Κατά μία άποψη δεν ζούμε την εποχή της μετα-αλήθειας αλλά μια εποχή μετα- αλήθειας.
Απεικόνιση του 1844 που δείχνει δύο άντρες να καταστρέφουν με σφυριά, μιας πρώτης μορφής, ηλεκτροκίνητο αργαλειό. (Photo by API/Gamma-Rapho via Getty Images)
Απεικόνιση του 1844 που δείχνει δύο άντρες να καταστρέφουν με σφυριά, μιας πρώτης μορφής, ηλεκτροκίνητο αργαλειό. (Photo by API/Gamma-Rapho via Getty Images)
API via Getty Images

Στην αυγή του 19ου αιώνα, εμφανίζεται ένα κίνημα ενάντια στην καλπάζουσα εκμηχάνιση της βιοτεχνικής παραγωγής, το οποίο ακμάζει κυρίως στην Αγγλία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη διάρκεια της εκδίπλωσής του, εργάτες καταστρέφουν μηχανές παραγωγής, θεωρώντας ότι αλλοίωναν τον τρόπο εργασίας τους, απαξίωναν τις δεξιότητές τους και τελικά τους τοποθετούσαν στο περιθώριο, την ανεργία και την ένδεια. Πρόκειται για το περίφημο κίνημα των Λουδιτών, μια εργατική εξέγερση που ξεκίνησε από το Νότινγκαμ και διήρκεσε περίπου από το 1811 ως το 1816. Κατά της κορύφωσή της πήρε πολεμική μορφή, με τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής να διατάσσουν ‘πυρ’ εναντίον των επαναστατών και τελικά ένας στρατός 12.000 στρατιωτών να χρησιμοποιείται για την οριστική καταστολή της εξέγερσης.

Οι φόβοι των Λουδιτών μπροστά την επέλαση των μηχανών, δεν ήταν εντελώς αβάσιμοι, η εκμηχάνιση της παραγωγής σύντομα υποβάθμισε την αξία του εξειδικευμένου τεχνίτη, υποκαθιστώντας τον με ανειδίκευτους χειριστές που έπαιρναν χαμηλά μεροκάματα, συμβάλλοντας έτσι στην εξαθλίωση του βιοτικού επιπέδου του εργατικού πληθυσμού κατά την πρώιμη βιομηχανική επανάσταση. Ωστόσο, επειδή η τελική έκβαση απαξίωσε την εργατική αυτή διεκδίκηση ως ουτοπική σκιαμαχία, ο όρος Λουδισμός κατέληξε να χρησιμοποιείται υποτιμητικά απέναντι σε κάθε αντίδραση στην εκβιομηχάνιση, την αυτοματοποίηση, τη ρομποτική, την εμβιομηχανική, όπως και την καλπάζουσα ψηφιακή τεχνολογία.

Οι σύγχρονοι Λουδίτες, όσοι δηλαδή επιχειρούν να ανακόψουν ή τουλάχιστον να ελέγξουν τις νέες τεχνολογικές και κοινωνικές πρακτικές, απαξιώνονται ως «συντηρητικοί» ή ως «παλαιοί», ως «στενά μυαλά», που δεν κατανοούν την αμετάκλητη αναγκαιότητα του νέου και είναι καταδικασμένοι, όπως ο Σάντσο Πάντσα, να σπάσουν τα δόρατά τους αλλά και τα μούτρα τους πάνω σε σύγχρονους ανεμόμυλους.

“Θα πρέπει να αποφύγουμε τη συνήθη απλουστευτική ερμηνεία του Λουδισμού, τόσο τον παλαιού όσο και του σύγχρονου, ως τη «συντηρητική» φοβία απέναντι σε κάθε τι νέο και την ανορθολογική προσπάθεια παρεμπόδισης της εξέλιξης”

Ο Έρικ Χομπσμπάουμ στο έργο του Labouring Men, υποδεικνύει την απλοϊκότητα της διαδεδομένης αυτής πρόσληψης της εξέγερσης των Λουδιτών, αναλύοντάς την διττά. Αφ’ ενός ως μάχη των εργατών ενάντια στις μηχανές σε μια καταδικασμένη προσπάθεια να παρεμποδίσουν την εγκατάστασή τους, αφ’ ετέρου ως στοιχείο μιας δυναμικής διαπραγμάτευσης της εργατικής τάξης με την εργοδοσία, διότι με την καταστροφή των μέσων παραγωγής, αυτή αναγκαστικά σταματούσε, ενώ συγχρόνως καταργούνταν η δυνατότητα χρήσης απεργοσπαστικών μηχανισμών εκ μέρους των εργοδοτών, ασκώντας τους έτσι μια ασφυκτική πίεση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να αποφύγουμε τη συνήθη απλουστευτική ερμηνεία του Λουδισμού, τόσο τον παλαιού όσο και του σύγχρονου, ως τη «συντηρητική» φοβία απέναντι σε κάθε τι νέο και την ανορθολογική προσπάθεια παρεμπόδισης της εξέλιξης.

Θα πρέπει, αντίθετα, να αναγνωρίσουμε σε αυτό το φαινόμενο την έκφραση μιας πραγματικής και βάσιμης αγωνίας για τις νέες εργασιακές σχέσεις και τις γενικότερες επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών που εφαρμόζονται χωρίς έλεγχο, στο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου τεχνοκρατικού πολιτισμού, ο οποίος θεωρεί οποιονδήποτε κοινωνικό έλεγχο των συνεπειών των νέων τεχνολογιών ως συντηρητισμό και καθυστέρηση. Ο σύγχρονος Λουδισμός -όχι απαραίτητα ταξικός πλέον- αγωνιά για πραγματικά προβλήματα, τα οποία, ωστόσο, αντιμετωπίζει συχνά υπό το πρίσμα της φαντασιοπληξίας (κατά τον Καντ αυτή είναι, η παραφροσύνη να θέλει κανείς να βλέπει πέρα από όλα τα όρια της αισθητικότητας), εντάσσοντάς τα στον ζοφερό κόσμο σύγχρονων δυστοπικών αφηγήσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της πρόσληψής του των νέων τεχνολογιών είναι η ριζοσπαστική και αδιάλλακτη απόρριψή τους, που φανερώνει μια αδυναμία αφενός ψύχραιμης αξιολόγησης των νέων συνθηκών που επιβάλλει η πρόοδος της τεχνολογίας και αφετέρου διαμόρφωσης ορθολογικών επιχειρημάτων για τους όρους εφαρμογής τους.

Ο ‘’αρχηγός’’ των Λουδιτών, απεικόνιση του 1812(Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)
Ο ‘’αρχηγός’’ των Λουδιτών, απεικόνιση του 1812(Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)
Heritage Images via Getty Images

Φαίνεται ότι κάθε διαμάχη ανάμεσα στο νέο και το παλαιό εξελίσσεται μοιραία ως μια διαλεκτική σύγκρουση ανάλογη με αυτήν των αρχαίων με τους νέους λογοτέχνες στην Γαλλία του 17ου αιώνα, την οποία θεωρητικοποίησε ο Σαρλ Περώ στο έργο του «Παραλληλισμοί των Παλαιών και των Νέων».

Νέος λουδισμός, μετά - αλήθεια και ο μέγα Μύθος

(AP Photo/Rebecca Blackwell)
(AP Photo/Rebecca Blackwell)
ASSOCIATED PRESS

Η αρνητική στάση έναντι των νέων τεχνολογιών και η μη αποδοχή τους εκφράστηκε κατά την πανδημία από μια μερίδα εργαζομένων στους τομείς τους οποίους αυτές οι τεχνολογίες αφορούν και εξελίσσουν. Όπως οι εργασιακοί πρόγονοί τους, οι βιομηχανικοί εργάτες του Νότινγκαμ, οι σημερινοί εργαζόμενοι της πανδημίας στάθηκαν πολλές φορές με μια επιφυλακτικότητα ή και εχθρικότητα απέναντι στο φάσμα της υποκατάστασής τους από την ψηφιακή παροχή υπηρεσιών, την απαρχαίωση των δεξιοτήτων τους και την υποθετική τελική απαξιωτική καταδίκη τους σε ανεργία. Σε αυτό το σύγχρονο Λουδιτικό πλαίσιο, εκτός από τις σχετικά βάσιμες επιφυλάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα και συλλογικές φοβίες, ως ανορθολογικές συναισθηματικές αντιδράσεις στη γενική ανασφάλεια, η οποία εκφράστηκε μέσω των σύγχρονων αστικών μύθων, οι οποίοι διαμορφώθηκαν αρχικά στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε και συνέχισαν να διαμορφώνονται μέσα στη δυστοπική ατμόσφαιρα της πανδημίας.

“Κατά μία άποψη δεν ζούμε την εποχή της μετα-αλήθειας αλλά μια εποχή μετα- αλήθειας.”

Ο νοητικός έλεγχος των μαζών μέσω του διαδικτύου και ο πλήρης έλεγχος των κινήσεών μας (ένα συντελεσμένο Μπενθαμικό «Πανοπτικόν») από κέντρα αποφάσεων (συνήθως η Λέσχη Μπίλντενμπεργκ, οι τράπεζες των Ρότσιλντ και των άλλων ανά τους αιώνες μονίμως συνωμοτούντων σιωνιστών κ.α.) είναι ο διαχρονικός Μεγα- μύθος. Η δημιουργία «τεχνητών ανθρώπων» καθώς και η κατευθυνόμενη δημιουργία επιδημιών (όπως αυτή που βιώνουμε) μέσω της βιοτεχνολογίας, με τελικό σκοπό «να μας βάλουν τσιπάκια μέσω του εμβολίου», είναι το τρέχον αφήγημα στα ταξί, τις λαϊκές αγορές και το διαδίκτυο. Η επικινδυνότητα των εμβολίων, τα οποία χρησιμεύουν μόνο στον πλουτισμό των φαρμακευτικών εταιρειών, η κατακυρίευση του κόσμου από ανθρωποειδή ρομπότ μέσω της ρομποτικής, η δημιουργία του ιού από την Αμερική, για να πλήξει την Κινεζική κυριαρχία, αλλά και τόσοι άλλοι μύθοι κυκλοφορούν και είναι πλέον αποδεκτοί από μεγάλο μέρος του πληθυσμού ως γεγονότα. Σε αυτό το πλαίσιο ο νέος Λουδισμός στηρίζει το ανορθολογικό σκέλος του στη συνωμοσιολογική αυτή αποτίμηση των νέων τεχνολογιών.

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό τοπίο, πολλοί διανοούμενοι θεωρούν ότι διανύουμε μια εποχή μετά- αλήθειας, μια εποχή δηλαδή ανορθολογικών συναισθηματικών αντιδράσεων του κοινού, οι οποίες είναι δύσκολο να αντιμετωπισθούν με λογικά επιχειρήματα. Αυτή η θέση πέρα από το ότι αποπνέει ελιτισμό, με την αυτο-τοποθέτηση των διανοουμένων σε μια θέση «Ματιού του Θεού», πέρα και πάνω από το υπό διαμόρφωση νέο τοπίο, απαξιώνοντάς τo, χάνει την ευκαιρία να διερευνήσει τον δυναμικό ρόλο που έχουν αυτές οι αντιδράσεις στις «μορφές ζωής» που διαμορφώνονται στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, τόσο το υλικό όσο και το ψηφιακό.

Κατά μία άποψη δεν ζούμε την εποχή της μετα-αλήθειας αλλά μια εποχή μετα- αλήθειας. Υπήρξαν πολλές στιγμές στην ιστορία είτε της κοινωνίας είτε της επιστήμης (πολλές φορές και ταυτόχρονα λόγω της αλληλεξάρτησής τους) κατά τις οποίες τόσο τα θεωρητικά μας εργαλεία, (επιστημονική γνώση την οποία εξασφαλίζει η επιστήμη), όσο και τα πρακτικά (οι κοινωνικές και ατομικές πρακτικές μας ή τα τεχνικά εργαλεία που παράγει κάθε φορά η νέα επιστημονική γνώση), υπόκεινται σε αυτό που στην ιστορία της επιστήμης αποκαλείται «αλλαγή παραδείγματος». Τα κριτήρια αλήθειας τότε φαίνεται να κλονίζονται διότι κλονίζεται το πλαίσιο, η «μορφή ζωής», μέσα στο οποίο αυτά είναι συνεκτικά. Ο Τόμας Κουν με το έργο του Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, με το οποίο και επαναπροσδιόρισε τους όρους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε την ιστορία της επιστήμης μέσω της αντιθετιστικής στροφής του, αναλύει διεξοδικά την «αλλαγή παραδείγματος». Ο Κουν επικεντρώνει την ανάλυσή του στις επιστημονικές επαναστάσεις, ωστόσο, αναγνωρίζοντας κάποιες αναλογίες, αναφέρεται και σε χαρακτηριστικά των πολιτικών επαναστάσεων.

Οι πολιτικές επαναστάσεις κατά τον Κουν «αρχίζουν με μια προοδευτικά αυξανόμενη αίσθηση …ότι οι υπάρχοντες θεσμοί δεν μπορούν πια να ικανοποιήσουν πλήρως τα προβλήματα που θέτει το περιβάλλον, ένα περιβάλλον που δημιουργήθηκε εν μέρει απ’ τους ίδιους αυτούς θεσμούς».

Αυτό φαίνεται να περιγράφει το συλλογικό βίωμά μας την περίοδο αυτή, ως συνειδητοποίηση μιας επιτακτικής ανάγκης αναπροσαρμογής των θεσμών σε μια κρίση που οι ίδιοι οι θεσμοί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν με την υφιστάμενη μορφή τους. Αν και όχι μια επιστημονική ή κοινωνική επανάσταση με την κλασσική έννοια, η δυναμική της πανδημίας πυροδοτεί σίγουρα μια αλλαγή τόσο του επιστημονικού παραδείγματος στην κατανόηση των επιδημιών όσο και του κοινωνικού παραδείγματος της αναπροσαρμογής των θεσμών στη νέα πραγματικότητα.

Λουδίτες αντιμέτωποι με τις αρχές 1812, Royaume-Uni. (Photo by API/Gamma-Rapho via Getty Images)
Λουδίτες αντιμέτωποι με τις αρχές 1812, Royaume-Uni. (Photo by API/Gamma-Rapho via Getty Images)
API via Getty Images

Σε περιόδους σαν αυτή, η κοινωνία κατά τον Κουν «διαιρείται σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα ή κόμματα από τα οποία το ένα επιζητεί να υπερασπίσει το παλιό θεσμικό πλαίσιο και το άλλο να θεσπίσει νέο». Τότε τα επιχειρήματα ένθεν και ένθεν, λόγω της πολιτικής πόλωσης που εμφανίζεται, χάνουν τη λογική τους μορφή και ισχύ και οι αντιμαχόμενες πλευρές «είναι αναγκασμένες να καταφύγουν στις τεχνικές πειθούς των μαζών», συχνά ανορθολογικές όπως η θεωρία του «δημιουργισμού» της επιδημίας (την οποία υπερασπίζεται ο πρόεδρος των ΗΠΑ ισορροπώντας επικίνδυνα μεταξύ της ορθολογικότητας που απαιτεί ο θεσμικός του ρόλος και της υιοθέτησης αστικών συνωμοσιολογικών μύθων στην οποία τον ωθεί ο διαπιστευμένος λαϊκισμός του). Πέρα όμως από τους Τραμπ και παρά τους Τραμπ, οι υπόλοιποι οφείλουμε να συναποφασίσουμε τους όρους της αλλαγής του παραδείγματος, την οποία κατά τη γενική άποψη υφιστάμεθα ήδη, όχι με την Λουδιτική κατεδάφιση μηχανών, που στην περίπτωσή μας είναι άυλα ψηφιακά προγράμματα, αλλά ούτε και την απαξιωτική περιφρόνηση των νόμιμων φόβων που προκαλούν οι αλματώδεις αλλαγές εργασιακών συνθηκών και θεσμικών ρόλων, που μάλιστα στην περίπτωση της πανδημίας, έπρεπε να γίνουν «εδώ και τώρα», χωρίς την απαραίτητη ενημέρωση, εκπαίδευση, διαβούλευση και εξασφάλιση συναίνεσης.

Η ελληνική περίπτωση

.
.
MotionTeam

Κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης στην Ελλάδα συντελέστηκε εξ ανάγκης μια εκθετική ανάπτυξη της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών στην εκπαίδευση, την εργασία, την ψυχαγωγία, την ενημέρωση, το εμπόριο, την παροχή ιατρικών υπηρεσιών και σε πολλά άλλα. Στα περισσότερα από αυτά τα πεδία υπήρχε μια αποδοχή του επείγοντος από τους εργαζόμενους, οι οποίοι κατέβαλαν αξιέπαινες προσπάθειες να ανταποκριθούν σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς την ανάλογη προηγούμενη εκπαίδευση στις ανάγκες των συνθηκών που βιώθηκαν. Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με κάποιους ελάχιστους υπολογιστές ανά δημόσιο σχολείο και αυτούς για γραφειοκρατική και όχι εκπαιδευτική χρήση, χιλιάδες ψηφιακές τάξεις στήθηκαν εν μια νυκτί, αποκλειστικά από τον προσωπικό μόχθο εκπαιδευτικών που μετέτρεψαν τον προσωπικό τους χώρο σε χώρο διδασκαλίας, με μεγάλη επιτυχία.

Ωστόσο, κάποιοι εργαζόμενοι πρόβαλλαν «αντίσταση» στις αλλαγές των εργασιακών τους συνθηκών, αντίσταση που βάσισαν σε συγκεκριμένους λόγους, όπως την αδυναμία τους να ανταποκριθούν λόγω έλλειψης προηγούμενης εκπαίδευσης, ή λόγω έλλειψης μέσων, τον φόβο μονιμοποίησης του «έκτακτου», το οποίο μπορεί να υποκρύπτει απώτερες σκοπιμότητες, την παραβίαση του δικαιώματός τους στην ιδιωτικότητα και την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων και τέλος την πάντα παρούσα εργασιακή τους ανασφάλεια, την οποία εντείνει η πιθανότητα της απαξίωσης των ικανοτήτων τους και της αντικατάστασής τους από την χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας. Μπορούμε να διακρίνουμε εδώ στοιχεία της Λουδιτικής ψυχολογίας και πρακτικής, όπως και στοιχεία αντίστασης του παλαιού παραδείγματος απέναντι στο καινούργιο. Με όποιο από τα δύο αυτά σχήματα και αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στη διχαστική του δυναμική.

Πέρα από την πολιτική παράμετρο της προέλευσης του φαινομένου που πολλές φορές έγινε ορατή, θα πρέπει να αξιολογηθούν τα ορθολογικά στοιχεία αυτής της αντίστασης, απαξιώνοντας βέβαια τα ανορθολογικά (ή τα πολιτικά πολωμένα επιχειρήματα προερχόμενα εξίσου από ακραίες εκφάνσεις τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς). Ένα τυχόν πολιτικό σύνθημα αντίστασης θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως μικρόψυχο και εντελώς απαράδεκτο υπό τις κρίσιμες για τη χώρα συνθήκες. Από την άλλη πλευρά η απαράδεκτη έλλειψη μέσων είναι μια πραγματικότητα και η διακηρυχθείσα ηλεκτρονική διακυβέρνηση απαιτεί την άμεση υλοποίηση της ψηφιακής εκπαίδευσης των υπαλλήλων την επόμενη ημέρα, όπως και την άμεση εξασφάλιση των αντίστοιχων μέσων. Όμως, όταν για παράδειγμα οι γιατροί έθεσαν τον εαυτό τους στη διάθεση του συστήματος υγείας, ανεξαρτήτως εξειδίκευσης και χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις για την επιδημία (την οποία μελετούσαν εν εξελίξει), διακινδυνεύοντας την ίδια τους τη ζωή, καμία άρνηση εκτέλεσης υπηρεσίας από κλάδους της «δεύτερης γραμμής άμυνας», λόγω έλλειψης προηγούμενης εκπαίδευσης, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με επιεική κατανόηση στη διάρκεια της έκτακτης κατάστασης. Ωστόσο, η αναστολή δικαιωμάτων των πολιτών κατά τη διάρκεια της καραντίνας η οποία έγινε ευρέως αποδεκτή, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μοναδική εξαίρεση λόγω των συνθηκών και δεν μπορεί να αποτελεί προηγούμενο για αυθαίρετες περικοπές ατομικών δικαιωμάτων, όταν μάλιστα ο εξαιρετικά πιεστικός κίνδυνος υποχωρεί.

Η τοποθέτηση κάμερας στις τάξεις για παράδειγμα, θα πρέπει να περάσει από την έγκριση των θεσμών ως προς τη νομιμότητά της και τη μη σύγκρουσή της με τον GDPR (Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων). Σε κάθε περίπτωση η συναίνεση των καθηγητών αλλά και των μαθητών στην έκθεσή τους σε κοινή θέα κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας είναι απαραίτητη, εφόσον τίθεται θέμα δημοσιοποίησης προσωπικών δεδομένων. Η επόμενη ημέρα σημαίνει διάλογο και συναίνεση. Όπως επισημαίνει ο Τόμας Κουν, «στην περίπτωση των πολιτικών επαναστάσεων και στην εκλογή Παραδείγματος, δεν υπάρχει εγκυρότερο κριτήριο από τη συναίνεση της σχετικής κοινότητας».

ΥΓ: στον χρόνο που διέρρευσε από τη συγγραφή του άρθρου η διαμάχη της κάμερας στις τάξεις κορυφώθηκε. Η μια πλευρά ισχυρίζεται ότι ‘δεν τρέχει τίποτα’ και οι κάμερες είναι κάτι που θα έπρεπε να γίνει άμεσα αποδεκτό λόγω των συνθηκών. Προφανώς όσοι το ισχυρίζονται δεν γνωρίζουν ούτε το αντίστοιχο πλαίσιο, ούτε την τεράστια νομική σημασία του GDPR στον Ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό και τη σύγχρονη βιοηθική προβληματική. Το περίεργο είναι ότι οι φερόμενοι ως φιλελεύθεροι υπερθεματίζουν για μια κρατικής προέλευσης πιθανή περιστολή ατομικών δικαιωμάτων, ενώ οι αριστεροί (κρατιστές) υπεραμύνονται των ατομικών ελευθεριών και της αποσόβησης των κινδύνων καταστολής τους υπέρ ενός γενικότερου συμφέροντος. Η αλλαγή του παραδείγματος έχει προφανώς φέρει και μια κάποια ιδεολογική σύγχυση (φρενών) . Ή αλήθεια είναι ότι ‘κάτι σοβαρό τρέχει’ για όσους εξ ημών παραμένουμε φιλελεύθεροι και υπεραμυνόμαστε των ατομικών μας ελευθεριών και προσωπικών δεδομένων έναντι οιουδήποτε παράνομου κρατικού ελέγχου τους. Από την ανακοίνωση της Αρχής Δεδομένων προκύπτει ότι:

«η ταυτόχρονη διδασκαλία συνεπάγεται περισσότερους κινδύνους στα δικαιώματα των εκπαιδευτικών και των μαθητών εν συγκρίσει με τη διδασκαλία στην τάξη.. προβλέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση επιδημικής νόσου… η εφαρμογή της διάταξης εξαρτάται από τη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου των σχεδιαζόμενων πράξεων». Η υποχρέωση για τη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων (ΕΑΠΔ) προβλέπεται στο άρθρο 35 παρ. 1 του ΓΚΠΔ και «διενεργείται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας όταν οι πράξεις επεξεργασίας ενδέχεται να επιφέρουν υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων ιδίως με τη χρήση νέων τεχνολογιών και συνεκτιμώντας το φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας».

Άρα όντως υπάρχει υψηλός κίνδυνος και ας μην φτάσουμε να κατηγορήσουμε ακόμα και την πιο πρόσφατη Ευρωπαϊκή νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων για Λουδισμό.

  • Hobsbawm, Eric. 1967. Labouring Men: Studies in the History of Labour. Garden City, New York: Anchor Books Doubleday & Company, Inc.
  • Kuhn, Thomas. 1997. Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων. Μετάφραση Β. Κάλφας. Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα.
  • Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων (άρθρο 35 του ΓΚΠΔ) https://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,223264&_dad=portal&_schema=PORTAL
  • Η ΑΠΔΠΧ αναφορικά με τη νομοθετική διάταξη του Υπουργείου Παιδείας και την τηλεκπαίδευση https://www.ethemis.gr/2020/05/13/
  • ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A32016R0679
|

Δημοφιλή