Κι Ουέστ Φλόριντα, Δεκέμβριος 1936. «… Εμείς ήμασταν που είδαμε πρώτοι τον Χέμινγουεϊ ή εκείνος εμάς; Οι άνθρωποι μέσα σ’ ένα σκοτεινό μπαρ γυρίζουν να κοιτάξουν το φως που μπαίνει μέσα από μία πόρτα που ανοίγει και οι κόρες των ματιών μας αιφνιδιάστηκαν από την έντονη αντίθεση που έκανε ο εκτυφλωτικός ήλιος και ο πολύβουος δρόμος με το αμυδρό φως, τα ανοιχτόχρωμα ξύλινα πατώματα που ήταν υγρά από τα παγάκια που είχαν λιώσει και τα μπουκάλια με Καμπάρι, ουίσκι και ρούμι. Ένας θεόρατος μπάρμαν μας καλωσόρισε πίσω από μία μακριά, καμπυλωτή μπάρα, ενώ σε μία άκρη του μαγαζιού οι θαμώνες έστρεψαν ξανά την προσοχή τους σε μια θορυβώδη παρτίδα μπιλιάρδου, έχοντας βάλει λεφτά γύρω γύρω στο τραπέζι του παιχνιδιού για να προσδώσουν ενδιαφέρον. Κάποιος άλλος άνδρας, σχεδόν τόσο μεγαλόσωμος όσο ο μπάρμαν, βγήκε με κόπο μέσα από ένα χάος με χαρτιά που υπήρχαν πάνω στη μπάρα. Φορούσε βρόμικο, άσπρο μπλουζάκι, λερωμένο, λευκό κοντό παντελόνι που προσπαθούσε να το κρατήσει στη θέση του, μα αν ήταν δυνατόν, με ένα σκοινί! Έκανε υπερβολική βαβούρα καθώς διάσχιζε τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν, ώσπου μας έφτασε και μας καλωσόρισε κι αυτός, όπως ο μπάρμαν.
«Έρνεστ Χέμινγουεϊ», είπε…»
Εµπνευσµένο από την αληθινή ιστορία του βραβευμένου με Νόμπελ, Έρνεστ Χέµινγουεϊ και της Μάρθα Γκέλχορν, έναν από τους πιο διάσημους έρωτες του εικοστού αιώνα, το μυθιστόρημα «Όμορφοι Εξόριστοι» της Μεγκ Γουέιτ Κλέιτον (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Αναστασία Καλλιοντζή) που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες -πρώτο βιβλίο της Αμερικανίδας μπεστσελερίστα που μεταφράζεται στα ελληνικά- αφηγείται τη θυελλώδη σχέση του θρυλικού Χέµινγουεϊ µε την καταξιωμένη δημοσιογράφο και στη συνέχεια κορυφαία πολεμική ανταποκρίτρια Μάρθα Γκέλχορν, τρίτη κατά σειρά σύζυγό του, µε φόντο µεγάλα ιστορικά γεγονότα όπως ο Ισπανικός Εµφύλιος και ο ∆εύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος.
Εκείνος, ένας άντρας ώριµος, µε το χάρισµα να µετατρέπει τον λόγο σε τέχνη -και µία ανασφάλεια που έκρυβε βαθιά µέσα του, η οποία µέρα µε τη µέρα, τον οδηγούσε στην αυτοκαταστροφή- εκείνη, µια νεαρή γυναίκα, µε πείσµα, θάρρος και θράσος αντιστρόφως ανάλογα των καιρών της, µια γυναίκα πολύ µπροστά για την εποχή της.
Γνωρίζονται το 1936 σε ένα μπαρ, ενώ η Μάρθα είναι σε διακοπές με την οικογένεια της στη Φλόριντα. Όταν συναντά τον Χέμινγουεϊ η νεαρή γυναίκα διαθέτει αυτοπεποίθηση με τις λέξεις, αλλά όχι ιδιαίτερα με τους άνδρες. Η φιλία τους χτίζεται μέσα από το γράψιμο, τις συζητήσεις και τα οικογενειακά δείπνα, αλλά ο έρωτας φουντώνει όταν βρίσκονται στη Μαδρίτη για να καλύψουν δημοσιογραφικά τον Ισπανικό Εμφύλιο. Η Μάρθα τον θαυμάζει και ο -ακόμη παντρεμένος με τη δεύτερη σύζυγο του- Χέμινγουεϊ γοητεύεται από την ομορφιά και το ατρόμητο πνεύμα της. Ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, εκείνη καθιερώνεται ως πολεμική ανταποκρίτρια (τα ρεπορτάζ της από τα μέτωπα του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και το Νταχάου έχουν γράψει ιστορία) και ο Χέμινγουεϊ αρχίζει το μυθιστόρημα που θα του χαρίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Παντρεύονται τον Δεκέμβριο του 1940, όμως η Μάρθα δεν μοιάζει με τις προηγούμενες συζύγους του Χέμινγουεϊ, ο οποίος προτιμά να τον περιμένουν στο σπίτι -ούτε με την επόμενη. Μετά πολλών επεισοδίων, παίρνουν διαζύγιο το 1945. Ήταν η μοναδική γυναίκα που τον εγκατέλειψε, η μοναδική από τις τέσσερις συζύγους που του ζήτησε διαζύγιο.
Εκτός από βιβλία η σχέση τους -που τα είχε όλα, έρωτα, λογοτεχνία, ταξίδια, πολέμους, και βεβαίως διασημότητα- ενέπνευσε και μία ταινία, με τον Κλάιβ Όουεν και τη Νικόλ Κίντμαν, το φιλμ «Hemingway & Gellhorn» (2012).
Οσο για τη Μεγκ Γουέιτ Κλέιτον, µπήκε στα ευπώλητα των New York Times µε τα πέντε προηγούµενα µυθιστορήµατά της, ανάµεσα στα οποία το The Race for Paris, το The Wednesday Sisters και το The Language of Light, που ήταν στην τελική λίστα για το βραβείο «Bellwether». Έχει αρθρογραφήσει για τους Los Angeles Times, τους New York Times, τη Washington Post, τη San Fransisco Chronicle, το Forbes, το Writer’s Digest, το Runner’s World.