Η ανθρωπότητα συνταράσσεται από ένα πρωτόγνωρο υγειονομικό γεγονός, το οποίο εξελίσσεται σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση, μεγαλύτερη ίσως και εκείνης του 1929-31. Όλοι συμφωνούν, ότι το γενικό Lockdown, που δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ, ούτε και σε περιόδους πολέμου, θα αφήσει πίσω του στρατιές ανέργων, χρεοκοπίες, αλλαγές στις συνήθειές μας, στον τρόπο δουλειάς, στην ομαλή καθημερινότητά μας. Όμως, για την καταγραφή των επιπτώσεων, έχουμε χρόνο, όταν με το καλό απαλλαγούμε από την απειλή του μεγάλου μας εχθρού. Τώρα είναι η ώρα να ασχοληθούμε με την κατανόηση κάποιων πτυχών της νέας οικονομικής κρίσης, με τη μορφή πέντε ερωτημάτων, που για τη χώρα μας διπλώνει με την προηγούμενη, την οποία μόλις θεωρούσαμε ότι είχαμε ξεπεράσει, όπως επίσης και με κάποιες προτάσεις με συγκεκριμένο θεωρητικό υπόβαθρο.
-Μερικές χώρες, κυρίως του Νότου, βρέθηκαν στο τελευταίο Eurogroup απολογούμενες για το επίπεδο του δημοσίου χρέους τους. Μήπως οι χώρες δεν θα έπρεπε να δημιουργούν χρέη, αλλά να ασκούν μια συνετή δημοσιονομική διαχείριση;
Πράγματι η υπερχρέωση ορισμένων χωρών τις καθιστά πιο ανίσχυρες να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν το οικονομικό τσουνάμι που βρίσκεται σε εξέλιξη, από άλλες που παρουσιάζουν οικονομική ευρωστία. Χωρίς αμφιβολία, σε ομαλές περιόδους η διατήρηση δημοσιονομικής σταθερότητας αυξάνει την εμπιστοσύνη σε μια χώρα και συμβάλλει στην αποκλιμάκωση του κόστους χρήματος σε καθεστώς χαμηλών επιτοκίων. Όμως σε περιόδους ύφεσης και ακόμη περισσότερο σε περιπτώσεις μεγάλων κρίσεων, η δημιουργία ελλειμμάτων επιβάλλεται ακόμη και για τις υπερχρεωμένες χώρες. Αυτό, αναγνωρίστηκε άλλωστε και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την απόφασή της να ενεργοποιήσει τη ρήτρα διαφυγής του Δημοσιονομικού Συμφώνου, ώστε όλες οι χώρες ανεξαιρέτως να μπορούν να πραγματοποιούν δαπάνες χωρίς όρια για την αντιμετώπιση των αναγκών που προκύπτουν από την υγειονομική κρίση. Μετά το πέρας της κρίσης οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες και να αυξήσουν τα έσοδα, ως αποτέλεσμα των καλών τους επιδόσεων και όχι βέβαια με προγράμματα λιτότητας, έτσι ώστε να είναι έτοιμες για την επόμενη ύφεση. Αυτά υποστηρίζονται άλλωστε και από την κευνσιανή σχολή και όχι βέβαια όπως σκοπίμως παρερμηνεύεται, η μόνιμη δημιουργία ελλειμμάτων.
-Όσο κυλάει ο χρόνος συνειδητοποιούμε, ότι η ζημιά στην οικονομία θα είναι πολύ μεγάλη. Πώς θα πρέπει να αντιδράσουν οι χώρες;
Χωρίς άλλη εναλλακτική, με μαζική στήριξη της οικονομίας με κεφάλαια προς αποφυγήν κύματος χρεοκοπιών και μαζικής ανεργίας. Το κράτος σε τέτοιες περιπτώσεις αναλαμβάνει το ρόλο του τελικού χρηματοδότη (έσχατο καταφύγιο). Συνεπώς, όταν μια οικονομία εισέρχεται σε ύφεση, τότε οι φορείς της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να εφαρμόσουν προγράμματα ενίσχυσης της ζήτησης με σημαντικά κεφάλαια. Το κράτος καλείται να υποκαταστήσει την πτώση των επενδύσεων και της κατανάλωσης με αύξηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων καθώς και με άλλες παροχές. Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι η επιλογή της κατάλληλης στιγμής (timing) που θα εφαρμοστούν τα μέτρα, ώστε να δράσουν αντικυκλικά και με καλό αποτέλεσμα. Επίσης είναι σημαντική και η δοσολογία, η οποία εξαρτάται πάντα από το μέγεθος του προβλήματος. Στην παρούσα συγκυρία, η ελληνική κυβέρνηση, πήρε μια σειρά από μέτρα ταμειακού χαρακτήρα, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις σχετικά έγκαιρα. Όμως διαπιστώνεται μεγάλη καθυστέρηση στην υλοποίηση, ενώ το εύρος της βοήθειας κρίνεται, ακόμη και από τους αποδέκτες, ανεπαρκές. Μια πτώση της οικονομικής δραστηριότητας (ΑΕΠ) άνω των 10% με απώλεια 235 χιλ. θέσεων εργασίας (εκτίμηση ΔΝΤ) δεν αντιμετωπίζεται μόνο με ταμειακές ενισχύσεις, χρειάζονται σημαντικά κεφάλαια να εισρεύσουν στην οικονομία προερχόμενα από όλες τις πιθανές πηγές, ώστε τελικά να αποφύγουμε μόνιμες βλάβες στο σώμα της οικονομίας.
-Μπορεί μια μεγάλη αύξηση των δαπανών, που τώρα είναι χρήσιμη, να μας οδηγήσει στην επόμενη κρίση χρέους;
-Αυτό πράγματι είναι ένα πρόβλημα. Η Ελλάδα ήταν και πριν από την υγειονομική κρίση μια υπερχρεωμένη χώρα. Όμως είχε ρυθμίσει το χρέος της με τις αποφάσεις του Ιουνίου του 2018, ώστε να εξυπηρετείται χωρίς δυσκολία κανονικά, με αποτέλεσμα να μειωθούν σταδιακά και τα επιτόκια δανεισμού μας, αφού το ρίσκο χώρας είχε πολύ περιοριστεί. Με τα μέτρα όμως που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της νέας κρίσης, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα επιδεινωθεί, ίσως στο 200%, αφού ο παρονομαστής θα μειωθεί λόγω της ύφεσης, ενώ ο ονομαστής θα αυξηθεί από τον πρόσθετο δανεισμό. Σε κάθε περίπτωση πάντως για την Ελλάδα δεν είναι η ώρα τώρα να ασχολείται με το θέμα, αφού προέχει η αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού προβλήματος και η αποτροπή μιας κατάρρευσης της οικονομίας της.
-Διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάλληλα εργαλεία, ικανά να επουλώσουν τις πληγές και να αποτρέψουν την επιδείνωση του δημοσίου χρέους των αδύναμων χωρών;
Αποτελεί υποχρέωση των ευρωπαϊκών οργάνων να φροντίσουν ώστε να διατηρηθεί το κόστος αναχρηματοδότησης για όλες τις χώρες σε χαμηλά επίπεδα. Η τελευταία απόφαση του Δ.Σ. της ΕΚΤ για αγορές ομολόγων ύψους 750 δις και η φράση της Κας Λαγκάρντ, ότι θα κάνει ακόμη ότι χρειαστεί για να βοηθήσει τις οικονομίες της Ευρωζώνης να μην καταρρεύσουν, ήταν ικανή να επαναφέρει τα Spreads των ιταλικών και ελληνικών ομολόγων στα προηγούμενα χαμηλά επίπεδα. Στη φαρέτρα της η ΕΚΤ έχει ακόμη ένα υπερόπλο με το οποίο μπορεί να βοηθήσει τις χώρες να ανακάμψουν ταχύτατα. Πρόκειται για την αγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά μακρόχρονων τίτλων για επενδύσεις που θα εκδώσουν τα κράτη, αφού δεν έχει τη νομική δυνατότητα να συμμετάσχει στην πρωτογενή αγορά. Επίσης η έκδοση ευρωομολόγων ή έστω η δημιουργία ενός ταμείου ανάκαμψης, όπως προτείνεται από τη γαλλική κυβέρνηση, θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Αρκεί το μέγεθος, πάνω από 1,5 δις Ευρώ, και τα χαρακτηριστικά του να σηματοδοτούν μια κοινή αλληλέγγυα πολιτική των ευρωπαϊκών χωρών. Είναι στο χέρι των ηγετών των χωρών της Ευρωζώνης στη σύνοδο της 23ης Απριλίου να πάρουν σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες να σηματοδοτούν αλλαγή της μέχρι τώρα εγωιστικής στάσης ορισμένων, ενισχύοντας έτσι την εμπιστοσύνη επιχειρήσεων και νοικοκυριών προς τις ηγεσίες τους, ικανής να τους οδηγήσει σε θετικές προσδοκίες για το μέλλον.
-Αφού το Lockdown προκαλεί μεγάλη ζημιά στην οικονομία, μήπως θα έπρεπε να ανακληθούν τα περιοριστικά μέτρα;
Καταρχήν είναι πολύ ευχάριστο, ότι η χώρα μας μέχρι στιγμής τουλάχιστον αντιμετώπισε με επιτυχία την τεράστια αυτή υγειονομική κρίση. Αξίζουν συγχαρητήρια στην επιστημονική ιατρική ομάδα, η οποία πρότεινε στο σωστό timing τα περιοριστικά μέτρα αλλά και στην κυβέρνηση που τα αποδέχτηκε. Είναι άλλωστε γνωστό το υψηλό επίπεδο της ιατρικής επιστήμης στη χώρα μας στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Επειδή λοιπόν τα πήγαμε καλά και κερδίσαμε τη μάχη με τον κορωνοιό, θα πρέπει να ασχοληθούμε και με τον πόλεμο στο σύνολό του, που βασικό του στοιχείο είναι οι οικονομικές επιπτώσεις. Μερικές μόνο σκέψεις χωρίς αναφορά στο υγειονομικό κομμάτι, αφού στερούμε επιδημιολογικών γνώσεων.
Η προστασία της υγείας και η προστασία της οικονομίας δεν βρίσκονται σε αντίθεση. Και τα δύο θα πρέπει να τα λαμβάνουμε υπόψη εξίσου σοβαρά στους όποιους σχεδιασμούς μας. Για τη λειτουργία της οικονομίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συντήρηση της υγείας των εργαζομένων. Επίσης για την προσφορά υγειονομικών υπηρεσιών επιπέδου, είναι αναγκαίοι πόροι τους οποίους παράγει η οικονομία. Συνεπώς είναι σημαντικό η οικονομία να συνεχίζει να παράγει αρχής γενομένης από τα αγαθά πρώτης ανάγκης και το υγειονομικό υλικό, όπως επίσης να αποκατασταθούν και στοιχειώδεις συναλλαγές, έχοντας πάντα το βλέμμα μας στραμμένο στην εξέλιξη του υγειονομικού προβλήματος. Επειδή δε, μέχρι την εξέλιξη ενός εμβολίου, που θα αποτελέσει τον καταλύτη για την υγειονομική κρίση, ο χρόνος θα είναι μακρύς, είναι φρόνιμο ταυτόχρονα με τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης της υγείας του λαού, να αναπτύσσονται σταδιακά και οικονομικές δραστηριότητες.
Χαράλαμπος Γκότσης
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.