Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε ιδιαίτερα επιχειρήματα προκειμένου να τεκμηριώσουμε την άποψη ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια κρίση που απειλεί την ύπαρξή του. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας. Η κριτική για την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών φαίνεται ότι αποτελεί την κοινή συνισταμένη των αντιδράσεων σε όλες τις χώρες μέλη.
Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή την εποχή η ευρωζώνη συνδέονται με την ασθενή ανάπτυξη, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος, την βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος και την άνιση κατανομή του εισοδήματος. Η κρίση γίνεται ακόμα πιο έντονη αν στα παραπάνω συμπεριληφθούν και οι αποφάσεις της διοίκησης Τράμπ σχετικά με το διεθνές εμπόριο και τον εμπορικό πόλεμο με τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Το γεγονός αυτό αναγκάζει την ΕΕ να επανατοποθετηθεί απέναντι στον τρόπο διεξαγωγής του διεθνούς εμπορίου και ιδιαίτερα στο διμερές εμπόριο με τις ΗΠΑ.
Απ’ όλα τα παραπάνω θα σταθώ στο μεγαλύτερο πρόβλημα που απειλεί την Ευρωζώνη και είναι το θέμα του χρέους. Και αυτό γιατί η κρίση χρέους είναι αυτή που ανέδειξε τις θεσμικές αδυναμίες της ευρωζώνης και επιπλέον το θέμα της διαχείρισης του χρέους είναι αυτό που απαιτεί τις μεγαλύτερες μεταβολές στον τρόπο λειτουργίας της ΟΝΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΕ ακόμα σήμερα δεν έχει έναν επίσημο μηχανισμό αναδιάρθρωσης μη βιώσιμου χρέους εφόσον στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη περιέχεται ο όρος “no bail out” (άρθρο 125 της Συνθήκης). Σύμφωνα με αυτό τόσο η ΕΕ όσο και κάθε κράτος μέλος δεν ευθύνονται για τις δανειακές υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις άλλων κρατών. Προκειμένου να βρεθεί ένας σύννομος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το ελληνικό πρόβλημα και να μην παραβιαστεί το παραπάνω άρθρο για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφευρέθηκαν διάφοροι μέθοδοι οι οποίοι περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο το πρόβλημα χρέους.
Ακόμα σήμερα και έχοντας ήδη συμπληρώσει μια δεκαετία από την έναρξη της ελληνικής κρίσης η ΕΕ δεν έχει ένα ουσιαστικό θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης μη βιώσιμου χρέους που να συμπεριλαμβάνει τις ουσιαστικές αλλαγές στον τραπεζικό τομέα. Ο λόγος (μεταξύ των άλλων) είναι ότι ο μηχανισμός για την αναδιάρθρωση χρέους πρέπει να συνοδευτεί και με την ενοποίηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος καθώς και με την καλύτερη εποπτεία. Γεγονός που σημαίνει ότι πριν από τη δημιουργία θεσμικού πλαισίου αναδιάρθρωσης πρέπει να προηγηθούν οι πράξεις εγγύησης των καταθέσεων, το καθεστώς, οι διαδικασίες λύσεις των τραπεζών και η διάσωση αυτών από τους κρατικούς προϋπολογισμούς καθώς και η σύγκλιση στο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στην συνέχεια, απαιτούνται ρυθμίσεις που θα επιτρέπουν τη χρεωκοπία εντός ευρώ και την προστασία των υπό πτώχευση χωρών από τους κατόχους ομολόγων οι οποίοι δεν συναινούν με την διαδικασία αναδιάρθρωσης του χρέους (hold out) και της νομικής τους προστασίας για την πλήρη αποπληρωμή των ομολόγων τους. Σ’ αυτά τα πλαίσια για να λειτουργήσει η αμοιβαιοποίηση του χρέους είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός σύνθετου προϊόντος, του αποκαλούμενου ασφαλούς ομολόγου (EBSies) που θα αποτελεί έναν συνδυασμό ομολόγων από διαφορετικές χώρες. Αυτό το ομόλογο θα διευκολύνει την αμοιβαιοποίηση του χρέους (προτάσεις Lane 2016) και θα παρέχει επενδυτικές διεξόδους σε περιόδους κρίσεις καθώς θα αποτρέπει και την μετακίνηση κεφαλαίων από τις υπό κρίση χώρες σε χώρες με πιο υγιή οικονομία.
Oλες οι παραπάνω προτάσεις δεν θα μπορέσουν να ενσωματωθούν στο νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ΟΝΕ αν δεν γίνει αποδεκτή η βασική θέση για την αμοιβαιοποίηση του χρέους. Όμως μέχρι σήμερα ο τρόπος αντίδρασης των χωρών μελών έδειξε το ακριβώς αντίθετο. Για τα θέματα που άπτονται του στενού πυρήνα της διακυβέρνησης των κρατών μελών και συνδέονται με την οικονομική και την εξωτερική πολιτική η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα και πρωτοστατούν τα εθνικά συμφέροντα.
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές θα μετατρέψουν την οικονομική κρίση σε πολιτική κρίση αφού η ισχυρή εκπροσώπηση του ευρωσκεπτικισμού θα απαιτήσει την ουσιαστική αλλαγή της στάσης των θεσμικών οργάνων απέναντι στα θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων. Για παράδειγμα είναι εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το σύμφωνο σταθερότητας θα συνεχίσει να αποτελεί το δημοσιονομικό πλαίσιο όταν παραβιάζεται από την Γαλλία και την Ιταλία.
Μετά από αυτή την εξέλιξη οι επιλογές θα είναι δύο. Η πρώτη θα συνδέεται με την ουσιαστική αλλαγή της φυσιογνωμίας της ΕΕ και η δεύτερη με την μεταβολή της σε μια οικονομική ένωση δύο ταχυτήτων και την σταδιακή απομάκρυνση των χωρών της δεύτερης ταχύτητας. Έχει σημασία να τονιστεί ότι αυτή η υπαρξιακή κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με απλές βελτιώσεις και ήσσονος σημασίας μεταβολές. Χρειάζεται να ξαναγραφτούν οι νόμοι και οι γραφές της ΟΝΕ από την αρχή. Και αυτή η επανεκκίνηση δεν μπορεί να περιμένει και να δρομολογηθεί σε μεσομακροχρόνιο ορίζοντα αλλά άμεσα.