Με αφορμή τα φαινόμενα οπαδικής βίας που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες, ίσως θα είχε σημασία να αφιερώσουμε λίγο χώρο και χρόνο στην διατύπωση κάποιον προβληματισμών σχετικά με την φύση της οπαδικής βίας. Συχνά, ακούμε σχόλια όπως “μα πώς μπορεί να γίνει κάποιος βίαιος υποστηρίζοντας μια ομάδα” ή “πώς μπορεί να οδηγηθεί κάποιος σε φανατισμό απλά για το ποιός θα ρίξει πιο πολλές μπάλες σε ένα δίχτυ”. Η οπαδική βία είναι ένα φαινόμενο που όσο παράδοξο και αν φαντάζει, ειδικά σε όσους δεν ασχολούνται με τον αθλητισμό, εξηγείται με βάση συγκεκριμένους κοινωνικούς μηχανισμούς.
Λίγα ιστορικά στοιχεία
Έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του χουλιγκανισμού. Φαίνεται οι πρώτες αναφορές σε αυτό που σήμερα λέγεται “οπαδική βία” να καταγράφονται το 1349. Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Εδουάρδου Γ. Υπάρχουν αναφορές ότι ο βασιλιάς Εδουάρδος απαγόρευσε το παιχνίδι γιατί προκαλούσε κοινωνικές αναταραχές.
Ωστόσο, το φαινόμενο του σύγχρονου χουλιγκανισμού φαίνεται να τοποθετείται χρονικά στο 1885, όπου προέκυψε η πρώτη πραγματική συμπλοκή ανάμεσα σε ομάδες. Παρότι το φαινόμενο γεννήθηκε στην Αγγλία, κατά τον 20ο αιώνα άρχισαν σταδιακά να σημειώνονται περιστατικά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Η ποιοτική διαφοροποίηση του χουλιγκανισμού την τελευταία δεκαετία αφορά στο εξής : Ενώ μέχρι τις αρχές του 2000 σημειώνονται μεμονωμένα και πρόσκαιρα ξεσπάσματα βίας τα οποία τέλειωναν μετά τον αγώνα, πλέον οι συμπλοκές συμβαίνουν πολύ πιο οργανωμένα. Συγκεκριμένα, οι οπαδοί, πλέον, συνειδητά απομακρύνονται από τις περιοχές όπου υπάρχει αστυνομικός έλεγχος και εμπλέκονται σε προμελετημένες συμπλοκές.
Απόπειρες ερμηνείας της οπαδικής βίας
Προκειμένου να ερμηνεύσουμε το συγκεκριμένο φαινόμενο, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από το τί εξυπηρετεί, δηλαδή ποιες λειτουργίες επιτελεί το φαινόμενο της οπαδικής βίας στην σύγχρονη κοινωνία.
Πρώτον, είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι ο χουλιγκανισμός εξυπηρετεί την ανάγκη του μέσου ανθρώπου για εκτόνωση. Το περιβάλλον ενός αγώνα, καθίσταται ένα πλαίσιο όπου επιτρέπεται σε κάποιον να βρίσει, να φωνάξει, ενδεχομένως να προβεί σε κάποια βίαιη χειρονομία ακόμα και να εμπλακεί σε βίαιες διαμάχες. Κανονικοποιείται, λοιπόν, η μη συμβατική κοινωνική συμπεριφορά και επιτρέπεται στο άτομο η ανορίοτη εκτόνωση του θυμού. Η ίδια ακριβώς αντίδραση θα θεωρούνταν απαράδεκτη και καταδικαστέα σε ένα άλλο κοινωνικό πλαίσιο.
Δεύτερον, ο οπαδισμός εξυπηρετεί την ανάγκη του ατόμου να συγκροτεί ταυτότητα και να αισθάνεται ότι ανήκει σε ένα σύνολο. Δεν είναι τυχαίο που το συγκεκριμένο φαινόμενο προκύπτει τόσο μαζικά από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά, όπου οι κοινωνίες γίνονται πιο απρόσωπες και πιο ανώνυμες. Στην σύγχρονη κοινωνία, γενικότερα ο άνθρωπος υφίσταται μια βαθιά κρίση ταυτότητας, και η συμμετοχή σε ομάδες είναι μια μορφή ανήκειν.
Τρίτον, μια λειτουργία που επιτελεί ο οπαδισμός αφορά από την πλευρά της προνομιούχας τάξης στην κερδοσκοπία. Ο οπαδισμός δεν έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Το αντίθετο. Όσο περισσότερο τροφοδοτείται ο αθλητικός φανατισμός, τόσο μεγαλύτερο και το οικονομικό κέρδος των ιδιοκτητών ομάδων.
Μια σύνθεση ερμηνειών στο σήμερα
Έχουμε εκθέσει προς το παρόν τρεις λειτουργίες που επιτελεί ο οπαδισμός. Οι δύο πρώτες αφορούν στην πλευρά του οπαδού και η τρίτη στην πλευρά του επιχειρηματία. Αν το σκεφτούμε, βέβαια, πιο προσεκτικά, θα δούμε ότι οι δύο λειτουργίες αφορούν με έμμεσο τρόπο και την κοινωνικοπολιτική δομή μιας κοινωνίας.
Πιο συγκεκριμένα, η εκτόνωση του θυμού δεν αφορά μόνο το άτομο που εκτονώνει. Αφορά σε σημαντικό βαθμό και τις κοινωνικές ισορροπίες μιας εποχής. Συγκεκριμένα, όταν ο θυμός μιας κοινωνικής μερίδας εκτονώνεται σε ένα συγκεκριμένο μη πολιτικό πλαίσιο, ουσιαστικά προλαμβάνονται οι κοινωνικοπολιτικές αναταραχές. Τα νεύρα ενός μέσου ανθρώπου που παίρνει μισθό-κοροϊδία, που μένει απλήρωτος, που υφίσταται εκφοβισμό από τον εργοδότη του για παράδειγμα, είναι απολύτως ακίνδυνα όταν αυτά εκφράζονται σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Επίσης, η κατασκευή μιας ανταγωνιστικής ταυτότητας που θα γίνει ο αποδέκτης του θυμού (πχ η αντίπαλη ομάδα) μεταθέτει το περιεχόμενο της σύγκρουσης σε ένα διαφορετικό πλαίσιο και προστατεύει την άρχουσα τάξη από την είσπραξη του θυμού.
Η έννοια της ταυτότητας και του ανήκειν είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό ζήτημα των σύγχρονων κοινωνιών. Συγκεκριμένα, η παγκοσμιοποίηση και η αστικοποίηση των κοινωνιών του 20ου αιώνα μπορεί να μοιάζει σε εμάς ένα αδιάφορο ιστορικό γεγονός του μακρινού παρελθόντος, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η ζωή έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε είναι ένα ιδιαίτερα πρόσφατο φαινόμενο. Μέχρι προσφάτως , οι κοινωνίες ζούσαν αρκετά διαφορετικά από ό,τι εμείς στο σήμερα. Η υπαρξιακή κρίση που περιγράφουμε είναι ένα φαινόμενο της σύγχρονης εποχής, και η ανάγκη του ατόμου να ανήκει κάπου δεν καλύπτεται στις σύγχρονες αποδιοργανωμένες κοινωνίες.
Συμπερασματικά
Για να συνοψίσουμε, το φαινόμενο της οπαδικής βίας δεν μπορεί να εξηγηθεί πέρα από την κοινωνία και την ιστορία στην οποία αυτό γεννάται.
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε το έδαφος το οποίο είναι πρόσφορο για να δημιουργηθεί αυτό το φαινόμενο.
Πρώτον, έχουμε μια κοινωνία που μια μερίδα της κερδοσκοπεί από την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και από τον οπαδισμό, ο οποίος διαφημίζεται με κάθε ευκαιρία.
Δεύτερον, έχουμε μια κοινωνία στην οποία η ταξική ψαλίδα ανοίγει και οι διεκδικήσεις εγκληματοποιούνται συνεχώς.
Και, τέλος, έχουμε μια κοινωνία στην οποία οι πολιτικές ταυτότητες υποχωρούν και οι δυνατότητες συλλογικοποίησης λιγοστεύουν. Αυτό είναι πάνω κάτω το κοινωνικό παζλ πάνω στο οποίο μπορούμε να εξηγήσουμε την εμφάνιση της οπαδικής βίας.