Άτομα που παίζουν συχνά τυχερά παιχνίδια μέσω διαδικτύου, εξακολουθούν να το κάνουν ή έχουν εντείνει το ποντάρισμα κατά τη διάρκεια του κορονοϊού, παρά την αναβολή των σημαντικότερων αθλητικών διοργανώσεων, σύμφωνα με την πρώτη σημαντική έρευνα σχετικά με τον εθισμό στα τυχερά παιχνίδια εν μέσω αυτής της παγκόσμιας κρίσης.
Η έρευνα της εταιρείας Survation έρχεται να τονίσει ότι η πτώση του τζίρου των τυχερών παιχνιδιών από τους μη τακτικούς παίκτες, έρχεται να καλυφθεί από τα μεγαλύτερα ποσά που τζογάρουν οι καθημερινοί «επισκέπτες» τους στα παιχνίδια καζίνο.
Συνολικά, οι συμμτέχοντες στην έρευνα - περισσότερα από 1.000 άτομα - είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν μειώσει την ενασχόλησή τους με τα τυχερά παιχνίδια από την έναρξη της επιδημίας του Covid-19, η οποία ανάγκασε την ακύρωση αθλημάτων όπως το ποδόσφαιρο και τις ιπποδρομίες.
Ωστόσο, οι καθημερινοί παίκτες δήλωσαν ότι παίζουν περισσότερο. Το ένα τέταρτο αυτών που στοιχηματίζουν τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα δήλωσαν ότι εξακολουθούν να το κάνουν, ενώ το 28% ανέφερε ότι έχει αυξήσει τα πονταρίσματα και το 11% παραδέχτηκε ότι παίζει πολύ περισσότερο.
Η απουσία στοιχηματισμού στον αθλητισμό αναγκάζει τους παίκτες να καταφεύγουν σε διαδικτυακά παιχνίδια καζίνο και κουλοχέρηδες, τα οποία έχουν υψηλότερα ποσοστά εθισμού. Ακόμη και στους περιστασιακούς παίκτες, οι περισσότεροι από τους μισούς δήλωσαν ότι διατήρησαν στο ίδιο ποσό ή αύξησαν τα πονταρίσματά τους για τα εναπομείναντα παιχνίδια
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι το 41% των ατόμων που στοιχηματίζουν είχαν ανοίξει έναν νέο διαδικτυακό λογαριασμό από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Και περισσότερο από το ένα τρίτο των τακτικών παικτών πίστευαν ότι είτε ξοδεύουν πάρα πολύ για τη συνήθεια, είτε αναπτύσσουν έναν εθισμό.
Ξεχωριστά, ένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα που ονομάζεται GamStop, το οποίο επιτρέπει στους ανθρώπους να απαγορεύουν οι ίδιοι τα πονταρίσματά τους, έχει δει μια αύξηση 15% στους πρώην παίκτες που ζητούν να τερματίσουν τον αποκλεισμό τους για να ξαναπαίξουν από τότε που άρχισαν να εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα.
Πηγή: Guardian