Όμηροι της έλλειψης κοινού οράματος

Η Γερμανία θέτει εκ νέου το ζήτημα της κατάργησης του βέτο στην εξωτερική πολιτική.
picture alliance via Getty Images

Ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών Χάϊκο Μάας επανέφερε το γνωστό ζήτημα της κατάργησης της δυνατότητας των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκούν βέτο κατά αποφάσεων για θέματα εξωτερικής πολιτικής ώστε η ΕΕ «να μην γίνεται όμηρος εκείνων που παραλύουν την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική».

Αρκετές περιπτώσεις καταγράφηκαν τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον ως προς την απειλή χρήσης αυτής της δυνατότητας. Μερικές αφορούσαν και τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Πάντως οι δηλώσεις του Μάας ήλθαν λίγες ημέρες μετά τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν όταν η Ουγγαρία εμπόδισε την έκδοση δήλωσης της ΕΕ για την Κίνα και για τη σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας.

Η άμεση, σχεδόν ενστικτώδης (και γι αυτό προβλέψιμη) αντίδραση πολλών ευρωπαϊστών ήταν και είναι απολύτως θετική. Χωρίς αποφάσεις βάσει της πλειοψηφίας, επαναλαμβάνουν, δίνουμε μια κρίσιμη δύναμη αρνησικυρίας στην κάθε επιμέρους οπτική μιας χώρας. Χωρίς κατάργηση του βέτο δεν υπάρχει κοινή πολιτική.

“Σίγουρα πάντως η απογοητευτική προσέγγιση του αυταρχικού καθεστώτος του Ερντογάν από την ΕΕ κάθε άλλο παρά οφείλεται στη δυνατότητα του βέτο”

Είναι όμως η εν πολλοίς θεωρητική δυνατότητα του βέτο αυτό που κρατάει πίσω τη δυναμική της ΕΕ στις εξωτερικές υποθέσεις; Ή μήπως το βέτο αποτελεί απολύτως αναμενόμενη διάσταση ενόψει της παρούσας κατάστασης της Ένωσης;

Η λέξη κλειδί εν προκειμένω είναι μια: προϋποθέσεις.

Σίγουρα, σε μια πραγματική ομοσπονδία το βέτο δεν θα είχε θέση. Αλλά η κατάργηση του βέτο δεν θα οδηγήσει σε περαιτέρω ομοσπονδίωση.

Σήμερα, οι εθνικές στοχεύσεις αλλά και (σε μερικές περιπτώσεις όπως αυτές της Ελλάδας και της Κύπρου) οι εθνικές αγωνίες για θέματα ασφάλειας δεν καθίστανται εύκολα πλειοψηφικές.

“Η Γερμανία εξακολουθεί το ενεργειακό παιχνίδι με την Ρωσία και την ειδική γεωπολιτική σχέση με την Τουρκία.”

Το Νοέμβρη 2019, στην πρώτη επίσημη ομιλία της από τη νέα θέση της πρόεδρου της επιτροπής, η κυρία φον ντερ Λάϊεν μίλησε για την ανάγκη να μάθει η ΕΕ «τη γλώσσα της εξουσίας» και δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να έχει και γεωπολιτική διάσταση υπό την ηγεσία της.

Σίγουρα πάντως η απογοητευτική προσέγγιση του αυταρχικού καθεστώτος του Ερντογάν από την ΕΕ κάθε άλλο παρά οφείλεται στη δυνατότητα του βέτο. Σε αυτή την περίπτωση, η έλλειψη σθεναρής υπεράσπισης των αξιών της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολυμέρειας στην παγκόσμια κοινότητα δεν οφειλόταν σε «ομηρία» λόγω του βέτο.

Στην πραγματικότητα, η συνεχής αναφορά στην ήπια ισχύ σε συνδυασμό με τον σχετικό ρόλο της Γερμανίας και όλα αυτά εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ ενθάρρυναν την προσέγγιση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.

“Η επιθετικά αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας έχει φέρει την Γαλλία με βασικό ρόλο στην πλευρά της απαραίτητης εξισορρόπησης στην Ανατολική Μεσόγειο και την Βόρειο Αφρική.”

Υπήρξαν, βεβαίως, εξαιρέσεις. Κυρίως η Γαλλία αλλά για μια ορισμένη περίοδο και η Βρετανία (μεταξύ της κοινής γαλλοβρετανικής δήλωσης του Σεν Μαλό το 1998 και σειράς εξελίξεων που κορυφώθηκαν με το δημοψήφισμα για το Brexit το 2016) προσπάθησαν να επιτύχουν μια περισσότερο «στρατιωτικοποιημένη» και ταυτόχρονα περισσότερο αυτόνομη εξωτερική πολιτική της ΕΕ.

Αλλά και ο δυο πτυχές έμειναν σχετικά ατροφικές. Ενώ στην ΕΕ υφίσταται σήμερα μια μινιμαλιστική αλλά σταθερή συναίνεση σε επίπεδο ηγεσιών για την μη-διάλυση της Ένωσης, στις εξωτερικές σχέσεις και το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον υποβόσκουν σοβαρές προκλήσεις.

Η Γερμανία εξακολουθεί το (σχετικά πρόσφατο από ιστορική άποψη) ενεργειακό παιχνίδι με την Ρωσία και την (παλαιότατη και συνεχιζόμενη παρά τις μεταλλάξεις της) ειδική γεωπολιτική σχέση με την Τουρκία.

Εν μέρει λόγω των γαλλικών ενεργειακών στρατηγικών σε συνάρτηση με την εξελισσόμενη και ιδιαιτέρως προκλητική ηγεμονική υπερέκταση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, η Γαλλία προσεγγίζει υπό όρους και επιλεκτικά την Ρωσία στο πλαίσιο της διεύρυνσης της «ατζέντας του Μπρεγκανσόν», από το όνομα της θερινής κατοικίας του Γάλλου προέδρου. Εκεί είχε δεχτεί ο Μακρόν τον Πούτιν τον Αύγουστο του 2019, προσφέροντας την ευκαιρία μιας μερικής επανεκκίνησης των γαλλο-ρωσικών σχέσεων.

Ενώ η επιθετικά αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας έχει φέρει την Γαλλία με βασικό ρόλο στην πλευρά της απαραίτητης εξισορρόπησης στην Ανατολική Μεσόγειο και την Βόρειο Αφρική.

“Είναι προφανές ότι τυχόν δυσμενείς εξελίξεις στις σχέσεις ΕΕ – Γαλλίας θα σημάνουν την αύξηση του κινδύνου για μια Λεπέν στο Παρίσι.”

Μετά την έξοδο της Βρετανίας, η Γαλλία είναι η μόνη πυρηνική δύναμη της Ευρώπης και, εν πολλοίς, η μόνη στρατιωτική δύναμη με παγκόσμια σημασία.

Αλλά ενώ στη διεθνή σκακιέρα το Παρίσι αρχίζει – επιτέλους – να διαδραματίζει έναν ρόλο περισσότερο ανάλογο της ισχύος του, εσωτερικά η Γαλλία δεν έχει αποφύγει τις αναταραχές και τις άλλες διαιρετικές επιπτώσεις των εκσυγχρονιστικών πολιτικών της κυβέρνησης Μακρόν. Είναι προφανές ότι τυχόν δυσμενείς εξελίξεις στις σχέσεις ΕΕ – Γαλλίας θα σημάνουν την αύξηση του κινδύνου για μια Λεπέν στο Παρίσι.

Στο σημείο αυτό εντοπίζουμε και μια από τις πραγματικές πηγές του «λαϊκισμού» για τον οποίο γράφονται ατελείωτες πραγματείες. Αφού ανεχθούμε (αν όχι ευνοήσουμε) τις συνθήκες και τα ερεθίσματα γιγάντωσης του, στη συνέχεια θα κουνάμε το δάκτυλο ex cathedra σε όσους απογοητευμένους γοητευτούν από μορφώματα που υποτίθεται ότι τον εκφράζουν.

Για να θυμηθούμε την γεμάτη αμεσότητα ρωμαϊκή διατύπωση, το ζήτημα είναι ότι η συζήτηση και οι προτάσεις συνήθως γίνονται ex parte principis, όχι ex parte populi: εκφράζουν την οπτική γωνία των (δημοκρατικά, σήμερα, αναδεικνυόμενων) αρχόντων, όχι των αρχομένων, όχι του «λαού».

“Χρειαζόμαστε άλλο μείγμα πολιτικών, άλλο ρόλο των κεντρικών θεσμών και της ΕΚΤ, άλλη ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό της Ένωσης.Όπως επίσης και μια άλλη αντίληψη περί εξωτερικών συνόρων”

Όσο δε μεγαλώνει η κλίμακα, τόσο φαίνεται το πολιτικό σύστημα της Ένωσης να απομακρύνεται από τις μέριμνες, τις αγωνίες και τους στόχους του μέσου πολίτη. Ενώ την ίδια στιγμή, η λογική του συστήματος σε επίπεδο ΕΕ προσφέρει πρωτόγνωρες ευκαιρίες αλλά παράλληλα στερεί από τις εθνικές πολιτικές ηγεσίες τα εργαλεία να επιχειρήσουν να διαμορφώσουν πολιτικές για τις οποίες συχνά τα εκλογικά σώματα τις εμπιστεύονται.

Μεταβατικές δυσχέρειες ή δομικά αδιέξοδα;

Χρειαζόμαστε άλλο μείγμα πολιτικών, άλλο ρόλο των κεντρικών θεσμών και της ΕΚΤ, άλλη ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό της Ένωσης.

Όπως επίσης και μια άλλη αντίληψη περί εξωτερικών συνόρων – πέραν της κρίσης – αναφορικά π.χ. (όπως επισημαίνω από χρόνια) και με ειδικές πρόνοιες για τον αμυντικό προϋπολογισμό των συνοριακών κρατών ως κρατών. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να αναφερθούμε σε μερική, έστω, κάλυψη των αναγκών της Ελλάδας ως προς την ασφάλεια.

“Η υπέρβαση της δυνατότητας ενός του βέτο θα πρέπει να έλθει ως αποτέλεσμα ομοσπονδιακής ωρίμανσης, εάν και όταν αυτή επιτευχθεί. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να οδηγήσει σε οξύτερες συγκρούσεις και – στο μέλλον – σε νέες εξόδους.”

Η ΕΕ παραμένει υπέροχα μεταβατική. Ατελής αλλά ικανή να προσφέρει ελπίδα, εύκολα αποδομούμενη ενόψει των έκδηλων αντιφάσεών της αλλά και πλήρης υποσχέσεων δεδομένων των εξαιρετικά δύσβατων εναλλακτικών, ασύμμετρα επιρρεπής στις στρατηγικές ορισμένων ισχυρών πρωτευουσών αλλά και ζωντανή απόδειξη της επιβίωσης ενός ενωσιακού οράματος που – υπό προϋποθέσεις – θα πρέπει να απελευθερώνει ειρηνικά τις μεγάλες δυνατότητες των κρατών και των πολιτών της Ένωσης.

Οι κοινοί στόχοι, η κάθετη απόρριψη δικτατόρων και δικτατορίσκων, η αναζήτηση περιεχομένων στις πολιτικές που διαμορφώνουν τις σχέσεις της Ένωσης – αυτά θα έπρεπε να απασχολήσουν τις συζητήσεις για το μέλλον της Ευρώπης και όχι η σπουδή για την κατάργηση του βέτο.

Η υπέρβαση της δυνατότητας του βέτο θα πρέπει να έλθει ως αποτέλεσμα ομοσπονδιακής ωρίμανσης, εάν και όταν αυτή επιτευχθεί. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να οδηγήσει σε οξύτερες συγκρούσεις και – στο μέλλον – σε νέες εξόδους.

Δημοφιλή