«Για να σταματήσεις την Κίνα, πρέπει να σταματήσεις τον Τζο Μπάιντεν». Αυτή η φράση, μέρος διαφημιστικής πολιτικής καμπάνιας υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, συνοψίζει ένα από τα πιο κομβικά σημεία της πολιτικής σύγκρουσης μέχρι τις επερχόμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Η υγειονομική κρίση που οδήγησε με φρενήρεις ρυθμούς την μετάσταση του προβλήματος σε κάθε οικονομικό δείκτη των Η.Π.Α, αναδύει στην επιφάνεια, ως παράπλευρη ανάγκη, ένα από τα σημαντικότερα γεωπολιτικά παιχνίδια του 21ου αιώνα.
Η επικοινωνιακή στρατηγική Τραμπ άφησε γρήγορα πίσω τις θετικές δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου για τις «καλύτερες από ποτέ» σχέσεις των δύο χωρών, όπως εκφράστηκαν στο Παγκόσμιου Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός τον Ιανουάριο του 2020. Από τότε, ο «Κινέζικος ιός», η «ακόμα χειρότερη επίθεση και από το Περλ Χάρμπορ ή τους Δίδυμους Πύργους», όπως και το τελευταίο ανακοινωθέν πλάνο για απέλαση χιλιάδων Κινέζων μεταπτυχιακών φοιτητών, είναι απλά ενδεικτικά σημεία μιας κλιμακούμενης ρητορικής ενάντια στην αδιαφάνεια και τις υπόγειες μεθοδεύσεις του Πεκίνου.
Μία ρητορική που ωστόσο βρίσκει ευήκοα ώτα στο εσωτερικό κοινό, όπως επιβεβαιώνει και το Κέντρο Ερευνών Pew σε πρόσφατη έρευνα του. Εκεί παρατηρεί κανείς το αντικινεζικό αίσθημα της κοινής γνώμης να σκαρφαλώνει από το 36% στο 66% μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, και ενώ εύλογα οι Ρεπουμπλικάνοι φέρονται να επικροτούν περισσότερο την σκληρή στάση στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α., κανένας από τους Δημοκρατικούς υποψηφίους δεν έχει τολμήσει να κάνει λόγο για άρση των οικονομικών δασμών μετά το πέρας των εκλογών.
Παρά την εκπεφρασμένη επιθυμία αποφυγής της «Θουκυδίδειος παγίδας», όπως διατυπώθηκε δια στόματος του προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, το φθινόπωρο του 2015, οι τρεις υπερφιλόδοξοι και οριοθετημένοι στόχοι του «Κινεζικού Ονείρου» κάθε άλλο παρά αποτρέπουν συνθήκες σύγκρουσης σε επίπεδο «ψυχρού» ή και «θερμού» πολέμου.
Πρώτος στόχος το 2025, όπου η Κίνα προβλέπει την επικυριαρχία της σε 10 νευραλγικές τεχνολογικές βιομηχανίες, μεταξύ των οποίων η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ωκεανική μηχανική, η φαρμακοβιομηχανία, και ο αεροδιαστημικός εξοπλισμός.
Δεύτερος στόχος το 2035, όπου η Κίνα προβλέπεται να είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης όλων των προχωρημένων τεχνολογιών στο κόσμο.
Τρίτος στόχος-ορόσημο το 2049, όπου σε πανηγυρικό κλίμα για τον εορτασμό 100 χρόνων από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, οι προβλέψεις του μακρόπνοου πλάνου θέτουν την χώρα ως καινοτόμο δύναμη παγκόσμιας επιρροής και αδιαφιλονίκητο νούμερο ένα της γεωπολιτικής αρένας.
Φαντάζει υπερβολικό;
Μέχρι σήμερα, το μοναδικό σε ιστορικά δεδομένα πολιτικο-οικονομικό modus operandi του Πεκίνου κατάφερε να ρίξει το ποσοστό φτώχειας του πληθυσμού από το 90% του 1979 σε λιγότερο από 1% το 2014. Η χώρα με την μεγαλύτερη μεσαία τάξη αλλά και δισεκατομμυριούχους στον κόσμο αντιπροσωπεύει από το 2018 παραπάνω από το 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με προεξάρχουσες τις εξαγωγές σε είδη τεχνολογίας, όπως τα κινητά (πάνω από το 70% παγκόσμιας εξαγωγής) και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (πάνω από το 41% παγκόσμιας εξαγωγής).
Συγχρόνως, ο ευφυής οικονομικός επεκτατισμός εκφράστηκε και με ένα από τα πιο φιλόδοξα πακέτα επενδύσεων στην ιστορία. Η Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη - Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative) οδήγησε την Κίνα σε φαραωνικά πλάνα και επενδύσεις έργων υποδομής άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων σε σχεδόν 70 χώρες και διεθνείς οργανισμούς (μεταξύ των οποίων και η επένδυση της COSCO στον Πειραιά).
Σε μιλιταριστικό επίπεδο, ο προσανατολισμός προς το παρόν παραμένει στην περιφερειακή και εγχώρια ηγεμόνευση, την ώρα που το σκληρό λόμπινγκ των Κινεζικών συμφερόντων εξυπηρετείται από την οικονομική εξάρτηση και διπλωματική διείσδυση σε τρίτες χώρες και υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως ο ΠΟΥ.
Η τριφασική κλιμάκωση της Κινεζο-Αμερικανικής σύγκρουσης (εμπορικός πόλεμος, καταγγελίες για την υγειονομικο-οικονομική κρίση της πανδημίας, παρέμβαση στο στάτους ουδετερότητας του Χονγκ Κονγκ) αναδεικνύει σε πυκνό πολιτικό χρόνο την προδιαγεγραμμένη αρχή του τέλους των λιμναζόντων υδάτων.
Εάν η Αμερική δεν μπορεί να παρουσιαστεί «σπουδαία ξανά» μετά τα απόνερα της πανδημίας και του εσωτερικού διχασμού, θα ξαναγίνει «σπουδαία» μέσω της συσπείρωσης και της αντιπαράθεσης ενάντια ενός νέου κόκκινου εχθρού. Όταν, εξάλλου, η επίκαιρη ανάγκη της πολιτικής σκοπιμότητας συνδυάζεται με την ρεαλιστική μακροπρόθεσμη απειλή των εθνικών συμφερόντων, όποιος και να είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών τον ερχόμενο Νοέμβριο, λίγο θα μπορεί να αναστρέψει την μακροστρατηγική σύγκρουσης των δύο ηγέτιδων δυνάμεων.