Οικονομικές ακρότητες σε χαλεπούς καιρούς

Τα λάθη της ΕΚΤ και οι προϋποθέσεις για την επιβίωση της Πολιτικής Ισχύος της Δύσης.
via Associated Press

Η Ιστορία μας δίδαξε, ότι τα γεγονότα είναι αυτά που καθορίζουν την πραγματικότητα και αυτή, με τη σειρά της, μας καλεί να την κατανοήσουμε και να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα.

Η αποτυχία κατανόησης και προσαρμογής συνεπάγεται, για τα μεν έμβια όντα, την εξαφάνισή τους, για τις δε κοινωνίες, την παρακμή και την απαξίωσή τους.

Οι, μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, ισχύουσες γεωστρατηγικές σταθερές, καθώς και τα μέχρι πρό τινος δεδομένα της πλανητικής Οικονομικής Γεωγραφίας, έχουν ήδη ανατραπεί, με καταλυτικό επιταχυντή το Ρωσοουκρανικό πόλεμο.

Σήμερα, βιώνουμε μία ραγδαίως μεταβαλλόμενη και συγκρουσιακή κατάσταση, σε παγκόσμιο επίπεδο, στο πλαίσιο της οποίας, τίθενται προς επανεξέταση και αναθεώρηση, συγχρόνως, τόσο η κατανομή της πολιτικοστρατιωτικής ισχύος, μεταξύ των μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων, όσο η λειτουργία και η βιωσιμότητα του αμερικανοκεντρικής οικονομικής παγκοσμιοποίησης.

Η «θερμή» σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, εκφράζεται με τον πόλεμο μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, η οποία, ουσιαστικά, μάχεται, παράλληλα, και για τα συμφέροντα της Δύσης.

Σε οικονομικό επίπεδο, εκδηλώνεται μεταξύ των οικονομιών του δημοκρατικού, λεγόμενου, καπιταλισμού, που ανήκουν στη Δύση, από τη μια πλευρά, και της Κίνας, των χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) και των χωρών, που ανήκουν, στο διαρκώς διευρυνόμενο, Σύμφωνο της Σαγκάης, (Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Καζακστάν, Κιργιζία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Πακιστάν, Σαουδική Αραβία), από την άλλη.

Συνέπειες της πολυεπίπεδης αυτής κρίσης, αποτελούν:

  • Η διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας
  • η όξυνση του ενεργειακού ανταγωνισμού
  • η έλλειψη, εις αμφότερα τα στρατόπεδα, συγκεκριμένων στρατηγικών προϊόντων τεχνολογίας αιχμής
  • η ανάγκη της αυτάρκειας και των δύο πλευρών, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, κυρίως, όσον αφορά στον αμυντικό, ενεργειακό και διατροφικό τομέα.

Συμπέρασμα πρώτον: Το μέχρι πρό τινος παγκοσμιοποιημένο παραγωγικό, συναλλακτικό, χρηματοοικονομικό και γεωπολιτικό σύστημα τελεί, πλέον, υπό κατάρρευση, συμπαρασύροντας μαζί του τη φιλοσοφία, τις παραδοχές και τις εφαρμοζόμενες πρακτικές του.

Συμπέρασμα δεύτερον: Το “laissez faire, laissez passer”, των μερκαντιλιστών, του Κενέ και του Άνταμ Σμιθ, λειτουργεί και αποδίδει μόνο σε συνθήκες παγκόσμιας ομαλότητας και ειρήνης.

Το ερώτημα, που ευλόγως προκύπτει, είναι: «Ποιά θα πρέπει να είναι, στο εξής, η οικονομική πολιτική της Δύσης, σε ένα κατακερματισμένο, ουσιαστικά, παγκόσμιο περιβάλλον;»

Οι απαντήσεις προέρχονται από σημαίνουσες προσωπικότητες της Δύσης, και είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

Στοχεύουν στην ολιστική αυτάρκεια της Δύσης και στη διατήρηση της ευημερίας και της συνοχής των κοινωνιών της.

Συγκεκριμένα, ο Εμανουέλ Μακρόν σε άρθρο του, στους Financial Times του περασμένου Μαϊου, με σύνθημα «ομπρέλα» το Made in Europe”, ανέπτυξε τους πέντε άξονες πολιτικής, που συμφωνήθηκαν στην Σύνοδο Κορυφής, του περασμένου Μαρτίου, στις Βερσαλλίες, με σκοπό την οικονομική, πολιτική και αμυντική θωράκιση της Ευρώπης.

Επιγραμματικά, οι πέντε πυλώνες της Ευρωπαïκής πολιτικής, για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων είναι οι εξής:

α) Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας

β) Βιομηχανική ανάπτυξη

γ) Προστασία και ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών Στρατηγικών Επενδύσεων

δ) Σύμπλευση της Ευρωπαϊκής πολιτικής με τους εμπορικούς και οικονομικούς της στόχους

ε) Διεύρυνση και ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού σχεδιασμού, με την συμπερίληψη, ως οικονομικών συμμάχων, συγκεκριμένων χωρών, εκτός Ευρώπης (frendshoring).

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, στο ίδιο μήκος κύματος, ήταν και οι δηλώσεις, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δια στόματος της υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, η οποία έθεσε με έμφαση την ανάγκη της οικονομικής απεξάρτησης, (derisking), από την Κίνα, και κυρίως, όσον αφορά στην παραγωγή στρατηγικών προϊόντων τεχνολογικής αιχμής (microchips).

Σχεδόν ταυτοχρόνως και συμφωνώντας με τους Μακρόν και Γέλεν, ο Τζέϊκ Σάλιβαν, σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τζο Μπάϊντεν, «έθεσε το δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων», σε ομιλία του στις ΗΠΑ, για την «Ανανέωση της Αμερικανικής Οικονομικής Ηγεσίας».

Με κεντρικό μήνυμα, «Μια νέα εξωτερική πολιτική για την μεσαία τάξη», επεσήμανε τις βασικές τρέχουσες προκλήσεις, που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ, και είναι οι εξής:

α) Η αποψίλωση της εγχώριας Βιομηχανίας

β) Ο εντεινόμενος παγκόσμιος γεωπολιτικός ανταγωνισμός

γ) Η αυξανόμενη ανισότητα

δ) Η υπερβολική εξάρτηση των ΗΠΑ από δυνάμεις, όπως η Κίνα και

ε) Η κλιματική κρίση.

Πρότεινε, δε, τις ακόλουθες λύσεις:

α) Ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής , με σκοπό την οικονομική ανεξαρτησία και ανάπτυξη, καθώς και την ενίσχυση της άμυνας

β) Στενότερη συνεργασία με τους οικονομικούς και γεωστρατηγικούς εταίρους των ΗΠΑ

γ) κινητοποίηση ιδιωτικών και δημόσιων επενδυτικών κεφαλαίων, για τη στήριξη της διαφοροποιημένης εφοδιαστικής αλυσίδας, της καινοτόμου βιομηχανίας, της δημιουργίας ψηφιακών υποδομών, της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια

δ) τον προσεταιρισμό των αναδυομένων αγορών, μέσω καθέτων επενδύσεων και

ε) Εφαρμογή προστατευτικών κανονισμών στην παραγωγή και διακίνηση στρατηγικών προϊόντων, που αφορούν στην οικονομία και την εθνική ασφάλεια.

Μέχρις εδώ όλα καλά, και σε διαπιστωτικό επίπεδο και σε επίπεδο προτάσεων…

Μάλιστα θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής, εάν εμφανιζόταν στον πολιτικό ορίζοντα της Δύσης οι αποχρώσες ενδείξεις, εκείνες οι οποίες θα προοιωνίζονταν μια άμεση, πρακτική και ρεαλιστική αντιμετώπιση των ανωτέρω ζητημάτων.

Αντ’ αυτού, όμως τι συμβαίνει;

Απάντηση: Συμβαίνουν τα αντίθετα ακριβώς, από αυτά που θα έπρεπε να εφαρμοσθούν!

Δεν θα επαναλάβω, στο παρόν άρθρο, την αναφορά μου στην καταστροφική επίδραση της κούρσας ανόδου των τραπεζικών επιτοκίων, στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ, σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, της ανάπτυξης, της ασφάλειας και της υλοποίησης ενός σχεδίου ρεαλιστικής αντιμετώπισης της τρέχουσας οικονομικής και γεωπολιτικής παγκόσμιας κρίσης.

Θα αναφερθώ, όμως, ξεκάθαρα στην ακατανόητη αφαίμαξη της Ευρωπαϊκής Οικονομίας, μέσω της επικίνδυνης ασκούμενης νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Παρά το ότι, η επίλυση των ανωτέρω τεθέντων προβλημάτων, από κορυφαίους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες της Δύσης, απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και γενναία χρηματοδότηση των απαραίτητων για την οικονομική ανεξαρτησία (friendshoring), την ασφάλεια (derisking) και την ανάπτυξη της Δύσης, επενδύσεων, οι ιθύνοντες της χρηματοοικονομικής και νομισματικής πολιτικής της, την καταδικάζουν σε επικίνδυνη στασιμότητα και σε πιθανή γενικευμένη ύφεση.

Όσον αφορά στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Τζεϊκ Σάλιβαν, οι απαραίτητες δράσεις και επενδύσεις υποχρηματοδοτούνται.

Αφού εκτιμάται, ότι το προς επένδυση, δημόσιο και ιδιωτικό κεφάλαιο, σύμφωνα με την ατζέντα του Προέδρου Μπάϊντεν, θα είναι ύψους μόλις 3,5 δισεκ. δολαρίων, για τα επόμενα δέκα χρόνια, ήτοι ποσοστό 1,4% του συνολικού ΑΕΠ της δεκαετίας.

Όπως ο καθένας αντιλαμβάνεται, το ποσό αυτό δεν επαρκεί για να υλοποιηθούν οι τεράστιες μεταβολές στην οικονομική και παραγωγική αρχιτεκτονική των ΗΠΑ.

Όσο δε για την Ευρωπαϊκή Ένωση συμβαίνει το εξής τραγελαφικό: Τη στιγμή κατά την οποία, οι χώρες της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν το υπαρκτό ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ύφεσης, ας σημειωθεί, ότι η Γερμανία βρίσκεται , ήδη, σε φάση ήπιας ύφεσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, απεφάσισε να της επιστραφούν 507 δισεκ. ευρώ, από τις τράπεζες της Ευρωζώνης.

Τα χρήματα αυτά είχαν δοθεί στις τράπεζες με τη μορφή μακροπρόθεσμου και χαμηλότοκου δανεισμού, (TLTROs), προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας.

Και εδώ ακριβώς συνίσταται ο τραγέλαφος:

Αντί η πλεονάζουσα ρευστότητα να διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία και στις απαραίτητες επενδύσεις για την αντιμετώπιση της εξελισσόμενης κρίσης, έτσι όπως προτείνουν κορυφαίοι ευρωπαίοι πολιτικοί παράγοντες, η ΕΚΤ, στο όνομα μιας ανορθολογικής νομισματικής πολιτικής, ανίκανης να αντιμετωπίσει τις ανατιμήσεις, που ονομάζει πληθωρισμό, μειώνει τη ρευστότητα της αγοράς και αποθαρρύνει κάθε επενδυτική προσπάθεια προς τη σωστή κατεύθυνση.

Σε ότι αφορά στις Ελληνικές συστημικές τράπεζες, ισχύουν τα εξής: H ETE επέστρεψε 3,15 δισεκ. ευρώ, η ALPHA 5 δισεκ. ευρώ, η Eurobank 4,3 δισεκ. ευρώ, και η Πειραιώς είχε ήδη επιστρέψει 9 δισεκ. ευρώ.

Σύνολο επιστροφών: 21,45 δισεκ. ευρώ.

Ως τελικό συμπέρασμα αυτού του άρθρου, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι, εάν δεν συντονισθούν οι πολιτικές με τις χρηματοοικονομικές δυνάμεις της Ευρώπης, για την άμεση αντιμετώπιση των υπαρξιακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, τότε ίσως οι λαοί της να αναγκασθούν να περιπλανηθούν σε ατραπούς του παρελθόντος, που κανείς δεν θα ήθελε να ανασύρει από τη συλλογική μας μνήμη.

Δημοφιλή