέμβασης. Ορισμένες χώρες, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο «διακριτικής μεταχείρισης» στο παρελθόν (όπως η Σερβία ή το Ιράκ) ούτως ή άλλως δεν έχουν λόγο υποστήριξή τους.
Παρότι μια πιθανή παγκόσμια οικονομική κρίση θα πλήξει και την οικονομία της, η Κίνα ήδη αντλεί οφέλη από την κρίση (αντιμετωπίζεται πιο χλιαρά από τις ΗΠΑ από ότι στο πρόσφατο παρελθόν), ενώ δρομολογεί την ενίσχυση της ενεργειακής της ασφάλειας, μέσω των ρωσικών υδρογονανθράκων. Μεσοπρόθεσμα, ελπίζει να ενισχύσει την επιρροή της στις Κεντρικές Ασιατικές Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ και στην πλούσια σε ορυκτούς πόρους Σιβηρία, καθώς και να ενσωματώσει την Ρωσία στην σφαίρα επιρροής της, υπό τους δικούς της όρους.
Κερδισμένες τέλος ενδέχεται να είναι ορισμένες αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις (όπως η Τουρκία και το Ιράν), που επιδιώκουν αυξημένο ρόλο, με κάθε δυνατό τρόπο.
Συμπερασματικά, μια αντιπαράθεση που βασίστηκε στην συμπόρευση με την Ουκρανία δύο διαφορετικών ομάδων συμφερόντων (όσων για λόγους ιστορικούς φοβούνται ή αντιστρατεύονται την Ρωσία, καθώς και όσων υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αν και όχι πάντα με την ίδια αντικειμενικότητα και ευαισθησία), παρωθούμενες από τον επικοινωνιακό τυφώνα «Ζελένσκι», δείχνει να ξεφεύγει από τον έλεγχο των πρωταγωνιστών, μετατρεπόμενη σε ένα παιχνίδι εξουσίας, όπου «όποιος δειλιάσει πρώτος, χάνει». Κι όλα αυτά, παρότι το σύνολο σχεδόν της παγκόσμιας Κοινότητας (περιλαμβανομένων και της Ουκρανίας/Ρωσίας) έχουν κάθε λόγο να υποστηρίξουν μια άμεση, δίκαιη και οριστική λύση.
Η (προβληματική) συσχέτιση αναμενόμενων στρατιωτικών επιτυχιών και προόδου της ειρηνευτικής διαδικασίας
Σε βραχυπρόθεσμη βάση, οι δύο χώρες συνδέουν την έναρξη ουσιαστικών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με την απόκτηση πλεονεκτήματος στο πεδίο της μάχης. Έτσι βλέπουμε, για παράδειγμα, τον Πρόεδρο Ζελένσκι να δηλώνει ως κατάλληλη στιγμή για διαπραγματεύσεις τα τέλη Αυγούστου, όπου οι τελευταίες παραλαβές σύγχρονων οπλικών συστημάτων από την Δύση θα έχουν, εν μέρει, αντισταθμίσει το πλεονέκτημα της Ρωσίας.
Το ίδιο ουσιαστικά πράττει και ο Ρώσος Πρόεδρος (αφήνοντας ανοικτή την πόρτα των διαπραγματεύσεων), αφού θεωρεί ότι η αργή αλλά σταθερή πρόοδος στην επίτευξη των στρατιωτικών στόχων προσφέρει στην Ρωσία διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Πλέον, όλες οι προβλέψεις είναι ότι η σύγκρουση θα παραταθεί για πολλούς ακόμα μήνες ή και χρόνια, αφού, παρά τις προετοιμασίες τους, καμία από τις δύο δυνάμεις δεν δείχνει ικανή να καταφέρει στην άλλη ένα αποφασιστικό πλήγμα, ενώ στο μεταξύ, επιδιώκοντας δύσκολα επιτεύξιμους (έως πρακτικά απραγματοποίητους) στόχους, και οι δύο χώρες θα αποδυναμώνονται.
Οι προσδοκίες των δύο πλευρών για την επόμενη ημέρα επίσης φαίνεται να μην συμβάλουν σε μια θετική προοπτική:
Η Ουκρανία, σε συμφωνία με την προαναφερθείσα πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ρωσία, ενδεχομένως στοχεύει στην συνέχιση της πίεσης, μέσω της διατήρησης των κυρώσεων προς την Ρωσία, ακόμα και μετά από μια εκεχειρία ή και λήξη των εχθροπραξιών.
Η Ρωσία θεωρεί ότι η ζημία των δυτικών χωρών από τις κυρώσεις που οι ίδιες επέβαλαν είναι ιδιαίτερα σημαντική και θα την υποχρεώσει αργά ή γρήγορα σε αναθεώρηση της θέσης τους. Στο μεταξύ όμως, ο χρόνος κυλάει, νέα δεδομένα ενσωματώνονται με μικρή δυνατότητα αναστροφής και γενικότερα, η πρόκληση απωλειών (και) σε όσους αντιμάχονται τα συμφέροντά της, δεν αποτελεί θετική προοπτική.
Ποιο θα μπορούσε να είναι το περίγραμμα μιας ειρηνευτικής συμφωνίας
Πρωτόλεια στοιχεία ή σχέδια μιας ειρηνευτικής συμφωνίας έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας, όπως το σχέδιο που κατέθεσε η Ιταλία στον ΟΗΕ ή οι απόψεις του υπέργηρου Κίσσινγκερ. Είναι βέβαια σαφές, ότι μόνο οι δύο εμπλεκόμενοι θα πρέπει να καθορίσουν το ακριβές περιεχόμενο μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Κατά την γνώμη μας, ενδεικτικά, μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα εξής:
Α) Εδαφικό
Αποδοχή από την Ουκρανία της ενσωμάτωσης της Κριμαίας στην Ρωσία, με την οποία, πλην της διοικητικής πράξης του Χρουστσώφ, η Ουκρανία δεν έχει ιστορικούς δεσμούς.
Αποδοχή από την Ρωσία της ακεραιότητας της Ουκρανίας, στο υπόλοιπο έδαφός της
Παραχώρηση ουσιαστικής αυτονομίας στην Περιφέρεια του Ντονμπάς, πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής, επιστροφή των κατοίκων της και μικτή μεταβατική διοίκηση, υπό την εποπτεία διεθνών οργανισμών.
Το κρίσιμο στοιχείο είναι αν θα προβλέπεται η διοργάνωση δημοψηφίσματος για μια ενδεχόμενη απόσχιση. Πολλοί θεωρούν ότι η προοπτική ενσωμάτωσης των περιοχών αυτών ήταν από την αρχή ο στόχος της Ρωσικής εισβολής και ότι η Ουκρανία δεν πρόκειται να συναινέσει σε έναν τέτοιο όρο.
Κατά την γνώμη μου, το επίμαχο αυτό θέμα συνδέεται κυρίως με το ποιος θα διοργανώσει ένα τέτοιο δημοψήφισμα, διαθέτοντας τον έλεγχο των μηχανισμών διοίκησης και δευτερευόντως από «τεχνικές λεπτομέρειες», όπως η μεγιστοποίηση της επιστροφής των νόμιμων κατοίκων, η εκ των προτέρων συμφωνία για τα επόμενα βήματα σε περίπτωση θετικής ή αρνητικής έκβασης, οι έλεγχοι εγκυρότητας κατά την διαδικασία του δημοψηφίσματος, κλπ.
Β) Κυρώσεις-Αποζημιώσεις-Ποινικές διαδικασίες
Η (έστω και) σταδιακή άρση των κυρώσεων δεν μπορεί να μην αποτελεί ουσιώδες σημείο μιας ειρηνευτικής Συμφωνίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, θα πρέπει να υπάρξει σαφής πρόβλεψη για την χρηματοδότηση από την Ρωσία (και ενδεχομένως και άλλες χώρες-χορηγούς) της αποκατάστασης των υποδομών της Ουκρανίας.
Επισημαίνεται ότι ο Καναδάς ήδη ψήφισε νόμο που προβλέπει το δικαίωμα του κράτους να κατάσχει και να πουλά περιουσιακά στοιχεία που δεσμεύτηκαν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, άλλες όμως χώρες, όπως η Ελβετία αντιτίθενται, θεωρώντας το εξαιρετικά προβληματικό, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να εξετάζει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, την δυνατότητα κατάσχεσης προϊόντων εγκλήματος.
Τέλος, οι δύο χώρες θα πρέπει να αναλάβουν την διερεύνηση και ποινική δίωξη των στρατιωτικών τους που διέπραξαν εγκλήματα κατά την διάρκεια των συγκρούσεων, παραδίδοντας τακτικές αναφορές προόδου σε έναν Διεθνή Οργανισμό, που θα παρακολουθεί και συντονίζει την όλη διαδικασία (με βάση στοιχεία του ΟΗΕ, εκτός από την Ρωσία, σε αρκετά μικρότερο βαθμό και η Ουκρανία ενδέχεται να εμπλέκεται σε παρόμοια περιστατικά).
Εν κατακλείδει σημειώνουμε ότι μια μόνιμη ειρήνευση δεν θα είναι εφικτή, αν η λύση επιβληθεί από τις εξελίξεις (και δεν έχει την ομόθυμη αποδοχή και των δύο πλευρών) ή περιέχει στοιχεία ανισότητας, μη τήρησης του Δικαίου ή «εκδικητικότητας». Στην περίπτωση αυτή, τα διδάγματα της ιστορίας δείχνουν ότι ένας νέος, σκληρότερος, γύρος αντιπαράθεσης ενδέχεται να ακολουθήσει, σύντομα ή αργότερα.
Ποιες δυνάμεις εμφανίζονται σήμερα ως «διαμεσολαβητές»;
Μεταξύ των χωρών ή παραγόντων που έχουν εκδηλώσει επιθυμία να συμβάλουν στην λύση ή και προσπάθησαν να μεσολαβήσουν, σημειώνουμε τους εξής:
Η Τουρκία, όπως προαναφέραμε, αντλεί τα περισσότερα οφέλη από την παράταση της διαμάχης (συνεχίζουν τις παραδόσεις drones στην Ουκρανία, ενώ αρνούνται να συμμετάσχουν στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και ετοιμάζονται να υποδεχτούν 1,5 εκατομμύρια Ρώσους τουρίστες και να φιλοξενήσουν μόνιμα δεκάδες χιλιάδες Ρώσους πολίτες). Ταυτόχρονα, εμφανίζεται σήμερα ως η μόνη χώρα που διατηρεί την εμπιστοσύνη των ηγετών και των δύο χωρών, Ρωσίας και Ουκρανίας.
Στην πράξη, η τελευταία συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών έγινε στην Πόλη στις 29 Μαρτίου, χωρίς κάποιο εποικοδομητικό αποτέλεσμα. Κατανοώντας τα μικρά περιθώρια σύγκλισης των αντιμαχομένων, οι Τούρκοι διπλωμάτες και πολιτικοί αποπειράθηκαν (χωρίς επιτυχία) να μεσολαβήσουν στην έξοδο των Ουκρανών στρατιωτών που είχαν εγκλωβιστεί στο Αζοφσταλ, και πιο πρόσφατα (μετά από αίτημα από τα Ηνωμένα Έθνη) να συμμετάσχουν στην εξεύρεση λύσης για την εξαγωγή των σιτηρών της Ουκρανίας.
Εκεί βέβαια επίσης ακολουθούν ως πρώτο κανόνα της εξωτερικής τους πολιτικής, την εξασφάλιση των δικών τους ωφελημάτων, οικονομικών (ενδεικτικά, ζητούσαν εκβιαστικά την αγορά με έκπτωση 25% των σιτηρών της Ουκρανίας) και επικοινωνιακών-πολιτικών (θεωρούν ως αναγκαία την κατάληξη της συμφωνίας στην Πόλη, παρουσία του Ερντογάν), ενώ χαρακτηριστική της αντιφατικής στάσης τους είναι η περίπτωση του πλοίου που μετέφερε σιτηρά από το κατεχόμενο τμήμα της Ουκρανίας, με παραλήπτες και Τούρκους εμπόρους.
Στην πραγματικότητα, θεωρούμε ότι είναι εφικτό να εφαρμοστούν οι όροι που θέτουν οι δύο πλευρές:
άρση ορισμένων μέτρων που θα διευκολύνουν την εξαγωγή Ρωσικών σιτηρών και λιπασμάτων (οι οποίες δεν υπόκεινται σε κυρώσεις).
αποναρκοθέτηση του εμπορικού διαδρόμου που θα ακολουθηθεί για την μεταφορά των σιτηρών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί για επιθετικές ενέργειες κατά της Ουκρανίας, ενώ το θέμα της ιδιοκτησίας των σιτηρών στις υπό Ρωσικό έλεγχο περιοχές είναι αρκετά πιο σύνθετο.
Οι ηγέτες του Ευρωπαϊκού Νότου, Μακρόν και Ντράγκι, αποπειράθηκαν να μεσολαβήσουν, πάνω στην βάση ότι θα πρέπει να προωθηθεί άμεσα η ειρήνη, με όρους που δεν θα είναι ταπεινωτικοί για την Ρωσία. Ο πρώτος, παρά την φημολογούμενη «ειδική σχέση του» με τον Πρόεδρο Πούτιν και την άσκηση της Προεδρίας της Ε.Ε. το προηγούμενο εξάμηνο, δεν κατάφερε κάτι συγκεκριμένο.
Η διακοπή της επικοινωνίας μετά την αποκάλυψη εγκλημάτων σε κατεχόμενες περιοχές, παρότι προσωρινά αποκαταστάθηκε δεν φαίνεται να προχωράει, όχι μόνο λόγω των δηλώσεων υπέρ της ένταξής της Ουκρανίας, κατά την τελευταία σύνοδο της Ε.Ε., αλλά και μετά το διπλωματικό «ολίσθημα» της Γαλλικής πλευράς, όπου σε προβαλλόμενο ντοκυμαντέρ, αναπαράγονται καταγεγραμμένες συνομιλίες των Πούτιν-Μακρόν.
Από πλευράς του Ιταλού Πρωθυπουργού, η τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Πούτιν, σε συνέχεια, όπως δήλωσε, αιτήματος της Ουκρανίας, η εν συνεχεία αναφορά προς τον Πρόεδρο Μπάιντεν, κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ, για την ανάγκη άμεσης εξεύρεσης μιας ειρηνευτικής λύσης (όπου, κατά πληροφορίες, επικαλέστηκε και την στάση του Κένεντυ στην κρίση των πυραύλων της Κούβας) και τέλος η υποβολή στον ΟΗΕ προκαταρκτικού σχεδίου ειρήνευσης, δεν αποδείχθηκαν επαρκή.
Το Ισραήλ, με μια πραγματιστική πολιτική, και με καλές σχέσεις, χάρη στην διασπορά του, και με τις δύο χώρες, φαίνεται ότι προσπάθησε επίσης να μεσολαβήσει. Ατυχείς δηλώσεις του Ρώσου Υπουργού Εξωτερικών (και παρά την συγνώμη που φέρεται να ζήτησε ο ίδιος ο Πούτιν) φαίνεται ότι χάλασαν προς το παρόν το κλίμα, ενώ η πρόσφατη αύξηση της έντασης, με αφορμή την Συρία αλλά και την μετανάστευση εκατοντάδων Ισραηλινών προς το Ισραήλ, απομακρύνουν περισσότερο αυτήν την προοπτική.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, που εκ της θέσης του θα έπρεπε να είναι στην πρώτη γραμμή της ειρηνευτικής διαδικασίας, άργησε χαρακτηριστικά να επέμβει. Οι διπλωματικές ήττες της Ρωσίας στον ΟΗΕ (στην Γενική Συνέλευση που καταδίκασε με ισχυρή πλειοψηφία την Ρωσική επέμβαση, καθώς και η αποβολή της από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), ενδεχομένως προδιαθέτουν σε έναν προβληματισμό της Ρωσίας για τον πιθανό ρόλο του ΟΗΕ. Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο ψήφισμα που προέτρεπε για την ειρήνη στην Ουκρανία, υπερψηφίστηκε και από την Ρωσία. Την στιγμή αυτή ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ επικεντρώνεται στο πρόβλημα της μεταφοράς των Ουκρανικών σιτηρών, αφού η αδυναμία μαζικής μεταφοράς με ένα φθηνό μέσο (χύδην, σε πλοίο) αυξάνει τις τιμές διεθνώς, προκαλώντας επισιτιστική κρίση, ενώ δεν υπάρχουν στην Ουκρανία πρόσθετοι αποθηκευτικοί χώροι για την νέα παραγωγή.
Τέλος, ο Πάπας δεν παρασύρθηκε μέχρι τώρα σε καταδικαστικές δηλώσεις σε υψηλούς τόνους, αντίθετα προέκρινε ένα μήνυμα συμφιλίωσης, σύμφωνα με την κουλτούρα και τα πιστεύω του, κάτι στο οποίο δεν τον έχουν μιμηθεί άλλοι πολιτικοί και θρησκευτικοί παράγοντες, όπως στην Μεγάλη Βρετανία και τον Καναδά, που έχουν επιβάλει κυρώσεις κατά του Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλου, ενώ φαίνεται ότι εξετάζεται η αποβολή της Ρωσικής Εκκλησίας από το Συμβούλιο των Εκκλησιών. Οι επισκέψεις που ο Πάπας σχεδιάζει στις δύο χώρες, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, αναμένεται ότι θα έχουν θετικά αποτελέσματα.
Γιατί η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία;
Η ειδική σχέση της Ελλάδας με την περιοχή ξεκινάει από τον εκχριστιανισμό των Ρως (κοινών προγόνων Ουκρανών και Ρώσων) περί το τέλος της πρώτης χιλιετίας και συνεχίζεται με την δημιουργία του κυριλικού αλφαβήτου από τους Έλληνες μοναχούς Κύριλλο και Μεθόδιο και γενικότερα με την επί πολλούς αιώνες πολιτιστική επιρροή του Βυζαντίου. Ενδεικτικά, το 1054, με το σχίσμα ορθοδόξων – καθολικών, οι Ρως συντάσσονται με την ορθόδοξη εκκλησία, ενώ ακολουθούν δύσκολοι αιώνες και για τους δύο λαούς, με την κατοχή τους από Τουρκικά φύλα (Τάταροι για τους Ρως, Οθωμανοί Τούρκοι για τους Έλληνες).
Σημειώνουμε επίσης την διαχρονική συμμετοχή του Ελληνισμού στην πνευματική και οικονομική ζωή της Ρωσίας, ενώ η παρουσία συμπαγών Ελληνικών πληθυσμών επικεντρώνεται πλέον στην Μαύρη Θάλασσα (κυρίως στην εμπόλεμη ανατολική περιοχή της Ουκρανίας), όπως έδειξε και το ταξίδι του κ. Δένδια, λίγο πριν τα επίμαχα συμβάντα.
Σήμερα η φυσική αυτή παρουσία έχει τριχοτομηθεί, αφού ένα μέρος των κατοίκων έχουν παραμείνει στην κατεστραμμένη και υπό ρωσικό έλεγχο πόλη, υπό δύσκολες συνθήκες, ένα δεύτερο μέρος, αφού μεταφέρθηκαν σε ρωσικά εδάφη, στην συνέχεια διασκορπίστηκαν σε διάφορες ρωσικές πόλεις, ενώ ένα τρίτο μέρος κατέφυγαν ως πρόσφυγες σε μη εμπόλεμες περιοχές της Ουκρανίας. Η ανάγκη επανασύστασης των τοπικών κοινοτήτων αμέσως μετά την επίλυση της κρίσης αποτελεί προτεραιότητα για την Ελληνική εξωτερική πολιτική.
Πρόσφατα γεγονότα, όπως η απέλαση Ρώσων και Ελλήνων διπλωματών και ενδεχομένως μια τάση προσέγγισης της κατάστασης από την πλευρά της Ρωσίας σε χρώματα άσπρου-μαύρου («όποιος δεν μαζί μας είναι εναντίον μας»), όπως και μια τάση ορισμένων Ελλήνων να θεωρούν ότι παραλήπτης ορισμένων δηλώσεών τους είναι όχι η Ρωσία, αλλά, εξ αντανακλάσεως, ο Ερντογάν, μπορούν να ξεπεραστούν. Ένα καλό ξεκίνημα, θα ήταν η συμβολή της Ελλάδας σε μια λύση για την μεταφορά των σιτηρών από την Ουκρανία (όπου όλες οι πλευρές φαίνεται να επιδιώκουν μια σχετική συμφωνία), προτείνοντας την συμμετοχή Ελληνικών εμπορικών πλοίων, μετά την δύσκολη φάση της αποναρκοθέτησης.
Όροι και προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας Ελληνικής διαμεσολάβησης
Κατ’ αρχήν, μια πιθανή διαμεσολάβηση της Ελλάδας είναι προφανές ότι δεν θα έχει ιδιοτελή κριτήρια (όπως στην περίπτωση της Τουρκίας), αλλά θα είναι διαυγής και μακροπρόθεσμη. Η Ελλάδα θα ακολουθεί τα κοινά αποφασισμένα μέτρα της Ε.Ε., εξετάζοντας διεξοδικά τη θέση της όπου δεν υπάρχουν τέτοιες αποφάσεις ή και συμμετέχοντας ενεργά στην διαπραγμάτευση, όπου θίγονται τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά της.
Κατά δεύτερο λόγο, μια διπλωματική παρέμβαση της Ελλάδας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα αντικρουόμενα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων, χωρίς να εμπλέκεται σε αυτά: μοναδικός σκοπός είναι η επιδίωξη της ειρήνης, όπως θα μπορούσαν να συναινέσουν τα δύο άμεσα εμπλεκόμενα μέρη.
Οι θεσμικοί παράγοντες και οι ισχυρές χώρες (ΟΗΕ, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση) ασφαλώς έχουν λόγο, η ανάγκη όμως ενός διαύλου επικοινωνίας, που θα έχει την εμπιστοσύνη των άμεσα εμπλεκομένων, προέχει.
Μήνυμα προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί και η ενδεχόμενη ίδρυση ενός ανεξάρτητου (μη κρατικού) διεθνούς Κέντρου για την εκεχειρία και ειρήνη, με έδρα την Ολυμπία, που θα μπορούσε να πλαισιωθεί από ξένους διπλωμάτες και ειδικούς ώστε να επιλαμβάνεται παρόμοιων θεμάτων, κατόπιν πρόσκλησης των ενδιαφερόμενων αντιμαχόμενων πλευρών ή και του ΟΗΕ.
Προϋποθέσεις επιτυχίας θεωρούμε ότι είναι οι εξής:
Η θεωρητική και πρακτική τεκμηρίωση της βάσης μιας πιθανής συμφωνίας, που θα μπορούσε να γίνει δεκτή και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Η αναζήτηση συμμαχιών με άλλες χώρες και φορείς, που επίσης κατανοούν την αρνητική επίπτωση από την συνέχιση των εχθροπραξιών.
Η υποστήριξη και της Εκκλησίας, όπου υπάρχουν πρόσωπα με πνευματικό κύρος, που μπορούν (μαζί με ξένους ιεράρχες) να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την ειρήνη, όπως:
οι Πατριάρχες των Ελληνορθόδοξων Πατριαρχείων (από κοινού),
οι Αρχιεπίσκοποι Ελλάδας, Αλβανίας, Κύπρου,
οι Μονές του Αγίου Όρους, για τις οποίες, απαράδεκτα και υποβολιμαία άρθρα κυκλοφόρησαν τους τελευταίους μήνες.
Η εκ προοιμίου και πιστή τήρηση των στόχων, ακόμη κι αν υπάρξουν παρεμβάσεις για τροποποίηση ή άρση της πρωτοβουλίας. Η συνέχιση της Ελληνικής παρουσίας στην Μαύρη Θάλασσα και η αποτροπή γεγονότων που θα χειροτερεύσουν την διεθνή κατάσταση (πρέπει να) είναι ο μοναδικός οδηγός.
Συμπερασματικά, οι συνομιλίες φαίνεται ότι συνεχίζονται, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και όλες οι προοπτικές για μια συνεννόηση μένουν ανοικτές. Το πιθανότερο σενάριο όμως είναι να καταλήξουν σε μια καθυστερημένη και προσωρινή «λύση», που δεν θα προσφέρει παρά ψευδαισθήσεις λήξης της «θερμής» αντιπαράθεσης, όπως συνέβαινε και πριν την τελευταία στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας.
Η Ελληνική συμμετοχή και διαμεσολάβηση, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με μια μονιμότερη λύση, είναι ικανή να συμβάλει στην σταθερότητα και ειρήνη στην περιοχή.