Παρά το γεγονός ότι η καθοριστική συμβολή του Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, του Αμερικανού γερμανικής καταγωγής θεωρητικού φυσικού, που έμεινε στην ιστορία ως «ο πατέρας της ατομικής βόμβας», στο απόρρητο Σχέδιο Μανχάταν, είναι τουλάχιστον σε αδρές γραμμές γνωστή -ο αινιγματικός επιστήμονας ήρθε ξανά σε πρώτο πλάνο με αφορμή την ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν «Oppenheimer»-, λίγοι θυμούνται ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο του Μακαρθισμού σύρθηκε σε δίκη εξαιτίας των δημοκρατικών και φιλειρηνικών του θέσεων, κατηγορούμενος για εμπλοκή σε κομμουνιστικές οργανώσεις.
Η υπόθεση, που έλαβε τεράστια δημοσιότητα, επηρέασε τόσο βαθιά τον τρεις φορές υποψήφιο για Νόμπελ Φυσικής επιστήμονα, ώστε αποφάσισε να περάσει μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ζωής του στο μικροσκοπικό, απομακρυσμένο νησί St John στις Αμερικανικές Παρθένες Νήσους.
«Το 1945, όταν [ο αμερικανικός στρατός έριξε την ατομική βόμβα] στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, ο Οπενχάιμερ χαιρετίστηκε ως εθνικός ήρωας. Το πρόσωπο του βρέθηκε στο εξώφυλλο των περιοδικών Time και Life και έγινε ο πιο διάσημος από τους διάσημους επιστήμονες της Αμερικής», σημειώνει ο Κάι Μπερντ, στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του οποίου «American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer», που συνυπέγραψε με τον εκλιπόντα πλέον Μάρτιν Τζ. Σέργουιν όπου βασίστηκε ο Κρίστοφερ Νόλαν για την ταινία του. «Στη συνέχεια, το 1954, γίνεται ξαφνικά παρίας και εξαφανίζεται από τη δημόσια ζωή σχεδόν μέχρι τον θάνατο του».
Σήμερα, η έκταση των δύο στρεμμάτων με την εξοχική κατοικία όπου ο Οπενχάιμερ περνούσε αρκετούς μήνες το χρόνο, από το 1955 μέχρι τον θάνατό του το 1967, είναι ιδιοκτησία του δημοσίου, και το σημείο είναι γνωστό στους ντόπιους ως Oppenheimer Beach.
Παρότι δεν εμφανίζεται στους περισσότερους τουριστικούς χάρτες, θεωρείται, σύμφωνα με το BBC, μια από τις καλύτερες παραλίες στις Παρθένες Νήσους και ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του νησιωτικού συμπλέγματος.
Όπως εξηγεί ο Κάι Μπερντ «Στην πραγματικότητα, η άποψη του Οπενχάιμερ για το όπλο που κατασκεύαζε δεν άλλαξε ποτέ. Από την ημέρα που μπήκε στο Manhattan Project το 1942 γνώριζε πολύ καλά πόσο τρομερό ήταν και ότι δημιουργούσε ένα όπλο που θα είχε τεράστιες δυνατότητες καταστροφής».
Αντίθετα με τον Οπενχάιμερ, ο Άλμπερτ Άινσταϊν και οι περισσότεροι κορυφαίοι φυσικοί της εποχής ήταν πεπεισμένοι ότι η δημιουργία της βόμβας ήταν αναπόφευκτη και ότι εάν δεν τη δημιουργούσε ο Οπενχάιμερ, θα το είχαν πρώτοι οι Ναζί.
«Ήταν ένας αγώνας δρόμου και [ο Οπενχάιμερ] σκεφτόταν ότι εάν το είχε στη διάθεση του πρώτος ο Χίτλερ, θα το χρησιμοποιούσε για να κερδίσει τον πόλεμο επιβάλλοντας τον φασισμό, με τρομερά, τραγικά αποτελέσματα. Έτσι, ένιωθε υποχρεωμένος να το κάνει», προσθέτει ο Μπερντ.
«Αμέσως μετά τη Χιροσίμα, έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη… πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του προσπαθώντας να προειδοποιήσει την ανθρωπότητα για τους κινδύνους των πυρηνικών και την ανάγκη να τεθούν υπό έλεγχο, οπότε είχε μια πολύ περίπλοκη σχέση με το τρομερό αυτό όπλο για την κατασκευή του οποίου ήταν υπεύθυνος».
Όταν οι Σοβιετικοί δοκίμασαν την πρώτη ατομική τους βόμβα το 1949, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν ζήτησε από τους Αμερικανούς επιστήμονες ένα νέο πρόγραμμα για την κατασκευή μιας βόμβας υδρογόνου, η πυρηνική έκρηξη της οποίας θα μπορούσε να είναι 1.000 φορές πιο ισχυρή από την ατομική βόμβα.
Ο Οπενχάιμερ, επικεφαλής επιστημονικός σύμβουλος στην Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας των Ηνωμένων Πολιτειών, αντιτάχθηκε λέγοντας στον Τρούμαν: «Κύριε Πρόεδρε, αισθάνομαι ότι έχω αίμα στα χέρια μου». Η στάση του Οπενχάιμερ τον κατέστησε τελικά κύριο στόχο της αντικομμουνιστικής υστερίας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Την άνοιξη του 1954, υπέμεινε μια εξαντλητική ανάκριση τεσσάρων εβδομάδων, καθώς θεωρήθηκε κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια. (Οι ΗΠΑ αποκατέστησαν τελικά το όνομά του 68 χρόνια αργότερα).
Εκείνο το καλοκαίρι, σύμφωνα με τον Κάι Μπερντ, ο ασπρομάλλης πια, «ταπεινωμένος, βαθιά τραυματισμένος και ψυχολογικά εξαντλημένος» Οπενχάιμερ, αφήνει το σπίτι του στο Πρίνστον, στο Νιου Τζέρσεϊ και επιβιβάζεται σε ένα ιστιοπλοϊκό με τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του με προορισμό το νησάκι Σεν Τζον.
«Ήθελε να ξεφύγει, να δραπετεύσει από τη φήμη του πατέρα της ατομικής βόμβας, που τον βασάνιζε μετά τη δίκη του ’54 και τις υποψίες ότι είναι κομμουνιστής, πιθανώς και κατάσκοπος.
Την πρώτη φορά που αντίκρυσε το νησί ο Οπενχάιμερ ερωτεύτηκε το Σεν Τζον… έτσι, επέστρεψε την επόμενη χρονιά και τελικά βρήκε ένα ακίνητο στην παραλία όπου έχτισε μια πολύ απλή κατοικία, στην οποία πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του -πολλούς μήνες το χρόνο, τόσο τον χειμώνα, όσο και την άνοιξη και το καλοκαίρι…».
Χωρίς ηλεκτρικό και τηλέφωνα, αλλά και χωρίς τους «κοριούς» του FBI
Το Σεν Τζον δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικό από τη ζωή που άφηνε πίσω του ο Οπενχάιμερ -άλλωστε, αυτό ήταν το ζητούμενο. Ο σπουδαίος επιστήμονας μεγάλωσε σε ένα πολυτελές σπίτι στο Upper West Side του Μανχάταν με τρία άτομα προσωπικό, σοφέρ και πίνακες του Βαν Γκογκ να κοσμούν τους τοίχους.
Όταν η οικογένεια έφτασε στο νησάκι που έχει το μέγεθος του Μανχάταν, τον Ιούλιο του 1954, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, δεν υπήρχαν τηλέφωνα, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα και στους χωματόδρομους τριγύριζαν παγώνια και γαϊδουράκια.
Το νησάκι είχε περιέλθει στις ΗΠΑ μόλις 37 χρόνια πριν και το 90% των 800 κατοίκων ήταν απόγονοι πρώην σκλάβων τους οποίους οι Δανοί -τα νησιά έγιναν βασιλικές αποικίες της Δανίας το 1754, με το όνομα Δανικά Νησιά Δυτικών Ινδιών- είχαν απαγάγει από την Αφρική για να εργαστούν στις φυτείες τους (τα νησιά ήταν ιδανικά για την καλλιέργεια ζάχαρης – ζαχαροκάλαμου και βαμβακιού).
Το πρώτο μπαρ του νησιού δεν θα χτιζόταν παρά δύο χρόνια μετά και το μεγαλύτερο κτήριο ήταν μία μονώροφη κατοικία αποικιακού ρυθμού.
«Ο λόγος που επέλεξαν το St John ήταν επειδή ήταν απομονωμένο», λέει ο David W Knight Sr, ένας τοπικός ιστορικός η οικογένεια του οποίου διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Οπενχάιμερ και ο ίδιος έμεινε στο εξοχικό τους όταν έλειπαν. «Κανείς δεν επρόκειτο να ενοχλήσει [τον Ρόμπερτ]. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν, ούτε και νοιαζόταν. Ήταν ένα υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κανείς και να παραμείνει ανώνυμος. Είναι τόσο απλό».
Πέραν της ανωνυμίας, η μεγάλη απόδραση των Οπενχάιμερ εξυπηρετούσε και έναν πρακτικό σκοπό. Καθώς οι πιθανοί δεσμοί του με κομμουνιστές τέθηκαν στο μικροσκόπιο τη δεκαετία του 1950, το FBI είχε εγκαταστήσει «κοριούς» στο σπίτι του στο Νιου Τζέρσεϊ αλλά όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Ήταν αδύνατο για το FBI να έχει τον Οπενχάιμερ υπό παρακολούθηση όσο βρισκόταν στο St John». Παράλληλα, κυκλοφορούσε -και ακόμη- ένας τοπικός μύθος σύμφωνα με τον οποίο, ο επιστήμονας θεωρούσε ότι οι Παρθένες Νήσοι θα ήταν ένα από τα τελευταία μέρη στη γη που θα έπληττε μια πυρηνική έκρηξη.
Το 1955 οι Οπενχάιμερ αγόρασαν γη στον κόλπο Hawksnest και έφτιαξαν το σπίτι στην παραλία.
Εκεί ο Ρόμπερτ έγραφε ποίηση -όπως έκανε από μικρός- καθισμένος στο γραφείο του με θέα στον κόλπο και κάθε Σεπτέμβριο έστελναν με τη σύζυγο του Κίτι, προσκλήσεις σε φίλους για ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι, στο οποίο σέρβιραν αστακοσαλάτα και σαμπάνια, ενώ κάποια τοπική μπάντα έπαιζε calypso και ο Ρόμπερτ χόρευε στην παραλία μέχρι αργά το βράδυ.
«Ο πιο ευγενικός, πράος άνθρωπος που έχω συναντήσει»
«Έρχονταν κάθε λογής άνθρωποι -μαύροι και λευκοί, μορφωμένοι και μη. Ο Ρόμπερτ δεν έκανε καμία διάκριση», ενώ μεταξύ άλλων, στο βιβλίο καταγράφεται η μαρτυρία ενός φίλου του επιστήμονα, ο οποίος έλεγε ότι ο Οπενχάιμερ «ήταν ο πιο ευγενικός, πράος άνθρωπος που έχω συναντήσει. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν που να νιώθει ή να εκφράζει λιγότερο κακόβουλη διάθεση για οποιοδήποτε άλλο άτομο».
Έξι χρόνια αργότερα, ο Οπενχάιμερ θα πέθαινε από καρκίνο σε ηλικία 62 ετών. Σεβόμενη την επιθυμία του, η Κίτι σκόρπισε την τέφρα του συζύγου της στη θάλασσα του Hawksnest Bay. Όταν απεβίωσε και η ίδια, το 1972, οι στάχτες της σκορπίστηκαν στο ίδιο σημείο. Η κόρη τους, Τόνι, η οποία έπασχε από κατάθλιψη, αγαπούσε ιδιαίτερα το νησί. Το 1977, αφαίρεσε τη ζωή της στο σπίτι δίπλα στη θάλασσα που είχε χτίσει ο πατέρας της, αφήνοντας ένα χειρόγραφο σημείωμα με το οποίο το παραχωρούσε «στον λαό του Σεν Τζον».
Το νησάκι σήμερα: Μόνο με το φέρι από το St Thomas
Σχεδόν 70 χρόνια μετά την απόδραση του Οπενχάιμερ στην Καραϊβική, το Σεντ Τζον, παραμένει η λιγότερο ανεπτυγμένη από τις τρεις Αμερικανικές Παρθένες Νήσους, που περιλαμβάνουν τον κοντινό, και πολύ πιο κοσμοπολίτικο Άγιο Θωμά και τον Σεν Κρουά.
Χάρη σε δωρεά του Ροκφέλερ, τα δύο τρίτα του Σεν Τζον -που είναι και το μικρότερο από τα τρία τροπικά νησιά, με έκταση μόλις 20 τετραγωνικά μίλια- είναι από το 1956 προστατευόμενο Εθνικό Πάρκο με περισσότερα από 20 μονοπάτια πεζοπορίας.
Δεν υπάρχει αεροδρόμιο, ούτε αποβάθρες για να δέσουν κρουαζιερόπλοια και τα άγρια γαϊδουράκια περιφέρονται ακόμα ελεύθερα κατά μήκος των απομονωμένων ανατολικών λόφων του νησιού.
Το Σεν Τζον -εκτός κι αν διαθέτει κανείς ιδιωτικό σκάφος- είναι προσβάσιμο μόνο με το φέρι που ξεκινάει από το St Thomas (με πολλά καθημερινά δρομολόγια), όπου ζουν οι περισσότεροι από τους 3.880 κατοίκους του νησιού.
Στην αποβάθρα, ειδικά διαμορφωμένα ανοιχτά ταξί περιμένουν τους ταξιδιώτες για να τους μεταφέρουν στον North Shore Road, περνώντας από το πιο διάσημο θέρετρο του νησιού, τον Kόλπο Caneel, και τις πιο δημοφιλείς παραλίες του.
Το Trunk Bay -και ο εντυπωσιακός κοραλλιογενής ύφαλος στα νερά του Κόλπου-κατατάσσεται στις καλύτερες παραλίες στον κόσμο, αλλά παραμένει μία από τις πιο πολυσύχναστες του νησιού.
Άλλωστε, τα πιο φημισμένα σημεία του νησιού εκτός από το Trunk Bay, είναι το Cinnamon Bay -η μεγαλύτερη παραλία του St. John- και το Maho Bay.
Οι λιγότερο γνωστές ακτές είναι αυτές που περιβάλλουν την παραλία Honeymoon, τον κόλπο Leinster, τον Jumbie Bay, τον Francis Bay και τον Salomon Bay, που ωστόσο δεν υπολείπονται σε φυσικές ομορφιές -σε πολλές από τις καλύτερες παραλίες (όπως πάντα) μπορεί να προσεγγίσει κανείς μόνο πεζή.
Οι ταξιδιώτες που αναζητούν ηρεμία, μπορεί να ακολουθήσουν έναν λευκό φράχτη που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του North Shore Road μετά την παραλία Hawksnest.
Δεν υπάρχει πινακίδα και μόνο τρεις θέσεις στάθμευσης -εξ ου και η Oppenheimer Beach θεωρείται μυστικό που γνωρίζουν μόνο οι ντόπιοι.
Λίγα βήματα από τον φράχτη, υπάρχει μία μαύρη μεταλλική πόρτα που γράφει «Oppenheimer» η οποία οδηγεί απευθείας στον κόλπο με τα τιρκουάζ κρυστάλλινα νερά.
Αν και το σπίτι στο οποίο ζούσε ο Οπενχάιμερ φαίνεται πολύ διαφορετικό από το οίκημα που υπάρχει σήμερα, καθώς έχει αναδιαμορφωθεί, μπορεί ακόμη να καθίσει κανείς στην αυλή και να απολαύσει τη θέα, ενώ είναι διαθέσιμο προς ενοικίαση για πικ-νικ και γάμους.
Οι μελωδίες της calypso, της χορευτικής μουσικής της νότιας και ανατολικής Καραϊβικής ακούγονται ακόμη τις νύχτες.
Με πληροφορίες από BBC Travel, Travel and Leisure