Η μετάβαση από τη φοβικότητα στον κατ’ ανάγκην συνασπισμό και ο ιδιάζων ρόλος του αέναου συμφέροντος
Είναι γνωστό τοις πάσι το γεγονός ότι οι διακρατικές σχέσεις μεταξύ της στραμμένης προ το οθωμανικό παρελθόν τουρκικής ιθύνουσας πολιτικής ελίτ του AKP και της υπερσυστημικών διαστάσεων αναθεωρητικής Ρωσίας αποτελούν αναντιρρήτως ένα αυτοτελές και πλήρως εποικοδομητικό μάθημα εξωτερικής πολιτικής. Σε μία περίοδο όπου οι σχέσεις της Τουρκίας με το αποκαλούμενο Βαθύ Κράτος των ΗΠΑ και το διαθέτον πανίσχυρο λόμπι άσκησης πολιτικοοικονομικής πιέσεως στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού κράτος του Ισραήλ δοκιμάζονται, η Ρωσία εμφανίζεται μετά παρρησίας να έχει καταγάγει μία βαρύνουσας σημασίας διπλωματική επιτυχία θέτοντας στο στόχαστρο την επικρατούσα διεθνή ισορροπία. Ο προσεταιρισμός της Τουρκίας διά της εισόδου της στην προστατευτική σκέπη της Ρωσίας προκάλεσε σύγχυση στις τάξεις της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (Βερέμης,2018).
Η μακροχρόνια φοβική στάση της Τουρκίας έναντι της Ρωσικής Άρκτου, η οποία ευλόγως εβασίζετο στον ιστορικό απότοκο της ενόπλου καταλήψεως των οθωμανικών εδαφών βορείως και ανατολικώς της Μαύρης Θάλασσας από τη Τσαρική Ρωσία, ήτοι στον πλήρη ακρωτηριασμό της οθωμανικής επικρατείας, αλλά και της διαχρονικής απειλής καθόδου στα θερμά θαλάσσια ύδατα είχε οδηγήσει την Ημισέληνο στη θέρμη της αγγλοσαξονικής αγκάλης (Lewis,2002,σ.294,295). Εντούτοις, η αναρρίχηση του Πολιτικού Ισλάμ στην εξουσία διά του αναθεωρητικού AKP μετέτρεψε σταδιακώς τη ρωσοτουρκική σχέση σε μία ιδιάζουσα φιλία με βάση στις σχέσεις ενεργειακής και εξοπλιστικής εξαρτήσεως.
Πράγματι, η διαθρυλουμένη ενεργειακή ατζέντα του ιθύνοντος ρωσικού επιτελείου έχει κατορθώσει ποικιλοτρόπως να εισχωρήσει στα ενδότερα της τουρκικής οικονομίας. Η ενεργειακή αυτή «εκπόρθηση» αποδεικνύεται όχι μόνο από τη σύναψη σχετικών συμφωνιών για την κατασκευή αγωγών μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου με προορισμό τις τουρκικές και ευρωπαϊκές αγορές αλλά και την εκ μέρους της ρωσικών συμφερόντων εταιρείας Rosatom ανάληψη του έργου της οικοδόμησης πέντε πυρηνικών αντιδραστήρων στην Τουρκία (Hale,2016,σ.421,422). Ωστόσο, η διαφορετική προσέγγιση των συριακών εξελίξεων και η κατάρριψη του ρωσικού Sukhoi-Su από τουρκικά πυρά το 2015 συνέβαλαν στην επιδείνωση των σχέσεις των δύο χωρών εκπεφρασμένη στις ρωσικές οικονομικές κυρώσεις. Η βραχυπρόθεσμη φύση της εντάσεως, η λήξη της οποίας εσημάνθη με την επίσημη απολογία του Τούρκου προέδρου (Hale,2016,σ.422,423), απέδειξε περίτρανα την ορθότητα της ρήσεως του Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Ahmet Şükrü Esmer:
«Στις Διεθνείς Σχέσεις δεν υπάρχουν αιώνιες φιλίες και αιώνιοι εχθροί, υπάρχει μόνο το ζήτημα του αιωνίου συμφέροντος» (Ηλιόπουλος,2017,σ.182).
Α. Η Ρωσία, η Τουρκία και στη μέση… οι των ΗΠΑ «προστατευόμενοι» Κούρδοι
Σε αντίθεση με τα δυτικά κέντρα λήψης αποφάσεων, η Ρωσία εξ αρχής προθυμοποιήθηκε να κατανοήσει τη βασική απειλή του γεωπολιτικού οράματος της Άγκυρας, ήτοι το ενδεχόμενο συνενώσεως των καντονιών Κομπάνι και Αφρίν στην Βόρεια Συρία, εις τα οποία διαβιούν μεγάλες κουρδικές πληθυσμιακές μάζες, η σύμπραξη αυτών με τη κουρδική αυτόνομη περιοχή του Ιράκ και με τα διαθέτοντα αξιοπρόσεκτο κουρδικό στοιχείο νοτιοανατολικά τουρκικά εδάφη. Όπως αναφέρει ο γεωστρατηγικός αναλυτής Σάββας Καλεντερίδης σχετικά με το ζήτημα:
«Η συνένωση των καντονιών αποκόπτει την Τουρκία από τον αραβικό ισλαμικό κόσμο, βγάζει τους Κούρδους και τα πετρέλαιά τους δύο βήματα από τη θάλασσα και μειώνει την εξάρτηση της Ουάσιγκτον από την Άγκυρα, αφού δημιουργεί μία ζώνη επιρροής και επιχειρησιακής δράσης 1.200χλμ. για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, που ξεκινά από τα σύνορα του Ιράν, από τη Σουλεϊμανίγια και το Κιρκούκ και φθάνει μέχρι το ηρωικό Κομπάνι και τη Μεσόγειο» (Καλεντερίδης,2018,σ.57).
Είναι αναμφίβολο ότι ο κουρδικός κίνδυνος οδήγησε τον Τούρκο πρόεδρο σε συνεργασία με τη Μόσχα αλλά και με το μπααθικό-αλαουϊτικό καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ (!), του οποίου την πτώση επιθυμούσε μέχρι πρότινος (και εξακολουθεί), αποβλέποντας στον περιορισμό της δυναμικής των Κούρδων. Διόλου τυχαία δεν είναι, άλλως τε, η ταύτιση της τουρκικής παρέμβασης εις το συριακό πεδίο μαχών με την σταδιακή παρακμή και αποδυνάμωση της Al Qaeda και του DAESH (Καλεντερίδης,2018,σ.58,59) [κατά το κοινώς λανθασμένα λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος-ISIS, εφόσον το Ισλάμ δεν αποδέχεται την έννοια του εθνοκράτους αλλά, αντιθέτως, την έννοια της Όμα, της Διεθνούς Κοινότητας των Πιστών, κοντολογής το Χαλιφάτο (Νικολάου-Πατραγάς,2011,σ.157-160)]. Η συστράτευση αυτή αδιαμφισβητήτως στέκεται «αγκάθι» στα αγγλοσαξονικά συμφέροντα επί τη περιοχή, διά των οποίων αντιθέτως έχει εκφρασθεί θετική στάση σε μία ενδεχόμενη συγκρότηση ενός φίλα προσκείμενου προς τις ΗΠΑ κουρδικού κράτους (Goran,2016). Εντούτοις, οι εκφραστές αυτών των συμφερόντων καλούνται να αντιμετωπίσουν την αυτονομιστική διάθεση της Τουρκίας προς το ΝΑΤΟ και την «ανορθόδοξη» συνεργασία της με τον ρωσικό παράγοντα.
Συνδυαστικά προς την ανωτέρω διατυπωθείσα θέση, ο χρονολογούμενος ήδη από το έτος 2006 και κατά τ’ άλλα ευφάνταστος χάρτης με τίτλο «Blood Borders», επινοήσεως του Αμερικανού εν αποστρατεία αντιστρατήγου ονόματι Ralph Peters, έρχεται να ξεκαθαρίσει τη στάση του αγγλοσαξονικού επιτελείου χάραξης στρατηγικής επί των μεσανατολικών εδαφών. Συμφώνως προς το χάρτη, απεικονίζεται μέσω της πλήρους ανασυνθέσεως της γεωγραφικής περιοχής αλλά η επινόηση νέων κρατών βάσει των μέχρι σήμερα «αδικημένων και αλυτρώτων πληθυσμιακών ομάδων», μεταξύ των οποίων ασφαλώς συγκαταλέγονται και οι Κούρδοι (Armed_Forces_Journal,2013).
Πανομοιοτύπως η άποψη περί ανασχεδιασμού των μεσανατολικών συνόρων διετυπώθη και το 2013, εν καιρώ συγκρούσεων και της λεγομένης Αραβικής Ανοίξεως (Wright,2013)! H πραγματικότητα αυτή καθιστούσε αναμενόμενη μία ρωσοτουρκική συνεργασία και την επακόλουθη πρόσδεση του Τούρκου Προέδρου στο ρωσο-ιρανικό άρμα συμφερόντων εν όψει κουρδικού (Δρίβας,Τσαϊλάς,2018). Διά τον απλούστατο, λοιπόν, λόγο, η εν ολίγοις «ριζοσπαστική» επιλογή εκ μέρους του τουρκικού επιτελείου για την προμήθεια των ρωσικών πυραύλων τύπου S-400 πραγματώθηκε παρά τις όποιες αντιδράσεις των ΗΠΑ και αυτός είναι η προσπάθεια αναθεώρησης της χαραχθείσας αμερικανικής μεσανατολικής πολιτικής διά της στρατηγικής απόπειρας αύξησης της γεωπολιτικής σημασίας της Τουρκίας στο νου των Αμερικανών ιθυνόντων, στο πλαίσιο του διλήμματος εξέλιξης αυτής σε περιφερειακό ηγεμόνα ή σε εξαρτώμενο περιφερειακό τοποτηρητή.
B. Το ρωσοτουρκικό ενεργειακό παίγνιο των αγωγών και η Διώρυγα της Κωνσταντινούπολης
Το εκτυλισσόμενο ενεργειακό παίγνιο μεταξύ της Τουρκίας και της Ρωσίας αξίζει περεταίρω εξέτασης. Ο κατασκευασθείς από τη ρωσικών συμφερόντων εταιρεία Gazprom αγωγός Blue Stream λειτουργεί ως τροφοδότης της τουρκικής αγοράς με τις αναγκαίες για εκείνη ποσότητες φυσικού αερίου (Gazprom) ενώ την 8η Ιανουαρίου 2020 ξεκίνησε επισήμως η λειτουργία του νέου offshore αγωγού φυσικού αερίου Turkish Stream, ως προϊόν της από τον Δεκέμβριο του 2014 συμπράξεως των εταιρειών Gazprom και της τουρκικής εταιρείας Botas Petroleum Pipeline Corporation. Ο αγωγός αυτός προβλέπεται να εφοδιάζει ενεργειακά μέσω της Τουρκίας τη Χερσόνησο του Αίμου και, εν συνεχεία, την ευρωπαϊκή αγορά, παρακάμπτοντας την Ουκρανία με την οποία η Ρωσία βρίσκεται σε μία μακροχρόνια σύγκρουση, αποκορύφωμα της οποίας ήτο η εν έτει 2014 προσάρτηση της Κριμαίας στη ρωσική επικράτεια και η του επομένου έτους εισβολή στα ανατολικά ουκρανικά εδάφη (Astakhova,Sezer,2020).
Εντούτοις, η τουρκική ηγεσία προσπαθεί να εξελίξει την οικοδόμηση σταθερών ενεργειακών σχέσεων με το ρωσικό παράγοντα ως το μέσο για την εξασφάλιση της αμερίστου υποστήριξης και αρωγής της τεχνογνωσίας του ρωσικού ενεργειακού επιτελείου στην κατασκευή του αγωγού Samsun-Ceyhan, ο οποίος πρόκειται καθημερινώς να μεταφέρει μεγάλες ποσότητες αργού πετρελαίου ρωσικής προελεύσεως από τη Μαύρη Θάλασσα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αποφεύγοντας την διέλευση του Βοσπόρου, οι οποίες εν συνεχεία θα μεταφορτώνονται σε ειδικά σχεδιασμένα δεξαμενόπλοια τα οποία θα διοχετεύουν το αργό πετρέλαιο προς τον υπόλοιπο κόσμο (Arsu,2010).
Το μόνο που απομένει να εξετασθεί εις το μέλλον είναι το κατά πόσο θα επηρεαστεί η υλοποίηση ή μη του μακροπνόου αυτού ενεργειακού σχεδίου από την αναμόχλευση εκ μέρους της τουρκικής κυβερνήσεως του φαραωνικού σχεδίου περί κατασκευής παρακαμπτήριας διώρυγας δυτικά των Στενών του Βοσπόρου. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τούρκου Υπουργού Μεταφορών, Mehmet Cahit Turhan, το έργο αυτό πρόκειται να διευκολύνει την διέλευση των εμπορικών πλοίων από τον Εύξεινο Πόντο στο Αιγιακό Αρχιπέλαγος και τη Μεσόγειο ευρύτερα, ενώ ο Τούρκος Πρόεδρος φαίνεται να μην λαμβάνει υπ’ όψιν του τη κατακραυγή εκ μέρους της αντιπολίτευσης και της τουρκικής κοινωνίας των οποίων ο αντίλογος στηρίζεται όχι μόνο στις οικολογικές επιπτώσεις του έργου αλλά και στον αντίκτυπο αυτού στην ήδη νωθρή τουρκική οικονομία (Selcuki,2020). Όσον αφορά τη Ρωσία, το βασικό ερώτημα σχετικά με τη τεχνητή δίοδο είναι ότι, βάσει της δηλώσεως του Τούρκου Πρωθυπουργού, Binali Yıldırım, κατά την οποία η Συνθήκη του Montreux (1936) δεν πρόκειται να ορίζει το καθεστώς της Διώρυγα, σε αυτή λοιπόν την περίπτωση παραμένει άγνωστη η δυνατότητα ελεύθερης ή μη διελεύσεως πολεμικών πλοίων και αν το καθεστώς ενδεχομένης απρόσκοπτης χρήσης της διώρυγας από πολεμικά πλοία προερχόμενα μόνο από τα παρευξείνια κράτη (Franchineau,2018).
Γ. Ο συσχετισμός της ενεργειακής «δίψας» με την τάση ηγεμονισμού στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο: Το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο Συνεργασίας και η Ελλάδα
Ως συνέπεια των ανωτέρω υφίσταται η επικράτηση της απόψεως ότι οι ενεργειακές ανάγκες της Τουρκίας αποτελούν τον θεμέλιο λίθο στη βάση των διακρατικών της σχέσεων με την Ρωσία. Ακριβέστερα, το τουρκικό επιτελείο χάραξης ενεργειακής πολιτικής φαίνεται να θεωρεί ότι η Τουρκία τελεί υπό καθεστώς εξαρτήσεως εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου, δεδομένου ότι η ίδια παράγει ετησίως απειροελάχιστες ποσότητες στην Νοτιοανατολική Τουρκία και την Ανατολική Θράκη, εν συγκρίσει με την ραγδαία αύξηση των ενεργειακών της αναγκών από το 2000 και έπειτα. Η σημαντικότητα του φυσικού αερίου για την κίνηση της τουρκικής οικονομίας είναι έκδηλη. Σύμφωνα με τα αντλημένα από την τουρκική Γενική Διεύθυνση Ενεργειακών Υποθέσεων στοιχεία του 2018, η κατανάλωση φυσικού αερίου άγγιξε το 33% για τα νοικοκυριά ενώ το υπόλοιπο 67% αντιστοιχεί στην κατανάλωση αυτού από τον δευτερογενή βιομηχανικό τομέα και τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας (Enerji_İşleri_Genel_Müdürlüğü,2018,σ.6)! Η επιτακτική αυτή ανάγκη σε φυσικό αέριο διαφαίνεται, άλλως τε, και από το αξιοσημείωτο ποσοστό κατανάλωσης της τάξεως του 60% που αντιπροσωπεύει το φυσικό αέριο σε σχέση με τις υπόλοιπες πηγές ενέργειας (Enerji_İşleri_Genel_Müdürlüğü,2018,σ.2).
Συλλογιζόμενος κανείς την προαναφερομένη πραγματικότητα, διόλου τυχαία δεν είναι η συνεξέταση αυτής με την επί σειρά ετών ηγεμονική πολιτική της Τουρκίας προς τα όμορά της κράτη μέσω του εκφοβισμού (με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την δράση της εις την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της πολυπάθου και τάλαινας Κυπριακής Δημοκρατίας), της εργαλειοποίησης και υπονόμευσης των προβλεπομένων αρχών του Διεθνούς Δικαίου και της δημιουργίας αντισυνασπισμών, όπως αυτός με τη Ρωσία. Βάσει, λοιπόν, των ανωτέρω, είναι πρέπον να σημειωθεί ότι τόσο η ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην θαλάσσια περιοχή της κυπριακής και της – ακόμα μη οριοθετημένης – ελληνικής ΑΟΖ όσο και η συγκρότηση του σταθερού τριμερούς άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ διά της μελλοντικής υλοποιήσεως του αγωγού East Med αποτέλεσαν καθοριστικούς και πρωταρχικούς παράγοντες με διαδραματίσαντα καταλυτικό ρόλο στην υπογραφή του Τουρκολιβυκού Μνημονίου Συνεργασίας (MoU), την 27η Νοεμβρίου 2019, με σκοπό την αποκοπή της Ελλάδος από την Ανατολική Μεσόγειο και την καταβαράθρωση του ενεργειακού άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ.
Εδώ, τέλος, είναι που ζητείται μετ’ επιτάξεως η εξέταση της ελληνικής στάσης. Αποτελεί κοινό τόπο το γεγονός ότι σε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής ακαδημαϊκής και πολιτικής κοινότητας επικρατεί η είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα εμμονική, μονοδιάστατη και τοιουτοτρόπως ανορθολογική προάσπιση του Διεθνούς Δικαίου δίχως να δίδεται η απαραίτητη βαρύτητα στο απλούστατο προαπαιτούμενο για την εφαρμογή των διεθνοδικαϊκώς προβλεπομένων: στην ισχύ ως απόρροια του ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Πρέπει, λοιπόν, να καταστεί σαφές στους ιθύνοντες της ελληνικής διπλωματίας ότι η Τουρκία, η οποία αντιλαμβάνεται την κατοχή ενεργειακών πόρων ως απαραίτητη για την επιβίωση ενός κράτους καθώς καταδεικνύει την ευημερία και την ισχύ αυτού, δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση να σεβαστεί τα κωλύματα που θέτει το Διεθνές Δικαϊκό Σύστημα στον έλεγχο αλλοτρίων πλουτοπαραγωγικών πηγών ενέργειας, όσο και αν κάποιοι στο εσωτερικό μετά υστερίας βαυκαλίζονται το άτοπο και το παράνομο του τουρκολιβυκού συμφώνου!
Όπως ευστόχως και με αγχίνοια είχε διατυπώσει ο Καθηγητής Νεοκλής Σαρρής, η διατήρηση των οσμανικών δομών στο σύγχρονο τουρκικό κράτος είχε ως απότοκο την παράλληλη διατήρηση και των οθωμανικών βλέψεων. Σε μία τέτοια συγκυρία τουρκικού μαξιμαλισμού όπου η ισχύς κατισχύει των διεθνών κανόνων και το Διεθνές Δίκαιο ορίζεται ως «το συμφέρον κάθε κράτους ενδεδυμένο με στρατό, στόλο και αεροπορία», όπως μετ’ ευστοχίας πολλάκις έχει αναφέρει ο Καθηγητής Ιωάννης Μάζης, η επικράτηση του αισθήματος αποφασιστικότητας και του υψηλού φρονήματος έναντι της ανούσιας νοοτροπίας κατευνασμού σε συνδυασμό με τον άμεσο υπερκερασμό της μονόπλευρης θεάσεως της πραγματικότητας από τη σκοπιά του Διεθνούς Δικαίου διά της πολιτικής βουλήσεως είναι ηλίου φαεινότερον ότι αποτελεί την μονόδρομη λύση. Έχει ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος και συγκυρία των καιρών καθιστά ακόμη πιο μεγάλη την ανάγκη ε κατανόησης από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία ότι η Ελλάδα πρέπει να παύσει να λειτουργεί ως γεωπολιτικός επαίτης! Αλλά ας κλείσει εδώ η παρενθετική αναφορά εις τα ελληνοτουρκικά.
Αντί επιλόγου: Τελικά, η Τουρκία γιατί άγχεται;
Επανερχόμενοι στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, η προσεγγιστική διάθεση της Ρωσίας εκ μέρους της Τουρκίας αιτιολογείται ακόμη και από την ραγδαίως εξελικτική πορεία της γεωκλιματικής αλλαγής. Η τήξη των πάγων στη γεωγραφική περιοχή του Αρκτικού Κύκλου δημιουργεί ένα «νέο δίαυλο διεξόδου για την εμπορευματική κυκλοφορία των ρωσικών αγαθών και μάλιστα διά των συντομότερων, γεωγραφικώς και χρονικώς, δρομολογιών» (Μάζης,2018,σ.978). Η πραγματικότητα αυτή έρχεται μοιραίως να επηρεάσει την ισχύουσα γεωπολιτική πραγματικότητα καθώς το γεωπολιτικό υπόδειγμα του Spykman περί Αναχωματικού Δακτυλίου δέχεται σωρεία προκλήσεων. Συνεπώς, δεν θα ήτο ατόπημα να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η δημιουργία νέων εμπορικών διαύλων θέτει την Τουρκία από το επίκεντρο στο περιθώριο των διεθνοπολιτικών εξελίξεων. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία, έχοντας απολέσει την στρατηγική της σημασία, αποπειράται να εισέλθει στον αδιάκοπο αγώνα ανακάλυψης της νέας γεωπολιτικής της μοναδικότητας μέσω της ανοικοδόμησης ενεργειακών και εξοπλιστικών σχέσεων με τη Ρωσία. Τέλος, στην προσπάθεια εξέχουσα θέση καταλαμβάνει η υιοθέτηση της νεοθωμανικής-χαλιφατικής η οποία αποσκοπεί στην ανάληψη των ηνίων του μουσουλμανικού κόσμου-Όμα. Αντιστοίχως, καταλυτικό ρόλο στο εγχείρημα αυτό διαδραματίζει η συστηματική προβολή την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη στο γεωσύμπλοκο της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου (Tol,2019).
Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία
1.Θάνος Βερέμης (2018), «Οι Ρώσοι ξανάρχονται», Τα Νέα, 30 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
2.Bernard Lewis, «Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας-ΙΙ», Παπαζήση, Αθήνα 2002
3.William Hale, «Τουρκική Εξωτερική Πολιτική 1774-2000», Πεδίο, Αθήνα 2016
4.Ηλίας Ι. Ηλιόπουλος, «Διεθνείς Σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945: Η Ημισέληνος μεταξύ Βρεττανικού Λέοντος, Γερμανικής Σβάστικας και Ρωσσικής Άρκτου», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017
5.Σάββας Καλεντερίδης, «Το εκκρεμές της Τουρκίας», INFOΓΝΩΜΩΝ, Αθήνα 2018
6.Κυριακός Θ. Νικολάου-Πατραγάς, «Χαλιφεία και Ισλαμική Διακυβέρνηση», Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2011
7.Baxtiyar Goran (2016) “US will recognize an independent Kurdistan”, Kurdistan24, 30 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
8.Ralph Peters (2013), “Peters’ “Blood borders” map”, Armed Forces Journal, Οκτώβριος. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
9.Αλέξανδρος Θ. Δρίβας, Δημήτριος Τσαϊλάς (2018), «Η ρωσική πολιτική στη Μέση Ανατολή», Foreign Affairs – The Hellenic Edition, 08 Φεβρουαρίου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
10.Gazprom, “Blue Stream – Russian natural gas supplies to Turkey”, Gazprom. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
11.Sebnem Arsu (2010) “Turkey’s Pact with Russia Will Give It Nuclear Plant”, The New York Times, 12 Μαΐου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
12.Enerji İşleri Genel Müdürlüğü, “Aylık Enerji İstatistikleri Raporu”, Ankara, Ocak 2018
13.Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο-Τόμος ΙΙ», Λειμών, Αθήνα 2018
14.Gonul Tol (2019), «Το στοίχημα της Τουρκίας για θρησκευτική ηγεσία», Foreign Affairs – The Hellenic Edition, 11 Ιανουαρίου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
15.Robin Wright (2013), “Imagining a Remapped Middle East”, The New York Times, 28 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
16.Olesya Astakhova, Can Sezer (2020), “Turkey, Russia launch TurkStream pipeline carrying gas to Europe”, Reuters, 08 Ιανουαρίου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
17.Can Selcuki (2020), “In Turkey, a Battle Over Infrastructure Could Shape the Next Presidential Race”, Foreign Policy, 16 Ιανουαρίου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
18.Helene Franchineau (2018), “How Istanbul’s man-made canal project could trigger an arms race in the Black Sea – and why China is watching closely”, South China Morning Post, 03 Ιουνίου. Διαθέσιμο εδώ [Πρόσβαση: 12/02/2020]
Πρώτη δημοσίευση στο https://thesafiablog.com/