Μια παλιά συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη ήλθε για να μάς θυμίσει ένα πρόβλημα των τελευταίων δεκαετιών, το οποίο ξεκίνησε ως ιδεολογικό, μετατράπηκε σε πολιτισμικό, και κατέληξε ψυχιατρικό!
Ο φιλόσοφός μας ασχολείται με την έννοια του νέου, της καινοτομίας, η οποία έγινε θετική εμμονή κατά τον εικοστό αιώνα. Στην πραγματικότητα, όταν λέει πως «η έννοια της ”πρωτοπορίας” συνεπάγεται ότι η Ιστορία είναι και πρέπει να είναι ”πορεία προς τα εμπρός” και ”πρόοδος”», υπόρρητα συνδέει την πρόοδο με τη Νεωτερικότητα.
Πράγματι, ήταν η βιομηχανική επανάσταση, από τη μια, και τα μαρξιστικά οράματα, από την άλλη, οι παράγοντες εκείνοι οι οποίοι κατέστησαν το καινούργιο ποθητό, ενίοτε σε βαθμό αφελούς μεσσιανισμού. Αντίθετα, ο προνεωτερικός άνθρωπος φοβόταν την αλλαγή, κάτι που ανιχνεύεται ακόμη στους συντηρητικούς και φονταμενταλιστές των θρησκειών.
Στη συνέχεια, όμως, παρέλαβε τη σκυτάλη η τέχνη, ένα ορόσημο που ταυτίζεται με τη γένεση της Μετανεωτερικότητας. Ο Καστοριάδης δεν μασάει τα λόγια του όταν στηλιτεύει την γελοιότητα στην οποία έχει καταντήσει η σύγχρονη τέχνη:
«Σήμερα υπάρχει μια παράλογη κούρσα, ένας αγώνας ταχύτητας, απλώς και μόνο για χάρη του νεωτερισμού. H κούρσα αυτή πραγματοποιείται τώρα υπό τα χειροκροτήματα και με τα χρήματα του δήθεν ενημερωμένου κοινού, το οποίο οικειοποιήθηκε την ακόλουθη βλακώδη άποψη: ”Το νέο για το νέο”, ”είναι καλό γιατί είναι καινούργιο”, ”κάτι που έρχεται μετά από κάτι άλλο είναι οπωσδήποτε καλύτερο από κάτι προηγήθηκε”, ”ένα καινούργιο έργο είναι καλύτερο από ένα προγενέστερο, μόνο και μόνο επειδή είναι καινούργιο”.
Δεδομένης αυτής της κατάστασης, οι καλλιτεχνικές ”επαναστάσεις” και ”εξεγέρσεις”, οι οποίες σημειωτέον αποφέρουν μεγάλα και γρήγορα κέρδη, διαδέχονται η μια την άλλη με επιταχυνόμενο ρυθμό... Ο μεταμοντερνισμός είναι βαρύγδουπος και κενός. Eπειδή δεν έχει τίποτε να πει, επαναλαμβάνει και ξανασυνθέτει τα ήδη ειπωθέντα. “Eπιτέλους, με τον μεταμοντερνισμό απελευθερωθήκαμε από την τυραννία του στιλ” είπε με καμάρι ένας εκπρόσωπός του στις HΠA».
Όντως, στα μουσεία σύγχρονης τέχνης η προσήλωση στο έκθεμα λαμβάνει διαστάσεις ανοίκειου, όταν πχ ένας σοβαρός φύλακας με κοστούμι επιτηρεί σε μουσείο σύγχρονης τέχνης έναν κατάμαυρο πίνακα ή μια καρέκλα, επειδή αυτή αποτελεί ”έργο τέχνης”. Η κωμική απόχρωση προκύπτει από τον ορισμό της τέχνης, που έφτασε να σημαίνει οτιδήποτε εκφράζει τον καλλιτέχνη, ακόμη και ανόητο ή κοινότοπο. Υπό αυτή την έννοια δεν θα πάψει ποτέ να εμφανίζεται κάτι καινούργιο, και μάλιστα χωρίς τον αρμόζοντα κόπο τον οποίο η τέχνη επιβάλλει, μόνο που, για να κερδίσει την προσοχή ενός κοινού ήδη κορεσμένου από ερεθίσματα, έχει αρχίσει να λαμβάνει τη μορφή εξωφρενικών περφόρμανς.
Ο Καστοριάδης θα πει: «Όμως η ιδέα να πάει κανείς πιο μακριά στον τομέα της τέχνης, πραγματικά, στερείται νοήματος», φέρνοντας ως παράδειγμα τους κλασικούς. Αλλά στο σημείωμά μου αυτό η τέχνη είναι μόνο η αφετηρία προκειμένου να περιγράψω μιαν αλληλουχία του εικοστού αιώνα η οποία ξεβράζει τις παρενέργειές της στον εικοστό πρώτο: η τέχνη, ως ιδεοληψία του καινούργιου, έφτιαξε κουλτούρα, και αυτή με τη σειρά της διαμορφώνει ψυχισμούς.
Η διαρκής αναζήτηση του καινούργιου, όταν επενδυθεί με την εκλογίκευση ότι αυτό είναι καλό, μετατρέπεται σε εμμονή η οποία γίνεται στάση ζωής. Εσωτερικευόμενη, στη συνέχεια, επηρεάζει την οργάνωση της προσωπικότητας. Ο ψυχισμός διασκευάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αναζητά συνεχώς καινούργια ερεθίσματα για να ισορροπήσει.
Καθώς άτομο και ομάδα βρίσκονται σε αέναη αλληλεπίδραση, όσο δεν υπήρχαν κοινωνικά εναύσματα που θα τροφοδοτούσαν την παραπάνω ψυχική οργάνωση αδυνατούσε και αυτή να εμφανισθεί. Η προσωπικότητα θα γίνει τελικά αντανάκλαση της Μετανεωτερικότητας όταν και στον βαθμό που μια κοινωνία θα αρχίσει να παρέχει τόσο τα αλλεπάλληλα ερεθίσματα όσο και την ιδεολογικοποιημένη δικαίωσή τους. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε μετά το 1990 στον Δυτικό κόσμο, συντελούντων δύο καίριων παραγόντων: του καταναλωτισμού και του διαδικτύου. Χωρίς την αφθονία και τον παγκόσμιο ιστό δεν θα είχαμε ακόμη μεταμοντέρνους ψυχισμούς.
Η καθοριστική συμβολή των παραγόντων αυτών βρίσκεται στην ικανότητά τους, όχι μόνο να εφοδιάζουν το υποκείμενο με αδιάκοπη αισθητηριακή διέγερση, αλλά στην παραπλάνηση την οποία ασκούν ότι κάθε καινούργιο ερέθισμα είναι καλό που υπάρχει, απλώς επειδή είναι ευχάριστο. Άλλωστε, μια πυρηνική αλλαγή της Μετανεωτερικότητας σε σύγκριση με τη Νεωτερικότητα ήταν ότι το σωστό αντικαταστάθηκε από το ευχάριστο. Γι’ αυτό και εξέλιπαν οι ιδεολογίες και ξεθώριασε η ηθική.
Υπό το βάρος αυτών των μεταβολών, λοιπόν, έφτασε να γίνει εμβληματική ψυχοπαθολογία του μεταμοντέρνου η οριακή προσωπικότητα. Δεν θα τήν περιγράψω αφού εύκολα κάποιος μπορεί να αντλήσει πληροφορίες γι’ αυτήν. Θα προσθέσω, όμως, ότι, ενώ στο απώτατο παρελθόν αριθμούσε ελάχιστα άτομα, ως διαμορφωμένη από την άτυχη προσωπική τους ιστορία των πρώτων χρόνων της ζωής, σήμερα σχηματίζεται πολύ εύκολα ως προϊόν του συνδυασμού ατομικής προδιάθεσης και εξωτερικής κουλτούρας. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ερευνητικά παρουσιάζει πελώριο ενδιαφέρον ως προς την μελέτη της αλληλεπίδρασης ιδιοσυγκρασίας και περιβάλλοντος: είναι σαν να ζούμε μέσα σε ένα κοσμικό εργαστήριο όπου οι εξελίξεις συμβαίνουν ”σε ζωντανή μετάδοση”.
Την υπερθετική αξιολόγηση του καινούργιου οι κλινικοί τήν ζούμε στις ψυχοθεραπείες οριακών ασθενών. Σε αυτές θα ακούσουμε το υποκείμενο να δηλώνει ότι θέλει να δοκιμάζει νέες εμπειρίες για να διευρύνει τα όρια της συνειδητότητάς του, να φλερτάρει με τον κίνδυνο, να παραπονείται όταν ‘δεν συμβαίνουν πράγματα’, να υποφέρει από την εξωτερική ησυχία διότι αυτή ταχύτατα μετατρέπεται σε βίωμα εσωτερικής ερημιάς. Η οριακή προσωπικότητα αισθάνεται ζωντανή μόνο όταν κάτι κινείται και αλλάζει, γι’ αυτό και προσφεύγει σε ουσίες και ηλεκτρονικά μέσα.
Χαρακτηριστικό πρότυπο της διαταραχής αποτελεί η διαπίστωση ότι κατά την περιήγηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (facebook, instagram) η απόλαυση δεν έγκειται στην ανακάλυψη νέων αναρτήσεων, αλλά στο ″σκρολάρισμα” καθεαυτό! Ενώ αυτό συμβαίνει και σε μη οριακούς, αλλά εθισμένους στο διαδίκτυο, συνιστά ταυτόχρονα τυπικό παράδειγμα της μεταμοντέρνας ψυχοπαθολογίας, καθώς συμβολίζει την ηδονή της αναζήτησης του καινούργιου, χωρίς την οποία ο ψυχισμός αισθάνεται άβολα ή κενός.
Η οριακή προσωπικότητα αποτελεί πηγή μεγάλης οδύνης για το άτομο, καθώς και αιτία σπατάλης κοινωνικού κεφαλαίου (αφού αχρηστεύει και ιδιαίτερα ικανά πρόσωπα). Μια χειρότερη εξέλιξη, όμως, έχει αποτελέσει πρόσφατα η απόπειρα της Μετανεωτερικότητας να αποπαθολογικοποιήσει την οριακή διαταραχή. Καθώς το μεταμοντέρνο τείνει να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην εκφύλιση, μια από τις επιπλοκές είναι η αμφισβήτηση του ίδιου του ψυχιατρικού λόγου καθεαυτόν! Η εν λόγω προσπάθεια κανονικοποίησης της παθολογίας ανιχνεύεται ξεκάθαρα, τόσο στον λόγο ευφυών οριακών που βρίσκονται σε θεραπεία, όσο και στον δημόσιο λόγο ομάδων οι οποίες επιχειρούν να καταστήσουν κάθε απωθητική ακρότητα απλώς μια εναλλακτική από τις πολλές της ανθρώπινης κατάστασης.
Υπάρχει έξοδος; Ο Καστοριάδης απάντησε καταφατικά, αν και η περιγραφή του δεν αφήνει περιθώριο για μεγάλη αισιοδοξία:
«Είμαι βαθιά πεπεισμένος, τώρα μάλιστα περισσότερο από ποτέ, ότι η σημερινή κοινωνία δεν θα βγει από την κρίση της, εάν δεν επιχειρήσει μια ριζική μεταμόρφωση του ίδιου του εαυτού της· από αυτή την άποψη παραμένω πάντα επαναστάτης. Πιστεύω ότι αυτή η μεταμόρφωση δεν μπορεί παρά μόνο να είναι έργο μιας τεράστιας πλειοψηφίας ανδρών και γυναικών που ζουν σ′ αυτή την κοινωνία (κι όχι φυσικά κάποιας μικρής ομάδας που δήθεν κατέχει την αλήθεια)».
Μια τέτοια συλλογική μεταμόρφωση, όμως, απαιτεί: α) κοινή δράση, κάτι δύσκολο υπό τον σύγχρονο ακραίο ατομικισμό, β) απαλλαγή από την εμμονή του καινούργιου και επιστράτευση κριτικής στάσης απέναντι σε ό,τι κατά καιρούς εμφανίζεται. Επιπλέον η αλλαγή ζητά και να μην κάνουμε χρήση της ορολογίας της Νεωτερικότητας για να ανατρέψουμε τα επιτεύγματά της: είναι ανήθικο κάθε καινούργιο να καθαγιάζεται στο όνομα των ”ανθρωπίνων δικαιωμάτων” ή της ”ελευθερίας της έκφρασης”! Πρέπει να αποκαλυφθεί και να καταγγελθεί η πανουργία της Μετανεωτερικότητας.
Τέλος, η έξοδος από αυτή την νόσο της σύγχρονης κουλτούρας προϋποθέτει ότι δεν θα τρομάζουμε από την ησυχία, αλλά αντίθετα θα τή δούμε ως σύμμαχο της αυτογνωσίας και της ωρίμανσης. Ουσιαστικά χρειάζεται να εκπαιδευθούν οι νεότερες γενιές (και πολλοί εκ των μεγαλυτέρων, βεβαίως!) ώστε να αναγνωρίζουν ότι διεργασίες φαινομενικά (και με τα σημερινά κριτήρια) ανιαρές είναι εφικτό να περικλείουν υψηλή μυστική δημιουργικότητα. Μια επιβράδυνση στην εποχή μας δεν θα ταυτίζεται με την προνεωτερική αδράνεια και στασιμότητα. Μια πραγματική επανάσταση στο σύγχρονο πλαίσιο οπωσδήποτε θα περιλαμβάνει ως συνιστώσες την ανάκτηση και διατήρηση της ψυχικής υγείας, καθώς και την ίαση του ανελέητου μοναχικού Εγώ.