Στο τέλος του 2019 οι διεθνείς εκτιμήσεις συμφωνούσαν σε μεγάλο βαθμό ότι ορισμένες από τις εστίες κλυδωνισμών στην παγκόσμια οικονομία θα εξασθενούσαν ή τουλάχιστον, δεν θα επιδεινώνονταν. Το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας για μια καταρχήν μη κλιμάκωση των μέτρων εμπορικού προστατευτισμού ήταν το πιθανότερο σενάριο.
Αναμένονταν όμως ότι σημαντικές εστίες αβεβαιότητας, με πιθανή την προοπτική κλιμάκωσης, θα παρέμεναν ενεργές, με έμφαση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή αλλά και τις σχέσεις ΗΠΑ – Ιράν.
Παρά την εμφάνιση του κορωνοϊού στο Δεκέμβριο του 2019 στην Κίνα, σχεδόν κανένας δεν μπόρεσε έγκαιρα να αντιληφθεί την έκταση της πανδημίας που θα ακολουθούσε και των συνεπειών της, που τάχιστα και σε παγκόσμιο επίπεδο ανέτρεψαν ορθολογικές εκτιμήσεις, προσεκτικά σχέδια και εύστοχες προβλέψεις.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά και εν μέσω της έξαρσης της μετάλλαξης «όμικρον» εμφανιζόμαστε αισιόδοξοι για την σταδιακή υποχώρηση της πανδημίας, την επιστροφή σε μια κανονικότητα και την αναθέρμανση της οικονομίας. Όμως ακόμη και η επιθυμητή επιστροφή στην κανονικότητα συνοδεύεται από πληθώρα προβλημάτων καθώς η αναθέρμανση της οικονομίας του δευτέρου εξαμήνου του 2021 κατέδειξε τις πολλαπλές αδυναμίες του παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα η σε εξέλιξη ενεργειακή κρίση που τροφοδοτείται από την απότομη -αλλά όχι απρόβλεπτη- σταδιακή επαναφορά της ζήτησης στα προ της πανδημίας επίπεδα, ορισμένες μάλλον ασυντόνιστες επιλογές του ενεργειακού μείγματος δυτικών χωρών και φυσικά τα πάντα υπαρκτά γεωπολιτικά και κερδοσκοπικά παιχνίδια.
Η άνοδος του κόστους της ενέργειας μπορεί να συγκριθεί με τις ανόδους των πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και 1979 χωρίς όμως να έχει προκληθεί παρόμοια οικονομική αναστάτωση γεγονός που αποδεικνύει ότι αρκετά ρυθμίσεις και μέτρα έχουν επιτυχώς ληφθεί για αντιμετώπιση παρομοίων απρόβλεπτων καταστάσεων.
Οι τριγωνικές σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και Κίνας εξακολουθούν να καθορίζουν τις παγκόσμιες ισορροπίες και να προδιαγράφουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα εξελιχθούν οι τοπικοί ανταγωνισμοί των μεσαίων δυνάμεων, των ανήσυχων διεκδικητών περιφερειακού ρόλου και των μικροτέρων χωρών.
Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας φαίνεται αρκετά απίθανο να βελτιωθούν σύντομα καθώς ο ανταγωνισμός εντείνεται σε όλους τους τομείς και σημεία του πλανήτη θυμίζοντας όλο και περισσότερο την εποχή του ψυχρού πολέμου, ευτυχώς όχι ακόμη ως προς την ένταση των τριβών αλλά κυρίως ως προς την ευρύτητα τους.
Η ρωσική πλευρά έχοντας επιτυχώς αναδρομολογήσει την ρωσική οικονομία στο περιβάλλον των δυτικών κυρώσεων εκμεταλλεύεται επιτυχώς τα ενεργειακά της όπλα έχοντας όμως αντίληψη των περιορισμών τους.
Στο θέμα της Ουκρανίας, καίτοι δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις στο Κίεβο, συνομιλεί από θέση ισχύος και σίγουρα δεν θα επιτρέψει την κυριαρχία της Ουκρανίας στις ουσιαστικά υπό των έλεγχο φιλορωσικών στοιχείων ανατολικές επαρχίες. Η επιδίωξη στρατιωτικής σύρραξης με το Κίεβο μάλλον δεν εντάσσεται στους σχεδιασμούς της -λόγω κόστους- ενώ η επικρατούσα κατάσταση φαίνεται να την ευνοεί καίτοι δεν θα διστάσει να αποσταθεροποιήσει πλήρως την Ουκρανία με τις αποκαλούμενες «υβριδικές μεθόδους» αν αισθανθεί ότι η τελευταία μετακινείται προς τη δύση ακόμη περισσότερο.
Η Προεδρία Μπάιντεν αντιλαμβάνεται ότι δεν διαθέτει επαρκή ερείσματα για να εκβιάσει την επικράτηση των θέσεων της στην ουκρανική κρίση ενώ ένεκα και των πολιτικών ισορροπιών στην Ουάσινγκτον αδυνατεί να προτείνει μια συμβιβαστική λύση που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας συζήτησης με τη Μόσχα καίτοι η δεύτερη έχει επιλέξει θέσεις μη συμβατές με τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου.
Η άμεσα ενδιαφερόμενη για τη γειτονιά της, Ευρωπαϊκή Ένωση, εξακολουθεί να καταγράφει την υποτονική παρουσία της, με την καταφανή αδυναμία λήψης δύσκολων αποφάσεων και κοινών θέσεων (να μην αναφέρουμε δράσεων) στα φλέγοντα διεθνή ζητήματα. Οι ανάγκες συμβιβασμών της νέας τρικομματικής γερμανικής κυβέρνησης και οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία το 2022 δύσκολα μας κάνουν αισιόδοξους για μια διακριτή διεθνή παρουσία της Ένωσης.
Σε τελευταία ανάλυση οι ευρωπαϊκές χώρες θα συνεχίσουν να βιώνουν όλο το 2022 την παραζάλη της ενεργειακής κρίσης και των συνεπειών της πανδημίας στο εσωτερικό τους, ξορκίζοντας εξωτερικές εμπλοκές και τον εφιάλτη ενός νέου μεταναστευτικού κύματος.
Η Κίνα, παρά τη σταδιακή άνοδο της, παραμένει άγνωστη στους δυτικούς αναλυτές που αδυνατούν να κατανοήσουν το συνδυασμό μιας διαφορετικής φιλοσοφίας προσέγγισης που συμβαδίζει με τον υβριδικό συνδυασμό κομμουνιστικής πολιτικής οργάνωσης και καπιταλιστικής οικονομίας.
Αναπόφευκτα οι περισσότερες δυτικές αναλύσεις την αντιμετωπίζουν υπό το πρίσμα των συμπερασμάτων του ψυχρού πολέμου ως μια ανερχόμενη αναθεωρητική υπερδύναμη στη θέση της άλλοτε επίφοβης Σοβιετικής Ένωσης.
Είναι αλήθεια ότι οι θέσεις του Πεκίνου για την «επανένωση» της Ταϊβάν γίνονται πιο απειλητικές ενώ εντείνονται οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής εισβολής ακόμη και για το εγγύς μέλλον.
Συγχρόνως η νέα γραμμή ανάσχεσης της Κίνας στον Ειρηνικό Ωκεανό συνεχίζει να σχηματοποιείται βάζοντας όμως σε ανησυχίες της χώρες της περιοχής αρκετές από τις οποίες προσπαθούν εναγωνίως να διατηρήσουν αποστάσεις από τις δύο πλευρές. Φαίνεται ότι καθώς ο χρόνος θα παρέρχεται, η πολιτική τήρησης ίσων αποστάσεων θα αποδεικνύεται ανέφικτη ίσως και επικίνδυνη για τις μικρές δυνάμεις.
Σίγουρα η Ινδία θα κληθεί να παίξει ρόλο στην αποστολή ανάσχεσης της Κίνας ενώ οι αθόρυβες -και άγνωστες για εμάς- επιλογές του Τόκιο για μια πιο δυναμική παρουσία αποδεικνύουν ότι γεωγραφία και ιστορία δεν μπορούν να διαγραφούν με καμία συνθήκη.
Η επίφοβη για τους δυτικούς προσέγγιση Μόσχας-Πεκίνου επί του παρόντος φαίνεται πολύ δύσκολα υλοποιήσιμη. Παρά την ενίσχυση των μεταξύ τους στρατιωτικών και οικονομικών συνεργασιών, ο νομοτελειακός ανταγωνισμός δύο γειτνιαζουσών μεγάλων υπερδυνάμεων καθιστούν απαγορευτική την αγαστή συνεργασία τους απουσία εξωτερικής απειλής.
Η Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να μας εκπλήσσει με τις προσεγγίσεις και επαναπροσεγγίσεις που τα συντηρητικά κράτη της περιοχής αναλαμβάνουν βάζοντας στην άκρη προκαταλήψεις και εμμονές, επιλέγοντας τις βέλτιστες -για την υπόψη περίοδο- συνεργασίες για τα κράτη τους και τη μακροημέρευση των δυναστειών. Η κινητικότητα αυτή καίτοι εμφανίζεται θετική, καθώς φαίνεται να ξεπέρνα μακροχρόνιες εχθρότητες και τριβές του παρελθόντος, εύκολα μπορεί να καταστεί αποσταθεροποιητική καθώς δεν βασίζεται σε στέρεες βάσεις παρά μόνο σε καιροσκοπικές επιλογές των κυβερνώντων ελίτ.
Πολλαπλές και οι τριβές στην περιοχή της Νοτιανατολικής Μεσογείου και όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι η πηγή της αστάθειας, Τουρκία, για πολλούς λόγους θα επιδιώξει τη συνέχιση της ίδιας επεκτατικής και αναθεωρητικής πολιτικής προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αντικρουόμενες οι απόψεις για την πιθανότητα μιας ριψοκίνδυνης επιλογής Ερντογάν για υπέρβαση της οικονομικής κρίσης και ενδυνάμωσης των ποσοστών του ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2023. Η εμπρηστική ρητορική της Άγκυρας θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση ενώ η (επανα)εισβολή στη κυπριακή ΑΟΖ τουρκικών γεωτρύπανων φαίνεται βεβαία όπως και ερευνητικών σκαφών στην αντίστοιχη ελληνική.
Ανησυχία στην Αθήνα και για τις τουρκικές προσπάθειες επαναπροσέγγισης με αρκετούς μέχρι χθες «ορκισμένους» εχθρούς καίτοι παρόμοιες κινήσεις πρέπει πάντα να θεωρούνται αναμενόμενες. Δύσκολα όμως μπορεί να αποκρύβει η αναζήτηση ηγεμονικού ρόλου της Άγκυρας που για πολλούς λόγους δεν είναι αποδεκτός από τις ανταγωνίστριες ιστορικά χώρες της περιοχής.
Σημαντικός καταλύτης στις τουρκικές αποφάσεις θα είναι και η εξέλιξη της ουκρανικής κρίσης που σε περίπτωση δραματικής τροπής θα καταστήσει ακόμη δυσκολότερες τις ασκήσεις ισορροπίας της Άγκυρας μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ. Διαφαίνεται μια τάση της Άγκυρας για βελτίωση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον που δεν μπορεί να αποκλειστεί ειδικά στην περίπτωση του παραπάνω σεναρίου.
Φυσικά στην Αθήνα θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε όχι μόνο για τα πιθανότερα αλλά και για τα δυσμενέστερα σενάρια. Σίγουρα οι συνεργασίες μας με ΗΠΑ, Γαλλία και χώρες της περιοχής πρέπει να ενταθούν σε όλους τους τομείς και ειδικά με τις δύο πρώτες πρέπει να εξασφαλιστεί η έμπρακτη υποστήριξη τους σε φλέγοντα ελληνικά προβλήματα.
Παραταύτα, η υπερβολική στήριξη σε συμπλεύσεις και συνεργασίες με τρίτα μέρη, όσο και ελκυστικές να ακούγονται, υποκρύπτουν κινδύνους και ενίοτε παγίδες. Η σημασία της αρχής της «αυτοβοήθειας» θα παραμείνει ενεργή για τις επόμενες δεκαετίες.
Με θετικό πρόσημο ελπίζουμε ότι θα εξακολουθήσει να κινείται και η προσεκτική -αλλά οικονομικά επώδυνη- αμυντική θωράκιση. Η επίτευξη της ισορροπίας οικονομικής ανάπτυξης και εξοπλιστικών προγραμμάτων είναι ζωτικής σημασίας. Παράλληλα πρέπει να συνεχιστούν και ενισχυθούν και οι κάθε είδους πρωτοβουλίες της Ελλάδος για ενίσχυση του ρόλου και αποτυπώματος της σε ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο αλλά κυρίως έναντι της τουρκικής επιθετικότητας.
Δεν αρκεί για το 2022 η κατά πόδας και αγωνιώδης παρακολούθηση και αντίδραση μας στις τουρκικές κινήσεις, είναι καιρός πλέον και η ανάληψη δικών μας πρωτοβουλιών για υλοποίηση των εθνικών μας στόχων, με προσοχή, μεθοδικότητα, προετοιμασία και συναίνεση. Αναμφίβολα όμως η θετική εξέλιξη της εθνικής οικονομίας παραμένει η βάση πάνω στην οποία θα στηριχθούν και υποστηριχθούν οι γενικότεροι σχεδιασμοί και κινήσεις μας.