Ενώ προ έτους το κυρίαρχο ερώτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν η πιθανότητα μιας στρατιωτικής σύγκρουσης σήμερα η συζήτηση αρχίζει να μετατοπίζεται (ολισθαίνει), στο ενδεχόμενο μιας επιζήμιας -για εμάς- συμφωνίας μεταξύ των δύο αντιπάλων. Απαλλαγμένοι από το άγχος του τυχαίου ή προκατασκευασμένου επεισοδίου, το οποίο παρεμπιπτόντως εξακολουθεί να υφίσταται, αρχίσαμε να επιδινόμαστε στο εθνικό μας «άθλημα» εξεύρεσης ατόμων και κυρίως ταγών που ετοιμάζονται να ξεπουλήσουν τα «ιερά και όσια» της πατρίδος, υποψιάζομαι για ίδιον όφελος.
Ταυτόχρονα, σκέψεις περί περαιτέρω ενίσχυσης της εθνικής άμυνας με την αναγκαία οικονομική και προσωπική συμβολή (θητεία) όλων μας, παρά την οποιαδήποτε παροδική αποδοχή μάλλον δεν τυγχάνουν μιας συνειδητής και μακροχρόνιας υποστήριξης κυρίως όσο αφορά τη σταθερή εφαρμογή τους ανάλογη της φύσης της απειλής. Τρανό παράδειγμα, η προβαλλόμενη σήμερα (πραγματική) αναγκαιότητα ανανέωσης του στόλου αεροπυρόσβεσης έστω και σε βάρος της προμήθειας 1-2 συγχρόνων μαχητικών αεροσκαφών! Παλαιότερα στην εξίσωση έμπαιναν σχολεία, νοσοκομεία και κάθε άλλου είδους χρήσιμες υπηρεσίες και παροχές ενός κοινωνικού κράτους παραγνωρίζοντας το γεωπολιτικό μας περιβάλλον αλλά και αδυνατώντας να συνδυάσουμε αποτελεσματικά μη αναγκαστικά αντικρουόμενους στόχους.
Βέβαια η οποιαδήποτε καλοπροαίρετη και οικοδομητική κριτική και αντιπαράθεση, ακόμη και σε αυτά τα κρίσιμα εθνικά θέματα, είναι πολλαπλώς χρήσιμη. Η ύπαρξη ενός «σκληρού πυρήνα» στον πολιτικό κόσμο και στην κοινωνία αφενός μπορεί να αποτρέψει ορισμένες υπέρ του δέοντος ελαστικές θέσεις αλλά συνάμα και υπό προϋποθέσεις, αποτελεί ανάχωμα σε υπερβολικές απαιτήσεις ή και πιέσεις τρίτων. Πάντα όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος της αυτοπαγίδευσης σε μια ανέξοδη γραμμή πέραν των ημετέρων δυνατοτήτων. Συχνή η αναφορά της διάκρισης στην πολιτική μεταξύ εφικτού και ευκταίου, διάκριση που γίνεται ακόμη δυσκολότερη αν προστεθεί και ο ζωτικής σημασίας παράγοντας του χρόνου. Συχνή όμως και η αναφορά σε «χαμένες ευκαιρίες» σε σωρεία περιπτώσεων με επαναλαμβανόμενη τη ρήση ότι κάθε παλαιότερη «ευκαιρία» ήταν και καλύτερη! Δηλαδή συχνά πάσχουμε από μια εθνική «σχιζοφρένια» δαιμονοποίησης αυτών που σήμερα προετοιμάζουν μια ενδεχόμενη συμβιβαστική λύση αλλά και εκείνων που στο παρελθόν δεν είχαν την πρόνοια να αποδεχτούν μια παρόμοια!
Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι οποιοδήποτε κόμμα και να ανέλθει στην εξουσία αγνοεί τις αντιπολιτευτικές του κορώνες, περί στιβαρής και περήφανης και ανυποχώρητης εθνικής πολιτικής και αποδέχεται, με ορισμένες τροποποιήσεις, τις βασικές γραμμές που από το 1955 (και όχι από το 1974) ακολουθούν σύσσωμες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Οι γραμμές αυτές περιλαμβάνουν μια εσκεμμένη αυτοσυγκράτηση με σκοπό την αποφυγή μιας ολικής στρατιωτικής και για αμφότερους καταστροφικής σύγκρουσης με την γείτονα. Αν φυσικά όλες οι κυβερνήσεις ήταν ενδοτικές δεν αξίζει να συζητάμε καθόσον δεν υπάρχει καμία ελπίδα! Φυσικά και έγιναν ολέθρια λάθη, είτε από καθαρή ανοησία είτε από έλλειψη ετοιμότητας είτε ακόμη από λανθασμένη εκτίμηση των γεγονότων και προθέσεων του αντιπάλου και του διεθνούς περιβάλλοντος.
Ίσως το μεγαλύτερο εξ αρχής σφάλμα να ήταν η υποτίμηση του μεγέθους και της διάρκειας της απειλής, των συνεχώς μεγεθυνόμενων τουρκικών διεκδικήσεων και της αυξανόμενης διαφοράς ισχύος των δύο μερών. Οι λανθασμένες αυτές εκτιμήσεις σε συνδυασμό με τα «εθνικά μας χαρακτηριστικά» συνέβαλαν σε μια σταδιακή και μερική αποδυνάμωση θέσεων, προθέσεων και δυνατοτήτων. Επίσης αρκετές δυσμενείς για εμάς σήμερα καταστάσεις δημιουργήθηκαν από μια εσπευσμένη υποχωρητικότητα μας, ένεκα όχι μόνο φοβικών συνδρόμων αλλά κυρίως μιας υπέρμετρης και αδικαιολόγητης ευφορίας για θετική ανταπόκριση της άλλης πλευράς. Ο τουρκικός ελιγμός της διαφαινόμενης αποδοχής μιας πρότασης με την εν συνεχεία υπαναχώρηση αλλά παράλληλης επιμονής διατήρησης των δικών μας παραχωρήσεων έχει αξιοποιηθεί πολλάκις επιτυχώς από την Άγκυρα. Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι στη διεθνή πολιτική και στο χειρισμό κρίσεων, η πλευρά που αποδέχεται την ανάληψη μεγαλυτέρων κινδύνων ανάφλεξης διατηρεί ορισμένα πλεονεκτήματα.
Και τι δέον γενέσθαι σήμερον; Το βασικότερο είναι η αποφυγή ενός νέου διχασμού μεταξύ «ενδοτικών» και «πατριωτών». Η αποδοχή ορισμένων παραχωρήσεων σε συγκεκριμένα θέματα δεν αποτελεί ενδοτισμό όταν βασίζεται σε σοβαρά επιχειρήματα. Θεωρώ όμως ως τακτικό λάθος την μετά επιτάσεως προβολή αναλόγων θέσεων, έστω και με τον καλοπροαίρετο στόχο της αποδυνάμωσης εσωτερικών ακραίων φωνών, καθώς επί της ουσίας ανάλογες τοποθετήσεις δυσχεραίνουν τη διαπραγματευτική μας φαρέτρα.
Από την άλλη μεριά, άπαντες οι ασχολούμενοι με το χειρισμό των εθνικών θεμάτων, με νηφαλιότητα και μοναδικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον, πρέπει να πασχίζουν για την αύξηση των πολλαπλών συντελεστών ισχύος, μοναδικό στοιχείο αύξησης της διαπραγματευτικής μας θέσεως. Μόνο με ανάλογες κινήσεις, ενδεχομένως (με μικρές πιθανότητες επί του παρόντος) να εξαναγκαστεί ο αντίπαλος να υποχωρήσει από τις ανυπόστατες ακραίες διεκδικήσεις του. Θα αποτελεί όμως άκρατη αφέλεια αν θεωρήσουμε ότι εμείς θα διατηρήσουμε αλώβητο το σύνολο των δικών μας διεκδικήσεων. Η εξίσωση κέρδους-απωλειών, επιτυχιών-παραχωρήσεων, δυνητικών κερδών-αποφυγής ενδεχομένων απωλειών, με προβολή στον απώτερο μέλλον είναι δύσκολα προβλέψιμη. Ο χρόνος φαινομενικά δουλεύει υπέρ του αντιπάλου αλλά και ο «κατέχων» διατηρεί πλεονεκτήματα αρκεί να μπορεί να τα αξιοποιήσει ορθά ενώ ενίοτε ευκαιρίες παρουσιάζονται απροόπτως και προικοδοτούν τον προετοιμασμένο αλλά και τον τολμηρό.
Έτσι ήταν ο κόσμος χιλιάδες χρόνια και έτσι θα εξακολουθήσει να είναι. Η ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία, με όλα τα συμπεριλαμβανόμενα κυριαρχικά και μη δικαιώματα, θέλουν μεθοδικότητα, σωφροσύνη, θυσίες αλλά και τόλμη ενώ το «μέτρο» ήταν η επιτομή του ελληνικού κλασσικού πολιτισμού.
***
Ιπποκράτης Δασκαλάκης- Αντιστράτηγος (εα)
- Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)