Σε πρόσφατη μελέτη επιστημόνων από τα Πανεπιστήμια της Ταιβάν, του Χονγκ-Κονγκ και της Νότιας Καρολίνα, δημοσιευμένη στο περιοδικό Management Science (Ιανουάριος 2022) διαπιστώθηκε η συσχέτιση μεταξύ της κατοχύρωσης εμπορικών σημάτων (ονομασία επιχείρησης ή προϊόντων και υπηρεσιών, λογότυπα κ.ο.κ.) και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, επιχειρήσεις οι οποίες καταχώρισαν περισσότερα σήματα ετησίως για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες τους, αποδείχθηκε ότι είχαν μεγαλύτερα κέρδη σε άξονα δωδεκαμήνου από εκείνες που δεν ήταν τόσο ενεργές σε επίπεδο εμπορικών σημάτων. Το δεδομένο αυτό αποδεικνύει ότι η κατοχύρωση εμπορικού σήματος συνιστά μια διαδικασία οικονομικά ωφέλιμη.
Καταλήγοντας, η έρευνα σημειώνει ότι οι οικονομικοί αναλυτές, για το λόγο αυτό, οφείλουν να δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο trademark portfolio κάθε επιχείρησης, αφού αυτό αποτελεί παράγοντα ο οποίος παρέχει αποφασιστική συνδρομή στην πρόβλεψη των οικονομικών αποτελεσμάτων της οντότητας.
Η συγκεκριμένη μελέτη [Po-Hsuan Hsu, Dongmei Li, Qin Li, Siew Hong Teoh, Kevin Tseng (2022) Valuation of New Trademarks. Management Science 68(1):257-279] βασίστηκε σε 305.422 καταχωρίσεις σημάτων στον USPTO (United States Patent and Trademark Office), την αρμόδια δηλαδή υπηρεσία των ΗΠΑ για εμπορικά σήματα και ευρεσιτεχνίες.
Η συσχέτιση των εμπορικών σημάτων με την κερδοφορία των επιχειρήσεων δεν έχει διαπιστωθεί όμως μόνο στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του EUIPO (European Union Intellectual Property Office - Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) σε συνεργασία με τον EPO (European Patent Office - Ευρωπαϊκό Γραφείο ∆ιπλωµάτων Ευρεσιτεχνίας), επιχειρήσεις οι οποίες επενδύουν σε δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (τέτοιο είναι και το σήμα) παρουσιάζουν έσοδα ανά υπάλληλο (revenue per employee ratio) αυξημένα κατά 55%.
Οι λόγοι για τους οποίους το σήμα είναι ωφέλιμο για μία επιχείρηση ποικίλλουν. Είναι βέβαιο ότι η κατοχύρωση ένδειξης διασφαλίζει τη δημιουργία και τη διατήρηση ορισμένης σύνδεσης με το καταναλωτικό κοινό. Εξάλλου και η ίδια η επιχείρηση, γνωρίζοντας ότι στο εξής αποκτά αποκλειστικό δικαίωμα στο συγκεκριμένο σήμα - επί του οποίου αναγκαία θα «ενσωματωθούν» οι δαπάνες αλλά και εν γένει η πρόοδός της – δρα όχι μόνο με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά και με ένα πρόσθετο κίνητρο για τη συνεχή βελτίωσή της.
Πολύ παραστατική είναι η φράση που έχει διατυπωθεί στην επιστήμη, όπου γίνεται λόγος για «κατοχύρωση της επιχειρηματικής επίδοσης». Όπως άλλωστε σημειώνεται και στην αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου για το εμπορικό σήμα (ν. 4679/2020) «η έλλειψη επαρκούς νομικής προστασίας για τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας συνιστά αντικίνητρο για την έρευνα, αφού χωρίς αυτήν κανένας δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί οικονομικά την καινούργια γνώση που δημιουργεί και γι’ αυτό δεν έχει κίνητρο για να επενδύσει στην έρευνα και την καινοτομία».
Ακόμα, η κατοχύρωση π.χ. εμπορικής ονομασίας συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας διευκολύνει τη θέση του σηματούχου, σε περίπτωση δικαστικής διένεξης - τόσο αμυντικά, όσο και επιθετικά. Άλλωστε, διάταξη Δικαστηρίου η οποία θα επιβάλλει, για παράδειγμα, την καταστροφή των προϊόντων, των διαφημιστικών φυλλαδίων και κάθε άλλου φορέα που φέρει τη συγκεκριμένη ένδειξη (η χρήση της οποίας απαγορεύθηκε μετά από εναντίωση τρίτου – συνηθέστατα ανταγωνιστή), θα είναι πολλές φορές καταστροφική για την επιχείρηση.
Το εμπορικό σήμα αποτελεί σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης για μία επιχείρηση. Παράλληλα, αποτελεί βασικό περιουσιακό στοιχείο με μεγάλη δυναμική. Βάσει δεδομένων και μελετών, αποφέρει κέρδη.
Αυτό άλλωστε αναγνωρίζει και η ίδια η αγορά: σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), από το 2008 παρατηρείται μία συνεχής αύξηση των αιτήσεων καταχώρισης σήματος της ΕΕ. Εντός του 2020 κατατέθηκαν 176.987 και το 2021 οι αιτήσεις ανήλθαν στο νούμερο των 197.898, αριθμός υπερδιπλάσιος από εκείνο των 87.498 για το 2008.
Το εμπορικό σήμα μπορεί να καταχωρισθεί σε εθνικό επίπεδο (εθνικό εμπορικό σήμα) , αλλά και για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (εμπορικό σήμα της ΕΕ).