Οι επισκέπτες που στέκονται μπροστά από το μεγάλων διαστάσεων διάσημο έργο του Ρέμπραντ «Νυχτερινή Περίπολος» (363 εκ. × 437 εκ.), ο πλήρης τίτλος του οποίου είναι Ο λόχος της πολιτοφυλακής υπό τη διοίκηση του λοχαγού Φρανς Μπάνινκ Κοκ, μιλούν, κάνουν chat στο κινητό, περπατούν και αστειεύονται. Σε αντίθεση με άλλα αριστουργήματα, ο επιβλητικός αυτός πίνακας δεν «επιβάλλει» ηρεμία και σιωπή.
Στην πραγματικότητα, τα μέλη της πολιτοφυλακής της δεύτερης περιφέρειας του Άμστερνταμ, που συγκεντρώθηκαν τότε, το μακρινό 1642, για το επίσημο πορτρέτο της μάχιμης μονάδας, μόνο ακίνητα δεν πόζαραν.
Κάποιοι συνομιλούσαν, ορισμένοι εξ αυτών υπογραμμίζοντας τον λόγο με έντονες χειρονομίες -ακόμη και βάζοντας ο ένας τα χέρια μπροστά από το πρόσωπο του άλλου- άλλοι χάζευαν, κάποιοι έπαιζαν με τα όπλα τους.
Ως εκ τούτου, οι μορφές του έργου -οι οποίες απεικονίζονται σε πραγματικές διαστάσεις- πέρα από το παιχνίδι των φωτοσκιάσεων, είναι ο,τιδήποτε άλλο, εκτός από ένα τυπικό, στατικό πορτρέτο μιας ομάδας στρατιωτικών.
Και μπορεί ο Ρέμπραντ να ακολούθησε, πίσω από τους προεξάρχοντες, δηλαδή τη μορφή του λοχαγού Φρανς Μπάνινκ Κοκ και του υπολοχαγού του Βίλεμ φαν Ρόιτενμπουρχ, την κλασική διάταξη της πυραμίδας (που ακολουθούσαν οι καθιερωμένοι ζωγράφοι της εποχής), αλλά μόνο για την ανατρέψει. Και να αναδείξει το υπέροχο, «ένδοξο» χάος της ανθρώπινης φύσης.
Η μεγαλειώδης έκθεση με τίτλο «Όλοι οι Ρέμπραντ» στο Μουσείο Rijksmuseum του Άμστερνταμ (15 Φεβρουαρίου - 10 Ιουνίου 2019), διερευνά πτυχές της ζωής και του έργου του κορυφαίου εκπροσώπου της «χρυσής ολλανδικής εποχής» στη ζωγραφική.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του που το Μουσείο εκθέτει τα περισσότερα έργα Ρέμπραντ της συλλογής του και όπως δήλωσε ο διευθυντής του Μουσείου, μία τέτοια έκθεση δεν πρόκειται να επαναληφθεί (εκθέσεις για τον Ρέμπραντ διοργανώνονται εφέτος σε μουσεία σε όλη την Ολλανδία).
Η έκθεση, που πραγματοποιείται για την επέτειο των 350 ετών από τον θάνατο του κορυφαίου ζωγράφου, περιλαμβάνει 22 πίνακες, 60 σχέδια, καθώς και 300 χαρακτικά, μεταξύ των οποίων και αυτοπροσωπογραφίες -selfies- του Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν (1606 - 1669), εκ των κορυφαίων ζωγράφων όλων των εποχών.
Ο δημιουργός, που κατά ιστορικούς της Τέχνης χαρακτηρίζεται ως εξπρεσιονιστής 250 χρόνια πριν από τους εξπρεσιονιστές, ήταν το όγδοο από τα εννέα παιδιά ενός μυλωνά.
Γεννήθηκε στο Λέιντεν της Ολλανδίας, φοίτησε στο λατινικό σχολείο και στο πανεπιστήμιο της πόλης, ωστόσο πολύ σύντομα στράφηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική, εγκαταλείποντας το πανεπιστήμιο, για να μαθητεύσει στο πλευρό διακεκριμένων καλλιτεχνών, όπως o Γιάκομπ Ίσαακ φαν Σβάνενμπουρχ και αργότερα o Πίτερ Λάστμαν. Φιλοτέχνησε τα πρώτα έργα του στο Λέιντεν και στην πορεία εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, πιθανώς στα τέλη του 1631.
Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην πτώχευσή του -αναγκάστηκε μετά από αλλεπάλληλα δάνεια, να βγάλει το σπίτι του σε πλειστηριασμό- παρά το γεγονός πως η φήμη του παρέμεινε σχεδόν ακλόνητη όσο ζούσε, αλλά και μετά τον θάνατό του.
Κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διακριθεί -η αναγνώριση του συνέπεσε με την άνοδο της αστικής τάξης- αναλαμβάνοντας σημαντικές παραγγελίες και αποκτώντας μεγάλη φήμη τόσο στην Ολλανδία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο Ρέμπραντ ήταν ένας εξαιρετικός παρατηρητής -τον ενδιέφεραν εξίσου οι αστοί, οι περιπλανώμενοι και οι μουσικοί του δρόμου- και ένας τολμηρός ζωγράφος, ακριβώς επειδή δεν υπέπεσε στον πειρασμό να εξιδανικεύσει τις ανθρώπινες μορφές.
Η πρώτη ενότητα της έκθεσης παρουσιάζει τα ορόσημα της καριέρας του νεαρού Ρέμπραντ και εστιάζει τις αυτοπροσωπογραφίες του.
Η δεύτερη ενότητα αφορά το περιβάλλον εντός του οποίου έζησε και δημιούργησε, καθώς και τα οικεία πρόσωπα της ζωής του -από την μητέρα και τον πατέρα του μέχρι τη σύζυγο του Σάσκια που πέθανε σε νεαρή ηλικία, αλλά και ανθρώπους που συναντούσε στον δρόμο -όπως ζητιάνοι και ηθοποιοί μπουλουκιών.
Η τρίτη ενότητα της έκθεσης είναι αφιερωμένη στον χαρισματικό αφηγητή, στα έργα του με θέματα από τις βιβλικές ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως η διάσημη «Εβραία Νύφη».