Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία ήρθαν να ταράξουν την ηρεμία που υπήρχε στην Ευρωζώνη και στις χρηματοπιστωτικές αγορές της τον τελευταίο χρόνο, μετά τις ήττες των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων στην Ολλανδία και τη Γαλλία και με την οικονομία της περιοχής να σημειώνει τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων ετών.
Μετά τις εκλογές στη γειτονική χώρα, στις αρχές του Μαρτίου, στις οποίες έχασαν μεγάλες δυνάμεις τα παραδοσιακά κόμματα, οι επενδυτές κράτησαν μία ψύχραιμη στάση απέναντι στα ιταλικά ομόλογα και μετοχές, περιμένοντας το αποτέλεσμα των διεργασιών για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Οι αποδόσεις των ομολόγων δεν σημείωσαν ουσιαστική άνοδο μέχρι πριν από τις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, όταν το κόμμα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα ανακοίνωσαν τη συμφωνία τους σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα και λίγο αργότερα πρότειναν τον καθηγητή της Νομικής, Τζουζέπε Κόντε, για πρωθυπουργό.
Το έναυσμα αποτέλεσε δημοσίευμα, που ανέφερε ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα των δύο κομμάτων περιλάμβανε και αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη διαγραφή του χρέους της Ιταλίας ύψους 250 δισ. ευρώ, το οποίο δημιουργήθηκε από την αγορά ιταλικών ομολόγων από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του QE.
Μετά το δημοσίευμα αυτό, άρχισαν οι πιέσεις στα ιταλικά ομόλογα, οι οποίες συνεχίσθηκαν και μετά την επίσημη ανακοίνωση του κυβερνητικού προγράμματος, το οποίο δεν κάνει καμία αναφορά σε διαγραφή χρέους, αλλά προβλέπει μεγάλες μειώσεις φόρων και αυξήσεις δημοσίων δαπανών, οι οποίες σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις αναλυτών μπορεί να έχουν κόστος πάνω από 100 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της Ιταλίας.
Δεδομένου ότι η Ιταλία έχει ένα δημόσιο χρέος πάνω από 2 τρισ. ευρώ, το οποίο είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, μετά της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ (πάνω από 130%), το πρόγραμμα των δύο κομμάτων προκάλεσε ανησυχίες για σημαντική αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους της Ιταλίας. Στις ανησυχίες προστέθηκαν και οι πληροφορίες ότι υπουργός Οικονομικών θα αναλάβει ο Πάολο Σαβόνα, ένας ευρωσκεπτικιστής οικονομολόγος.
Οι πιέσεις στην αγορά αντανακλώνται στην αύξηση της απόδοσης των 10ετών ιταλικών ομολόγων, η οποία έφθασε στο 2,45% την Παρασκευή, που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας τετραετίας, σύμφωνα με τους Financial Times. Σε σχέση με ένα μήνα πριν, η αύξηση πλησιάζει τις 70 μονάδες βάσης (0,7 της ποσοστιαίας μονάδας). Οι πιέσεις στα ιταλικά ομόλογα οδήγησαν, όπως έχει συμβεί σε ανάλογες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, σε άνοδο τις αποδόσεις και των ομολόγων των άλλων χωρών του Νότου της Ευρωζώνης. Η απόδοση των 10ετών ελληνικών τίτλων διαμορφώθηκε πάνω από το 4,20% την Παρασκευή, καταγράφοντας μία αύξηση περίπου 30 μονάδων βάσης σε σχέση με ένα μήνα πριν. Η απόδοση των αντίστοιχων πορτογαλικών τίτλων αυξήθηκε στο ίδιο διάστημα περίπου 20 μονάδες βάσης κοντά στο 1,90%, ενώ μικρότερη ήταν η άνοδος των ισπανικών τίτλων (8 μονάδες βάσης στο 1,36%). Αντίθετα, οι αποδόσεις των γερμανικών, ολλανδικών και γαλλικών ομολόγων μειώθηκαν σε σχέση με ένα μήνα πριν (κατά 18, 15 και 11 μονάδες βάσης, αντίστοιχα), πάλι σε αναλογία με ότι έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο ότι σε περιόδους αβεβαιότητας οι επενδυτές στρέφονται στα ομόλογα που θεωρούνται πιο ασφαλή, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι αποδόσεις τους.
Αξιωματούχοι της ΕΕ, όπως ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις, και το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Μπενουά Κερέ, κάλεσαν την Ιταλία να ακολουθήσει συνετή δημοσιονομική και οικονομική πολιτική και να σεβασθεί τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Σε έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη, η ΕΚΤ κτύπησε καμπανάκι για τη δημοσιονομική πολιτική της Ιταλίας. Η επιδείνωση του περιβάλλοντος ανάπτυξης ή μία χαλάρωση της δημοσιονομικής στάσης σε χώρες με υψηλό χρέος θα μπορούσε να έχει επίπτωση στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και, κατ’ επέκταση, στο κλίμα της αγοράς έναντι των ομολόγων τους, ανέφερε η ΕΚΤ.