Οι Βρετανοί James στον Λυκαβηττό

Η μπάντα με το φανατικό ελληνικό κοινό επιστρέφει κοντά μας ακόμη μία φορά. Μία μικρή αναδρομή στα πρώτα βήματα του συγκροτήματος από το Μάντσεστερ.
Οι James στο Δουβλίνο, 26 Αυγούστου 2024. (Photo by Kieran Frost/Redferns)
Οι James στο Δουβλίνο, 26 Αυγούστου 2024. (Photo by Kieran Frost/Redferns)
Kieran Frost via Getty Images

Πάνω από 17 άλμπουμ, από το «Stutter» (1986) μέχρι το «Βe opened by the Wonderful» (2023), τραγούδια που θεωρούνται πλέον all time classic hits τους -«Sit Down», «Laid», «She’s a Star», «Sometimes», «Senorita», «Getting away with it (All Messed Up)»- και live που γράφουν ιστορία.

Ένα χρόνο μετά το sold out στο Ηρώδειο, οι Βρετανοί James επιστρέφουν και πάλι στην Ελλάδα- από το 2001 που έπαιξαν για πρώτη φορά στη χώρα μας επανέρχονται σταθερά, επιβεβαιώνοντας τη σχέση λατρείας που έχουν αναπτύξει με το ελληνικό κοινό- και μάλιστα, επί δύο, την Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη και την Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού (λίγες ημέρες μετά παίζουν στο Ρίο ντε Τζανέιρο).

Η μπάντα που δημιουργήθηκε το 1982 στο Μάντσεστερ και λίγα χρόνια μετά εκτοξεύθηκε στο Top 10 της Βρετανίας σε Singles Chart και Albums Chart, αναδείχτηκε σε ένα από τα πιο εμπορικά και καλλιτεχνικά επιτυχημένα γκρουπ των τελευταίων 40 χρόνων και κυρίως, σε προπάτορες της indie/ alternative ροκ σκηνής σε όλο τον κόσμο.

Με σημείο εκκίνησης το προάστιο Whalley Range (που αργότερα απαθανατίστηκε στο «Miserable Lie» από το ομώνυμο ντεμπούτο LP των Smiths), το συγκρότημα δημιουργήθηκε από τον κιθαρίστα Paul Gilbertson, τον μπασίστα Jim Glennie και τον ντράμερ Gavan Whelan.

Στις πρώτες εμφανίσεις τους αυτοαποκαλούνταν Venereal & The Diseases και στη συνέχεια (για λίγο) Volume Distortion, αλλά μετά υιοθέτησαν ένα νέο όνομα, το Model Team International. Λίγο αργότερα, προστέθηκε στην παρέα και ο νέος τραγουδιστής της μπάντας, Tim Booth, που τράβηξε το ενδιαφέρον τους κατ’ αρχάς λόγω της χαρισματικής κίνησης του στο dancefloor -με άλλα λόγια, προτού καν διαπιστώσουν ότι διαθέτει καλή φωνή.

Οι πρώτες πρόβες του κουαρτέτου ήταν χαοτικές, με τα τραγούδια να αναδύονται σταδιακά μέσα από ατελείωτους, ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς. Με την καθοδήγηση του φίλου τους Larry Gott που έπαιζε κιθάρα, Gilbertson και Glennie άρχισαν να βάζουν τα πράγματα σε σειρά. Λίγο αργότερα, οι Model Team International έγιναν απλά James και τον Αύγουστο του 1982, έδωσαν την πρώτη τους συναυλία σε έναν χώρο που ονομαζόταν 21 Club στο Darwen, έξω από το Μάντσεστερ.

Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε όταν εμφανίστηκαν ως support στους New Order στο νέο χώρο της Factory Records, το The Haçienda, στην Whitworth Street του Μάντσεστερ. Εντυπωσιασμένος από την εμφάνισή τους, το αφεντικό της Factory, Tony Wilson, ζήτησε από τους James να είναι ξανά support στους New Order στο Λίβερπουλ τον Μάρτιο του 1983. Στη συνέχεια, η Factory κυκλοφόρησε τα δύο πρώτα EP του συγκροτήματος, το Jimone το 1983 και το James II το 1985 -το τελευταίο ηχογραφήθηκε αφότου ο Paul Gilbertson είχε αποχωρήσει και ο Larry Gott είχε γίνει ο de facto κιθαρίστας της μπάντας.

Οι πρώτες ηχογραφήσεις των James στη Factory δημιούργησαν μεγάλο θόρυβο γύρω από το συγκρότημα. Το Jimone κέρδισε το βραβείο Single Of The Week στα βρετανικά ροκ εβδομαδιαία περιοδικά NME και Sounds, ενώ τις ημέρες που κυκλοφόρησε το James II, το NME έκανε τη μπάντα εξώφυλλο.

Η Factory Records ήλπιζε να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο LP τους, αλλά μετά από έναν πόλεμο προσφορών, το Stutter κέρδισε η Sire Records που έβγαλε τον δίσκο στο label της Blanco Y Negro τον Ιούνιο του 1986. Με παραγωγό τον κιθαρίστα της Patti Smith, Lenny Kaye, το LP γοήτευσε τους κριτικούς και μπήκε στο βρετανικό Top 75, φτάνοντας στο Νο 68.

Το δεύτερο LP των James, Strip-mine, υπό την καθοδήγηση του πρώην παραγωγού των Echo & The Bunnymen, Hugh Jones, αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση. Αν και η μπάντα σκόπευε να δημιουργήσει ένα πιο straight-ahead pop LP, η δισκογραφική ζήτησε να γίνει remix του δίσκου. Δώδεκα μήνες πέρασαν μεταξύ των ηχογραφήσεων και της κυκλοφορίας του άλμπουμ τον Σεπτέμβριο του 1988. Το Strip-mine βγήκε με σχετικά μικρή προώθηση, παρόλα αυτά έφτασε στο Νο. 90 του βρετανικού chart, αλλά ενώ θεωρείται γενικά ως μια από τις λιγότερο δυνατές δουλειές των James, περιλαμβάνει μερικά εξαιρετικά κομμάτια, όπως το «What For», το «Fairground» και το κολλητικό «Are You Ready», που προϊδεάζουν για όσα θα ακολουθούσαν.

(Photo by Jim Ross/Invision/AP Images)
(Photo by Jim Ross/Invision/AP Images)
via Associated Press

Η σχέση της μπάντας με τη Sire ήταν σχετικά δύσκολη μετά το Strip-mine και το 1989 διαπραγματεύτηκαν την αποδέσμευση από το συμβόλαιό τους. Αν και οικονομικά στριμωγμένοι εκείνη την εποχή, η φήμη τους ως live band ήταν αξεπέραστη.

Το επόμενο άλμπουμ των James ήταν ένα live LP, το One Man Clapping (1989) που κυκλοφόρησε σε limited edition μέσω του One Man imprint του συγκροτήματος σε συνεργασία με την Rough Trade. Το LP, που προέκυψε από δύο δυνατές συναυλίες της περιοδείας Strip-mine, κατέκτησε την κορυφή του ανεξάρτητου βρετανικού chart, συγκέντρωσε μια σειρά από θετικές κριτικές και ανανέωσε με επιτυχία το ευρύτερο ενδιαφέρον για το συγκρότημα.

Πριν από το επόμενο LP ωστόσο, η σύνθεση άλλαξε ριζικά. Ο ντράμερ Gavan Whelan αποχώρησε και στα μέσα στο 1989, οι Booth, Glennie και Gott στρατολόγησαν τον Mark Hunter (πλήκτρα), τον πολυοργανίστα Saul Davies, τον ντράμερ Dave Baynton-Power και τον πρώην τρομπετίστα των Pale Fountains/Diagram Brothers, Andy Diagram.

Το νέο, διευρυμένο line-up απέδειξε τις δεξιότητες του ζωντανά και κυκλοφόρησε δύο singles, το «Sit Down» και το «Come Home», που αγάπησαν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και μπήκαν στο βρετανικό ανεξάρτητο Top 10.

Μετά από μια επιτυχημένη χειμερινή περιοδεία στη Βρετανία το 1989, οι James υπέγραψαν στη Fontana Records, η οποία κυκλοφόρησε το τρίτο τους LP, «Gold Mother» τον Ιούνιο του 1990, που εκτοξεύθηκε στο Νο2 της Βρετανίας.

Οι James καβάλησαν το κύμα στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Μια πιο αιχμηρή remixed version του ήδη εξαιρετικά κολλητικού «Sit Down» έφτασε στο Νο. 2 του βρετανικού singles chart τον Μάρτιο του 1991 κι έγινε ένα από τα 20 πιο επιτυχημένα singles της χρονιάς.

Αμέσως μετά ήρθε το τέταρτο στούντιο LP, το «Seven», που κυκλοφόρησε από τη Fontana τον Φεβρουάριο του 1992 και κατέκτησε το Νο.2 των charts. Το άλμπουμ, που έγινε χρυσό, επιμελήθηκε εν μέρει ο πρώην μπασίστας των Killing Joke, παραγωγός Youth, περιλάμβανε singles, όπως το υπνωτιστικό «Sound» και το «Born Of Frustration».

Στον απόηχο της κυκλοφορίας του «Seven», οι James εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις ΗΠΑ και έδωσαν ένα τεράστιο sold-out show μπροστά σε 30.000 άτομα στο Alton Towers, το οποίο μεταδόθηκε από το BBC Radio 1.

Επέστρεψαν στην Αμερική για μια υψηλού προφίλ περιοδεία ως support του Neil Young και στη συνέχεια ξεκίνησαν μια νέα σειρά ηχογραφήσεων με τον πρωτοπόρο της ambient, Brian Eno.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Δημοφιλή