“Όταν ήρθαν να πάρουν τους Τσιγγάνους δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν Τσιγγάνος. Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές…τους Εβραίους…δεν αντέδρασα. Όταν ήρθαν να πάρουν Εμένα. Δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει” (Για όποιον νομίζει πως η δική του σειρά δεν θα φτάσει ποτέ…Martin Niemoller, Γερμανός Πάστορας).
Ο καθένας μπορεί να έχει τις απόψεις του για τους Ρομά-Τσιγγάνους ή με όποια άλλη ονομασία (Γύφτοι…) τους έχουμε γνωρίσει. Πολλές φορές τα κοινωνικά στερεότυπα και οι προκαταλήψεις δεν μάς αφήνουν να δούμε καθαρά τόσο την κοινωνική πραγματικότητα, όσο και κάποια ομάδα συνανθρώπων μας με τις τόσες ιδιαιτερότητες (γλωσσικές, πολιτιστικές, ενδυματολογικές…).
“Τσιγγάνος έκανε τα καρφιά που σταύρωσαν τον / Χριστό! / Και από τότε δεν μπορούν να στεριώσουν πουθενά. /Αλλάζουν συνέχεια τόπο”.
Ποιος και πόση δύναμη χρειάζεται να παραμερίσεις την παραπάνω θέση που συνοδεύει αιώνες τώρα το όνομα των Ρομά-Γύφτων-Τσιγγάνων;
Κάτι ανάλογο εξομολογήθηκε και ο γνωστός τσιγγάνος τραγουδιστής Κ. Χατζής:
“Γιατί η αλήθεια είναι πικρή / κι έχουν οι άνθρωποι καρφί / δέκα αλήθειες αν θα πεις / δέκα φορές θα σταυρωθείς / και τότε – και τότε οι άνθρωποι θα πουν ξανά / γύφτοι – γύφτοι τα φτιάξαν τα καρφιά.
Τον κύκλο των απαξιωτικών για τους Ρομά στερεοτύπων τον συμπληρώνουν και κάποιες παροιμίες όπως η παρακάτω:
“Γύφτος παπάς δεν γίνεται κι αν γίνει δε βλογάει”
Το να αρνηθείς τον ρατσισμό απέναντι στους Ρομά-Γύφτους-Τσιγγάνους είναι σαν προσπαθείς να πείσεις πως ο ήλιος αύριο δεν θα ανατείλει.
Σε εποχές, όμως, Συμπερίληψης και μιας sui generis Ενσυναίσθησης, όπως βεβαίως-βεβαίως και του κινήματος της Woke Culture είναι μία καλή ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την κοινωνική αυτή ομάδα των συνανθρώπων μας, που άλλους απωθεί κι άλλους προκαλεί έντονο το ενδιαφέρον για το ιδιαίτερο αίσθημα ελευθερίας που αναδύεται από τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής τους.
“Γύφτο οι αλλόφυλλοι με κράζουν, / κ΄ οι γύφτοι αλλόφυλο με λένε, / κ΄ οι δουλευτάδες ακαμάτη, / και οι σπλαχνικές καρδιές με κλαίνε / κ΄ οι χαροκόποι δε με θέλουν, και μ΄ είπαν οι γεροί σακάτη, / παλιάτσο με είπε κι ο σακάτης…” (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Κ.Παλαμά).
Τον αντισυμβατικό αυτόν τρόπο ζωής των Ρομά-Τσιγγάνων-Γύφτων τον περιγράφει ο Παλαμάς στο εμβληματικό του Ποίημα «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου».
Σε αυτό οι Ρομά-Γύφτοι παρουσιάζονται ως σύμβολα της Ελεύθερης και αδούλωτης ψυχής, αλλά και της δημιουργικής δράσης που δεν σταματούν πουθενά («απάτριδες»).
Ο Παλαμάς ύμνησε όσο κανείς άλλος τη ζωή και τη βιοθεωρία αυτής της κοινωνικής ομάδας που είναι τόσο «κοντά» μας αλλά και τόσο «μακριά» μας.
«Κι αν μάς έλεγες: “Γύφτοι, θα / γυρίσετε η πρώτη σας / πατρίδα σάς προσμένει εκεί / να σάς δώσει τη δόξα την / απάντεχη” και τότε θα σού / κράζαμε: Δε θέλουμε, το / πανηγύρι μη χαλάς– / γιορτάζουμε το συντριμμό των αλυσίδων, / ό,τι και νά’ ναι, από διαμάντια / ή από σίδερα· οι τρανοί / λυτρωμένοι είμαστε εμείς» .
Οι Ρομά-Γύφτοι-Τσιγγάνοι με την αέναη περιπλάνησή τους στο χρόνο και τον χώρο δεν αμφισβητούν μόνον την έννοια της Πατρίδας αλλά και ό,τι μπορεί να περιχαρακώσει την Ελευθερία μας στα στενά πλαίσια κάποιων συμβατικοτήτων.
«Είµαστ’ εµείς οι απάτριδοι κ’ οι αγιάτρευτοι· / Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων! / Είµαστ ’ εµείς οι αθάνατοι απολίτιστοι· / κ’ οι Πολιτείες ληµέρια των ακάθαρτων, / κ’ οι Πολιτείες ταµπούρια των κιοτήδων· / στη στρούγγα λυσσοµάνηµα και φαγωµός / λύκων, σκυλιών, προβάτων και τσοπάνηδων. / Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων! / Η µάντρα είν’ ο αφίλιωτος οχτρός µας, / την πλατωσιά του κόσµου τη στενεύει, / Το γένος το µοιρόγραφτο είµαστε / που θα σκοτώσει τις πατρίδες· / Όλος ο κόσµος, ένας κόσµος, γύφτος, /σε δόξας θρόνο απάνω, πλάστης, / µε το σφυρί του και µε το βιολί, / της αψεγάδιαστης Ιδέας· η πλάση / σε περιβόλι του Μαγιού ένα πανηγύρι, / και µια πατρίδα η Γη. / Κι ο κόσµος θα διαλέξει κάποιον Άτλαντα / ή κάποιον Άθω να σκαλίσει απάνω του, / µεγαλοφάνταστος τεχνίτης, το άγαλµά µας· / και θ’ ανατείλει στ’ουρανού τα τρίσβαθα / πρωτόφαντο άστρο ξενοχάραγο, / κι ο κόσµος θα το πει µε τ’ όνοµά µας!».(Κωστής Παλαμάς, Από τη συλλογή «Ο δωδεκάλογος του γύφτου», 1907)
Η ζωή και η κοσμοθεωρία των Ρομά-Γύφτων-Τσιγγάνων δεν έγινε γνωστή μόνον από το ποίημα του Παλαμά (με όλους του συμβολισμούς του και τις περιπέτειες-πάθη της Ελλάδας), αλλά και μέσα από τις παροιμίες, τα τραγούδια τους, τα γλέντια τους και τη γλώσσα τους. Ενδεικτικά καταγράφεται μία παροιμία κι ένα γνωστό τραγούδι που αποτυπώνουν με ενάργεια το πολιτιστικό και φιλοσοφικό τους υπόβαθρο.
«Ο ΜΠΑΛΑΜΟΣ» (Το Τραγύδι των Γύφτων)
« * Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα, / δε θα με χάσει καμιά πατρίδα / και με τα χέρια μου και την καρδιά μου / φτιάχνω τσαντίρια στα όνειρά μου.
** Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό / και το λουμνό τ′ αφεντικό / νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό /
*** Και τα γκανίκια μας όταν χορεύουν, / με χασταρώματα που σε μαγεύουν, / κουνάνε σώματα και τα πιτέ τους, / μέσα σε κλείνουνε στις αγκαλιές τους.
**** Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό, / και το λουμνό τ′ αφεντικό / νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό»
Μετάφραση
Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα, /δε θα με χάσει καμιά πατρίδα /
και με τα χέρια μου και την καρδιά μου / φτιάχνω τσαντίρια στα όνειρά μου / Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό [Φύγε λευκέ (Ελληνα), φύγε λευκέ] / και το λουμνό τ′ αφεντικό (και το πρόστυχο τ` αφεντικό /
νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό* (μην τον δέχεσαι τον λευκό) / Και τα γκανίκια (κορίτσια) μας όταν χορεύουν /
με χασταρώματα (κουνήματα) που σε μαγεύουν, /
κουνάνε σώματα και τα πιτέ (στήθη) τους /
μέσα σε κλείνουνε στις αγκαλιές τους. / Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό [Φύγε λευκέ (Έλληνα), φύγε λευκέ] /
και το λουμνό τ′ αφεντικό (και το πρόστυχο τ` αφεντικό) νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό (μην τον δέχεσαι τον λευκό) (* Μπαλαμός* = Στην τσιγγάνικη γλώσσα, μπαλαμός αποκαλείται πας μη γύφτος, δηλαδή ο λευκός ή ξεθωριασμένος..) (από το διαδίκτυο).
Ίσως-ίσως και η παρακάτω παροιμία να αντανακλά τα στερεότυπα με τα οποία οι άλλοι, οι «κανονικοί» βλέπουν τους Ρομά-Γύφτους
«Οι γύφτοι τα μαλώματα τα χουν για πανηγύρια».
Ωστόσο εκείνο το τραγούδι-ποίημα, λίγο άγνωστο στη χώρα μας, που υμνεί την οικουμενικότητα της νοοτροπίας των Ρομά, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί κι ένα δοξαστικό για τη γλώσσα είναι η παρακάτω στροφή:
«Πες μου, άνθρωπε, πού είναι η γη μας, / τα βουνά, τα ποτάμια, οι κοιλάδες, και τα δάση μας; Πού είναι η χώρα μας; Πού είναι οι τάφοι μας; Είναι στις λέξεις, στις λέξεις της γλώσσας μας».