Ενώ οι αντιπαραθέσεις για την Προεδρική πρόταση για επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 δεν έχουν κοπάσει, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον είναι ρεαλιστικό να προσδοκούμε μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο σύντομο μέλλον. Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Αντίθετα, έχει τη δική του σημασία καθώς καταβάλλονται προσπάθειες για εξεύρεση κοινού εδάφους μεταξύ των δύο πλευρών.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το Σύνταγμα του 1960 δεν στηριζόταν στο ενιαίο κράτος. Αντίθετα, το Σύνταγμα ανήκει στην οικογένεια των πολιτευμάτων της Συναινετικής Δημοκρατίας (Conscotiational Democracy) και είχε ως βασικό χαρακτηριστικό τον δικοινοτισμό και κατ’ επέκταση τους εθνοκοινοτικούς πυλώνες. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε γεωγραφικός διαχωρισμός το πολίτευμα αυτό ήταν κατ’ ουσίαν μια μορφή διοικητικής ομοσπονδίας. Ως εκ τούτου στα πλαίσια μιας διευθέτησης είναι σημαντικό να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για προώθηση μιας φιλοσοφίας με κοινούς στόχους. Έτσι ενώ το Σύνταγμα του 1960 λαμβάνεται υπ’ όψιν, θα πρέπει να εμβολιασθεί αναλόγως.
Δυστυχώς, όμως, αξιολογώντας τις τοποθετήσεις Τούρκων αξιωματούχων είναι προφανές ότι δεν προκύπτει κοινό έδαφος, το οποίο να στηρίζει ρεαλιστικές προσδοκίες για επίλυση του Κυπριακού με υποφερτό τρόπο. Η τουρκική πλευρά αξιώνει λύση δύο κρατών με κοινή εκπροσώπηση στο εξωτερικό. Η θέση αυτή παραπέμπει σε μια συνομοσπονδιακή διευθέτηση. Πέραν τούτου δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις δηλώσεις του εντολοδόχου της Άγκυρας στην Κύπρο Ερσίν Τατάρ για επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία.
Με μια συνομοσπονδιακή διευθέτηση ολόκληρη η Κύπρος θα είναι κάτω από την κηδεμονία της Τουρκίας. Παράλληλα εγείρονται διάφορα πρακτικά ερωτήματα. Θα μπορεί το κράτος αυτό να λειτουργήσει με τους κανόνες της Ευρωζώνης; Θεωρώ ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο εάν όχι αδύνατο. Εκτός της οικονομικής διάστασης υπάρχουν και άλλα ζητήματα το σοβαρότερο των οποίων είναι το δημογραφικό σε συνάρτηση με την παράνομη μετανάστευση.
Σε μια συνομοσπονδιακή διευθέτηση το τουρκοκυπριακό κράτος θα μπορεί να δίνει υπηκοότητες σε χιλιάδες Τούρκους και πολίτες τρίτων χωρών οι οποίοι με τη σειρά τους θα θέλουν να εισέλθουν στο ελληνοκυπριακό κράτος αλλά πολύ περισσότερο στις άλλες χώρες της ΕΕ.
Μια τέτοια εξέλιξη αναπόφευκτα θα επηρεάσει τα δικαιώματα όλων των Κυπρίων πολιτών. Δυναμικά στην πορεία του χρόνου η ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση των Κυπρίων πολιτών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα είναι πλέον δεδομένη, αλλά θα υποστεί σοβαρές εκπτώσεις. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι το συνομοσπονδιακό μόρφωμα θα είναι κράτος δεύτερης κατηγορίας στην ΕΕ.
Ουσιαστικά μια διευθέτηση χαλαρής ομοσπονδίας δεν διαφέρει πολύ από μια λύση συνομοσπονδίας. Ως εκ τούτου οι συνέπειες θα είναι ανάλογες. Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να σταθμισθούν σοβαρά απ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, στην απουσία πραγματικής προοπτικής για μια βιώσιμη διευθέτηση, η οποία θα βελτιώνει το status quo, είναι σημαντικό να αποτραπεί η επιδείνωσή του και να προστατευθεί ως κόρη οφθαλμού η ελεύθερη Κύπρος. Είναι επίσης καθοριστικής σημασίας η ανάδειξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους πρότυπο στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή.
Παράλληλα είναι σημαντικό να κατατεθούν κατευθυντήριες γραμμές για την επίλυση του Κυπριακού οι οποίες θα λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν το Σύνταγμα του 1960, τα δεδομένα που δημιουργήθηκαν μετά το 1974, την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και την υιοθέτηση του Ευρώ.
Σημειώνεται επίσης ότι εκ των πραγμάτων είναι απαραίτητη η παράλληλη υιοθέτηση μιας εξελικτικής πορείας. Συγκεκριμένες εισηγήσεις προς αυτή την κατεύθυνση έχω ήδη καταθέσει. Κατά τη δική μου άποψη αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική οδός για να αποτραπούν τα χειρότερα και να τεθούν οι βάσεις που θα συντηρούν την προοπτική για το μέλλον.
Στη μακρόχρονη ιστορία της η Κύπρος επηρεαζόταν πάντοτε από εξωγενείς εξελίξεις και παράγοντες. Δεν πρέπει να λησμονούμε πως η Κύπρος το 1878 πέρασε από τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην κηδεμονία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Σημειώνεται επίσης ότι η σύγχρονη κυπριακή ιστορία επηρεάσθηκε καθοριστικά από τον Ψυχρό Πόλεμο.
Στη σημερινή συγκυρία είναι σημαντικό να διαγνωσθεί σωστά το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον και να πορευτούμε ανάλογα. Παράλληλα, στην απουσία προοπτικής για μια έστω υποφερτή λύση στο άμεσο μέλλον, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να αξιοποιεί τον χρόνο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο καθώς και τις κατάλληλες συγκυρίες όταν αυτές παρουσιάζονται.
***
Ο καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.