Με την ολοκλήρωση της τουρκικής επιχείρησης ”Ασπίδα του Ευφράτη”, μια σειρά Τούρκων αξιωματούχων, κυρίως ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επιβεβαίωσαν ότι η Τουρκία δεν θα τερματίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της, αλλά αυτό ήταν μάλλον ένα προοίμιο για την έναρξη μιας νέας επιχείρησης. Αρκετές τουρκικές εφημερίδες που υποστηρίζουν την τουρκική ηγεσία, συμπεριλαμβανομένης της Yeni Şafak που πρόσκειται στο κυβερνών κόμμα ΑΚΡ, υπογραμμίζουν ότι η περιοχή του Αφρίν στα βορειοδυτικά της Συρίας που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των κουρδικών πολιτοφυλακών και του SDF, θα είναι ο επόμενος στόχος της Τουρκίας. Ωστόσο, οι διεθνείς περιπλοκές της συριακής κρίσης και η επιρροή των ΗΠΑ, της Ρωσίας και του Ιράν στο συριακό έδαφος καθιστά την περιοχή ιδιαίτερα ευαίσθητη, με αποτέλεσμα να έχει καθυστερήσει αυτό το εγχείρημα, το οποίο είναι πλέον θέμα χρόνου. Θα αναλύσω παρακάτω τα σημάδια που προηγήθηκαν αυτής της επιχείρησης, γιατί πλησιάζει και ποιες είναι οι δυσκολίες της.
Η περιοχή του Αφρίν εκτείνεται σε μια ανάγλυφη γεωγραφική περιοχή που εκτιμάται σε περίπου 2.000 τ.χλμ. και αποτελείται από 340 χωριά εκτός από την πρωτεύουσα Αφρίν, οι κάτοικοι των οποίων είναι στην πλειοψηφία τους Κούρδοι. Η περιοχή ελέγχθηκε αρχικά από το καθεστώς Άσαντ και στο τέλος του 2012 από την ένοπλη συριακή αντιπολίτευση ενώ, στη συνέχεια, καταλήφθηκε από κουρδικές πολιτοφυλακές, το PYD και το YPG, που κατάφεραν να καταλήξουν σε άμεση συμφωνία με το καθεστώς Άσαντ περί μη βομβαρδισμού της και παραμονής της υπό τον έλεγχο αυτών των πολιτοφυλακών. Αυτό το κουρδικό καντόνι δημιούργησε εμμονή στην τουρκική διοίκηση, αλλά η αμερικανική υποστήριξη στις κουρδικές πολιτοφυλακές ήταν μια ασπίδα προστασίας τους από την άμεση τουρκική παρέμβαση. Μετά τη ρωσική παρέμβαση το φθινόπωρο του 2015 και τον περιορισμό της αμερικανικής επιρροής, η Μόσχα ήταν μια βολική διαδρομή για να ξεκινήσει η Άγκυρα αυτήν την επιχείρηση.
Τους τελευταίους δύο μήνες, ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν επισκέφθηκε την τουρκική πρωτεύουσα δύο φορές. Η μάχη του Αφρίν ήταν στην κορυφή των συζητήσεων μεταξύ των δύο ηγετών. Δυτική πηγή μου επεσήμανε ότι ο Ερντογάν ζήτησε από τον Πούτιν την ευλογία του για αυτήν, αλλά αυτός στην πρώτη επίσκεψη ζήτησε χρόνο μέχρι την ολοκλήρωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο ανατολικό τμήμα της Συρίας ενάντια στο ISIS. Στην δεύτερη επίσκεψη, ο Πούτιν πρότεινε να παραδώσουν οι κουρδικές πολιτοφυλακές την περιοχή στο καθεστώς Άσαντ, ώστε να μη χρειασθεί να κινηθεί η Άγκυρα στρατιωτικά. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε πλήρως από την Τουρκία. Ωστόσο, ορισμένες τοπικές πηγές υπέδειξαν ότι η Μόσχα είχε ήδη ξεκινήσει συνομιλίες με ηγέτες τις κουρδικές πολιτοφυλακές στη βάση του Χμεϊμίμ. Η Μόσχα τους ζήτησε να σηκώσουν τη σημαία του καθεστώτος Άσαντ χωρίς να αλλάξουν την διοίκηση της περιοχής. Σε αντάλλαγμα, η Μόσχα θα εμποδίσει την Τουρκία να παρέμβει στρατιωτικά. Πράγματι, στα τέλη του περασμένου μήνα, υπήρξαν πληροφορίες ότι οι κουρδικές πολιτοφυλακές που ελέγχουν κάποιες γειτονιές του Χαλεπίου σήκωσαν τις σημαίες του συριακού καθεστώτος. Αυτή η κίνηση αντιμετωπίστηκε με έντονη γλώσσα από τον τουρκικό Τύπο, ο οποίος θεώρησε αυτό το βήμα σαφή εξαπάτηση και ότι η Μόσχα προσπαθεί να ικανοποιήσει τους Κούρδους για να απαγγιστρωθούν από την αμερικανική επιρροή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα της Τουρκίας και την εθνική της ασφάλεια.
Όσον αφορά στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας, η ατμόσφαιρα είναι καθαρά πολεμική. Τουρκικές στρατιωτικές μονάδες έχουν ήδη ξεκινήσει την απομάκρυνση του διαχωριστικού τείχους μεταξύ της τουρκικής επαρχίας Χατάϊ και της περιοχής Αφρίν. Τοπική πηγή με διαβεβαίωσε ότι τα τουρκικά στρατεύματα εξακολουθούν να συγκεντρώνονται στην περιοχή. Οι τουρκικές εφημερίδες ανέφεραν ότι περίπου 20.000 Τούρκοι στρατιώτες είναι έτοιμοι να μετάσχουν σε αυτήν την σύνθετη επιχείρηση, στην οποία θα συμμετάσχουν και δυνάμεις της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης, που αριθμούν περίπου 15.000 μαχητές. Το πιο σημαντικό ερώτημα παραμένει: ποια θα είναι η αμερικανική αντίδραση;
Η αμερικανική κυβέρνηση πρόσφατα δημοσίευσε τη Νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας για το 2018. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι η Τουρκία δεν αναφέρεται καθόλου σε αυτή τη στρατηγική, σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη, παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ουάσινγκτον είναι τεταμένες, εξαιτίας της τουρκικής επιρροής στα αμερικανικά συμφέροντα στο βόρειο τμήμα της Μέσης Ανατολής. Αυτό σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον βρίσκεται, επί του παρόντος, σε σύγχυση για το μέλλον των σχέσεών της με την Άγκυρα. Η Τουρκία είναι σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Ιράκ, τη Συρία και την Παλαιστίνη, καθώς και την κρίση στον Κόλπο. Όμως, η θέση της Άγκυρας είναι ότι η υποστήριξη της Ουάσινγκτον στις κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία η οποία τις θεωρεί ως επέκταση της επιρροής της, αποτελεί απειλή για την εθνική της ασφάλεια της Τουρκίας. Η Άγκυρα, επίσης, ήταν ο μεγαλύτερος πολέμιος της πρόσφατης απόφασης Τραμπ για την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ. Αυτή η αμερικανική μεταβλητότητα στις σχέσεις με την Τουρκία αυξάνει την πολυπλοκότητα των περιφερειακών κρίσεων εν γένει.
Με άλλα λόγια, η Άγκυρα είναι σημαντικός παράγοντας στη συριακή κρίση τόσο για τη Μόσχα, όσο και για την Ουάσινγκτον. Η επιρροή της στην ένοπλη αντιπολίτευση της Συρίας της δίνει τη δυνατότητα να ανακατέψει πάλι την τράπουλα. Αυτό θα μπορούσε να ωθήσει τη Μόσχα να αποδεχθεί την επιχείρηση στο Αφρίν. Η επιρροή της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή καθιστά απίθανη την ιδέα να διεξαχθεί ένας έμμεσος πόλεμος με την Άγκυρα για την υπεράσπιση του Αφρίν. Ως εκ τούτου, η Άγκυρα πιστεύει ότι ο δρόμος για στρατιωτική επέμβαση είναι ανοικτός. Αλλά δεν θα είναι εύκολος. Η περιοχή είναι γεωγραφικά δύσκολη και οι Κούρδοι μαχητές προετοιμάζονται δύο χρόνια ψυχολογικά και στρατιωτικά να αντιμετωπίσουν την Άγκυρα. Η μάχη είναι θέμα χρόνου, αλλά κανένας δεν γνωρίζει ακριβώς ποιες θα είναι οι συνέπειές της. Κατά τη γνώμη μου, θα είναι καταστροφικές και για την Άγκυρα και για τον τοπικό άμαχο πληθυσμό.