Να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που παρουσιάζεται από την εναλλαγή δογμάτων από το γεωπολιτικό της ισχύος στο γεωοικονομικό της ενεργειακής ασφάλειας και των εμπορικών δρόμων, επιχειρεί η ελληνική κυβέρνηση, επενδύοντας στη διπλωματία των αγωγών, ώστε να επαναβεβαιώσει και σε νέο μη-ευρωπαϊκό πλαίσιο τα θαλάσσια και χερσαία της σύνορα της Ελλάδας, επεκτείνοντας τις γραμμές και αποκτώντας παθητικά νέες περιοχές, όπου αυτό είναι εφικτό.
Η πρώτη αίσθηση, που απορρέει από τη διαδικασία επανακαθορισμού των ισορροπιών στη βαλκανική και ανατροπής του status quo στην ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο της αλλαγής των δογμάτων είναι ιδιαίτερα ανησυχητική καθώς πυροδοτεί εντάσεις. Ωστόσο, οι προοπτικές είναι ευοίωνες. Ο αποσυσχετισμός των εθνοτικών και θρησκευτικών διαύλων από τους γεωπολιτικούς και η αντικατάσταση τους από οικονομικούς και ευρύτερους κοινωνικούς συνεκτικούς δεσμούς, περιορίζει, προοπτικά, τα πεδία έντασης και υποβαθμίζει πηγές που για αιώνες έχουν παράξει αιματηρές συγκρούσεις.
Στην πραγματικότητα, το νέο γεωοικονομικό δόγμα των ΗΠΑ, όπως αυτό ξεδιπλώνεται σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύει τη διακρατική οικονομική συνεργασία χωρών, περιορίζοντας τους κινδύνους, ενώ αποτελεί οδηγό επαναχάραξης θαλασσίων συνόρων, τα οποία έχουν αποτελέσει σημείο τριβής για πολλά χρόνια. Από το σκηνικό αυτό και με δεδομένη την προσέγγιση Τουρκίας- Ρωσίας, Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να πραγματώσουν την προοπτική της ενοποίησης θαλασσίων χώρων, που είχε ξεκινήσει με το ενιαίο αμυντικό δόγμα.
Η διέλευση αγωγών από το Ισραήλ και την Αίγυπτο και η προσπάθεια αποτροπής νέου μεταναστευτικού κύματος από την Αφρική, ευνοεί τώρα περισσότερο από ποτέ την ταύτιση αμερικανικών και ευρωπαϊκών ενεργειακών και αμυντικών συμφερόντων στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, επιτρέποντας τη ευόδωση πολυμερών περιφερειακών συνεργασιών.
Εντάσεις και προοπτική
Ο ενεργειακός ανταγωνισμός Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί έκφανση και πρόσκαιρη συνέπεια των επιχειρούμενων ανακατατάξεων, από τις οποίες όμως προκύπτουν προσεγγίσεις που μέχρι τώρα δεν βρίσκονταν στο χάρτη, όπως η τριμερής Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ, και ο συσχετισμός της με την βαλκανική πρωτοβουλία Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας, στην οποία θα προστεθούν σε δεύτερη φάση η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία.
Ήδη η ομάδα Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ έχουν καταλήξει σε συμφωνία για τη χάραξη του EastMed, ενώ η ομάδα Ελλάδα-Αίγυπτος-Κύπρος διεξήγαγε ασκήσεις έρευνας και διάσωσης στην κυπριακή ΑΟΖ, εμπεδώνοντας το δόγμα ενεργειακής ασφάλειας, όπως υποδείκνυε άλλωστε και στο σενάριο της άσκησης.
Αν και το μέλλον φαίνεται ευοίωνο, το παρόν είναι αρκετά πιο σύνθετο απ΄ότι μπορεί να φαίνεται, καθώς οι αναπροσαρμογές φέρνουν εντάσεις, αναταραχές και εξάρσεις, οι οποίες αναδεικνύονται τόσο πολιτικά και στρατηγικά, όπως καταγράφονται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με παραβιάσεις, εμπλοκές και θερμά επεισόδια, αλλά και με κοινωνικές εντάσεις, όπως οι διαδηλώσεις στη Σερβία, την Αλβανία και τη Ρουμανία.
Στις επιπτώσεις του ευρύτερου γεωπολιτικού-γεωοικονομικού ανταγωνισμού κατατάσσονται και κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών, την αλλαγή συνόρων μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου και η μόνιμη πίεση ΗΠΑ και Ισραήλ στο Ιράν και τον δακτύλιό του στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο.
Η διπλωματία των αγωγών
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα καλείται να διαδραματίσει το δικό της ρόλο για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης και την εξισορρόπηση του ενεργειακού ανταγωνισμού ΗΠΑ-Ρωσίας στα Βαλκάνια, με γνώμονα όμως, τον περιορισμό της τουρκικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή των δυτικών Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Εν αντιθέσει με τις πρόσκαιρα ευνοϊκές συνθήκες που διαμόρφωναν μέχρι τώρα οι εξοπλισμοί και η ad hoc συμμετοχή σε σχεδιασμούς μεγάλων δυνάμεων, με την ενέργεια και κυρίως με τους αγωγούς η Ελλάδα είναι σε θέση να επιδιώξει πιο μακροπρόθεσμα και μη αναστρέψιμα οφέλη.
Η πλήρωση της προοπτικής αυτής είναι κάθε άλλο παρά εύκολη, καθώς η Μόσχα επιδιώκει να διατηρήσει τα κεκτημένα και να ενισχύσει την πολιτική και στρατηγική της επιρροή εργαλειοποιώντας την ενέργεια, ενώ οι ΗΠΑ προσφέρουν στρατηγική ασφάλεια για να αποκομίσουν οικονομικά και εμπορικά οφέλη.
Η Ουάσιγκτον από την άλλη πλευρά, βρίσκεται στα πρώτα στάδια της εδραίωσής της ως ενεργειακός παίκτης και ως εκ τούτου διεκδικεί χώρο και τζίρο, περισσότερο από την συνεπακόλουθη πολιτική επιρροή, την οποία ασκεί πολύπλευρα με μικρότερη έκθεση.
H Ευρώπη, που προσπαθεί να χειραφετηθεί πρέπει να καταφέρει να ισορροπήσει μεταξύ του γεωπολιτικού ρεβιζιονισμού του Ντόναλντ Τραμπ και της ρωσικής ενεργειακής έξαρσης, ενώ πιέζεται εμπορικά και στρατηγική από την Κίνα, που αναπροσαρμόζει επίσης το διεθνές γεωοικονομικό της αποτύπωμα.
Τούτων δοθέντων, η Ελλάδα μπορεί να συνεισφέρει στη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών της Ε.Ε καθώς η γεωπολιτική της θέση, προσφέρει τη δυνατότητα ανάδειξης σε ενεργειακό κόμβο, υποδεχόμενη αγωγούς, τόσο από Ρωσία όπως ο TurkStream, όπως και από χώρες της αμερικανικής σφαίρας επιρροής, όπως το Ισραήλ με τον EastMed και η Αίγυπτος. Επίσης, η δυνατότητα πολυδιαφοροποιημένου μείγματος ενισχύεται από την κατασκευή και επέκταση των εγκαταστάσεων υγροποίησης LNG.
Έτσι, η Ελλάδα μπορεί να συμβάλλει τόσο στην οριζόντια διαφοροποίηση των προμηθευτών, όσο και στην κάθετη του ενεργειακού μείγματος της ΕΕ. Ειδικά, βέβαια, στο δεύτερο σκέλος θα μπορέσουν να βοηθήσουν και οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενεργείας (ΑΠΕ), αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο, καθώς αυτές είναι εγγενείς πηγές και δεν συμβάλλουν αντίστοιχα στην γεωπολιτική και γεωοικονομική σκακιέρα, βελτιώνουν, όμως, την ενεργειακή αυτονομία και κατ’ επέκταση περιορίζουν τον δυνητικό ενεργειακό κίνδυνο από γεωπολιτικές και στρατηγικές αναταράξεις.
Ο τερματικός σταθμός LNG της Ρεβυθούσας και ο υπό κατασκευή σταθμός LNG της Αλεξανδρούπολης, αποτελούν projects που ενισχύουν τις δυνατότητες εισαγωγής LNG, πεδίο που αποτελεί προνομιακή αγορά των ΗΠΑ, ιδιαίτερα στη Μεσόγειο, καθώς δεν εξάγουν μόνο δικό τους, αλλά αγοράζουν και μεγάλες ποσότητες από το Κατάρ, τις οποίες μεταπωλούν, περιορίζοντας το κόστος και κατεβάζοντας τις τιμές. Το πρόβλημα με το αμερικανικό LNG είναι βέβαια η τιμή, καθώς είναι αρκετά πιο ακριβό από το ρωσικό φυσικό αέριο. Σε αυτό τον τομέα μελετώνται λύσεις ευρωπαϊκών επιδοτήσεων στο πλαίσιο της διασφάλισης μιας ενιαίας και ισορροπημένης ενεργειακής αγοράς, χωρίς εξαρτήσεις.
Από την εικόνα δεν μπορεί να διαφεύγει ο αγωγός TAP, που θα μεταφέρει φυσικό αέριο την περιοχή της Κασπίας στην Ευρώπη, αυξάνοντας έτσι τις ποσότητες που θα εισρέουν και συνεπώς διαφοροποιώντας έτσι περαιτέρω το μείγμα.
Η Ελλάδα εξυπηρετεί και τη διέλευση του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου East Med που θα ξεκινάει από τις ισραηλινές ακτές και θα καταλήγει στην Πελοπόννησο μέσω Κύπρου και Κρήτης και από εκεί στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου θα ενώνεται με το σχεδιαζόμενο αγωγό που θα καταλήγει στο Οτραντο της Ιταλίας.
Εν κατακλείδι, το ενεργειακό πακέτο της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, μπορεί να καταστήσει την Ελλάδα σε συνδετικό της Ε.Ε με το Ισραήλ, στενό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή και συνεπώς πυλώνα της ενεργειακής ασφάλειας. Παράλληλα, ενδεχόμενη συμμετοχή της Ελλάδας στο ρώσο-τουρκικών συμφερόντων υπό κατασκευή αγωγό Turk Stream, με τη σύμφωνη γνώμη των Βρυξελλών, θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για την ανάδειξη της Ελλάδας σε transit state, διευρύνοντας τα γεωπολιτικά οφέλη και εμπεδώνοντας ένα νέο μοντέλο στρατηγικής ασφάλειας που δεν περνά από τους εξοπλισμούς αλλά από την ενέργεια.