Η αξιοσημείωτη πορεία ενός Έλληνα σκηνοθέτη, του Γιώργου Λάνθιμου, που με σκληρή προσπάθεια, κατακτά την διεθνή αναγνώριση, μας δίνει την αφορμή να προσεγγίσουμε τον ρόλο και τις δυνατότητες ανάπτυξης της οπτικοακουστικής βιομηχανίας στην χώρα μας. Το παρόν αποτελεί το τρίτο αυτοτελές κείμενο (μετά την διάδοση της ελληνικής γλώσσας και την αξιοποίηση της αμυντικής βιομηχανίας και της στρατιωτικής θητείας), που αφορά τομείς που μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν στην Ελλάδα. Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, αντιπαρατίθενται η αδράνεια και οι ελλείψεις ενός γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού, με τις δυνατότητες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για υπέρβαση των δυσκολιών.
1) Τι είναι η «οπτικοακουστική βιομηχανία»;
Ο όρος βιομηχανία, που αρχικά φέρνει στο μυαλό μας εργοστάσια, έχει και την έννοια των ανθρώπων και των δραστηριοτήτων που εμπλέκονται σε ένα συγκεκριμένο είδος επιχείρησης, όπως, για παράδειγμα, η «βιομηχανία τουρισμού» (tourism industry), η «αγροτοδιατροφική βιομηχανία» (agro alimentary industry), κλπ.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η οπτικοακουστική βιομηχανία (audio visual industry) περιλαμβάνει την παραγωγή, διακίνηση και προβολή προϊόντων εικόνας και ήχου μαζί, δηλαδή περιλαμβάνει ταινίες (film industry), τηλεοπτικές σειρές, ντοκυμαντέρ, αλλά και διαφημίσεις, εκπαιδευτικό υποστηρικτικό υλικό, κλπ.
Από το σύνθετο αντικείμενο της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, εμείς θα επικεντρωθούμε στις κινηματογραφικές ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές, χωρίς να παραβλέπουμε τις συνέργειες που προκαλούνται μεταξύ διαφορετικών ειδών της (πχ διαφήμιση ή τηλεοπτικές σειρές με κινηματογραφικές ταινίες) και σημειώνοντας ότι τα όρια μεταξύ διαφορετικών τομέων (κόμικς ή βιντεοπαιχνίδια με κινούμενα σχέδια), γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα, όπως δυσδιάκριτα πολλές φορές γίνονται και τα όρια μεταξύ «εμπορικού» και «καλλιτεχνικού» κινηματογράφου, που παρά τις επί μέρους διαφορές τους, και τα δύο απαιτούν γνώσεις, προσπάθεια και ένα συγκεκριμένο επίπεδο οργάνωσης και υποστήριξης.
2) Η οικονομική διάσταση: ο κόσμος, η Ευρώπη, η Ελλάδα
Οι τέσσερις μεγαλύτερες αγορές παραγωγής, διακίνησης και προβολής κινηματογραφικών ταινιών είναι οι ΗΠΑ (με 11 δις δολάρια κέρδη το 2015), η Ινδία (με τον μεγαλύτερο αριθμό παραγωγής ταινιών, περίπου 1200 τον χρόνο και 1,8 δις. δολάρια κέρδη), η Κίνα (με 6,8 δις, δολάρια κέρδη) και η Μεγάλη Βρετανία (με 1,8 δις δολάρια κέρδη).
Έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου του 2014 για την κινηματογραφική βιομηχανία επιβεβαιώνει την Αμερικανική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή αγορά (70%) έναντι της Ευρωπαϊκής παραγωγής (26%, προερχόμενο κυρίως από τις πέντε μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές χώρες). Στην Έκθεση, παρουσιάζονται αναλυτικά οι αιτίες της κατάστασης, αλλά και τα κίνητρα που δίνονται για τις Ευρωπαϊκές παραγωγές, όπως:
το εξειδικευμένο στον τομέα αυτόν, Creative Europe
η δυνατότητα χρησιμοποίησης γενικών προγραμμάτων, όπως το COSME, για την έρευνα και καινοτομία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ή το πρόγραμμα HORIZON -2020 για τις νέες τεχνολογίες, καθώς και το υπο-πρόγραμμά του LEIT.
Αντίστοιχη Μελέτη για την τηλεόραση, που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Συμβουλίου της Ευρώπης, δείχνει παρόμοια αποτελέσματα, με ορισμένες διαφορές (πρωτιά της Γερμανίας αντί της Αγγλίας, τέταρτη θέση της Ολλανδίας). Ειδικά για την Ελλάδα, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια Μελέτη του ΙΟΒΕ του 2014, που αφορά τα οφέλη της κινηματογραφικής παραγωγής για την Ελλάδα. Ενδεικτικά, αναφέρει τα οφέλη για τον τουρισμό από μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, όπως το Mama Mia (την πρώτη ταινία, αφού η συνέχειά της γυρίστηκε στην Κροατία) ή το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι (αν και στο βιβλίο στο οποίο βασίζεται, κάπου διαστρεβλώνεται η εικόνα των ντόπιων Ελλήνων, όπως δήλωσε ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ιστορίας, τότε λοχαγός, Άμος Παμπαλόνι).
Στην Ελλάδα, ο Νόμος 4487/2017 δίνει κίνητρα για την ανάπτυξη της παραγωγής οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα, επιδοτώντας το 25% των συνολικών επιλέξιμων δαπανών μιας ταινίας που θα γυριστεί στην χώρα μας, με όριο τα 5εκ.€. Δεδομένου ότι παρόμοια κίνητρα δίνονται και από πολλές άλλες χώρες, (Τουρκία, Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, κλπ), ενδιαφέρουσα είναι η άποψη της Ένωσης Σκηνοθετών Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου (ΕΣΠΕΚ), μιας πρωτοβουλίας που ένωσε σκηνοθέτες και παραγωγούς, οι οποίοι ζητούν από την Πολιτεία την χάραξη μιας συνολικής, συντονισμένης και σταθερής εθνικής κινηματογραφικής πολιτικής.
Ο προϋπολογισμός του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου το 2016 ήταν της τάξης των 2 εκ. € και, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του, το 60% του προϋπολογισμού πηγαίνει στην ενίσχυση κινηματογραφικών ταινιών, ενώ οι χρηματοδοτήσεις μοιράζονται σε πολλά έργα και δράσεις. Ευχόμαστε καλή επιτυχία στην νέα του Διοίκηση.
Στην συνέχεια, θα δούμε το παράδειγμα άλλων χωρών, που αντιλαμβάνονται καλύτερα την σημασία της ανάπτυξης της οπτικοακουστικής τους βιομηχανίας και προσπαθούν, με συστηματικό τρόπο, να αναδειχθούν σε πρωταγωνιστές της.
3) Οι νέοι δυναμικοί παίκτες της αγοράς, τα παραδείγματα της Κίνας, της Ινδίας και της Τουρκίας
Η προσπάθεια της Κίνας αντανακλά επιλογές που βλέπουμε και σε άλλους οικονομικούς τομείς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιόμορφη σχέση της χώρας αυτής με το Hollywood, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
Δημιουργία στούντιο στην Κίνα, αξίας πολλών δις δολαρίων, για το γύρισμα ταινιών, ιδιαίτερα (αλλά όχι αποκλειστικά) από την Εταιρεία Wanda, ιδιοκτήτης της οποίας ήταν ο πλουσιότερος Κινέζος.
Σχέδια για συμπαραγωγές και εξαγορές, όπως η εξαγορά του αμερικανικού κολοσσού Paramount, προσπάθεια που τελικά δεν ευοδώθηκε, για διάφορους λόγους.
Δυσκολίες στην πρόσβαση μη κινεζικών ταινιών στην κινεζική αγορά.
Στην περίπτωση της Ινδίας, το Bollywood, δηλαδή η παραγωγή ταινιών στην γλώσσα Hindi, αποτελεί έναν μόνο από τους τομείς της οπτικοακουστικής της παραγωγής. Δεδομένου ότι η Ινδία έχει τον μεγαλύτερο αριθμό εισιτηρίων σε αίθουσες κινηματογράφου στον κόσμο (3,5 δις δολάρια τον χρόνο), προσέλκυσε και μεγάλους ξένους παραγωγούς, ενώ η επιρροή της κινηματογραφικής της βιομηχανίας επεκτείνεται σε πολλές άλλες χώρες, ακόμα και στην Ελλάδα, μέσω διοργανώσεων, όπως το Φεστιβάλ Bollywood από αντίστοιχες σχολές χορού.
Με την ευκαιρία, να θυμίσουμε ότι η Ινδία από το 2014 διαθέτει Υπουργείο γιόγκα και παραδοσιακής ιατρικής. Η γιόγκα έχει αναγνωριστεί από την Ουνέσκο ως Παγκόσμια Άυλη πολιτιστική κληρονομιά, όπως πρόσφατα και το ρεμπέτικο της Ελλάδας.
Σε ότι αφορά την γειτονική μας Τουρκία, οι Τουρκικές τηλεοπτικές σειρές τα τελευταία χρόνια έχουν κατακλύσει την Ελληνική τηλεόραση. Η εύκολη και φτηνή αυτή λύση (ακούστηκε ότι ο μόνος περιορισμός που είχαν θέσει οι Τούρκοι παραγωγοί, ήταν η μη μεταγλώττιση των σειρών στα Ελληνικά), κατάφερε να επιβληθεί, αντικαθιστώντας τις Βραζιλιάνικες τηλεοπτικές σειρές, με αυξημένες δόσεις ίντριγκας, ανεκπλήρωτου πάθους και «καθήκοντος», με ωραία σκηνικά και ένα θεωρητικά παλαιομοδίτικο στυλ. Παράλληλα, περιέλαβε γνωστά τουρκικά στερεότυπα, προχωρώντας, όπου χρειαζόταν, σε νοητικές ακροβασίες ή και συνειδητές ιστορικές ανακρίβειες, όπως:
στην πλέον επιτυχημένη και ομολογουμένως καλογυρισμένη τουρκική τηλεοπτική σειρά για τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, στην διάρκεια βασιλείας του οποίου, η πολυεθνική Οθωμανική αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της (τον διαδέχθηκε ο γιος του με την Χουρέμ, Σελίμ Β’ ο επονομαζόμενος από τους Δυτικούς «Μέθυσος»), η Ρόδος που εκείνη την εποχή κατακτήθηκε από τους Τούρκους, αναφερόταν στους Ελληνικούς υποτίτλους ως «το Νησί», ενώ η εντολή δολοφονίας του ικανότατου Ελληνικής καταγωγής Μεγάλου Βεζύρη Πάργαλη, δικαιολογείται, γιατί … αυτός άρχιζε να παρουσιάζει ροπή προς το Ελληνικό παρελθόν του.
σε άλλη σειρά, στα «Σύνορα της αγάπης», η ραδιούργα κακιά Ελληνίδα πεθερά, είναι αυτή που στέκεται εμπόδιο στην ευτυχία του γιού της με την Τουρκάλα σύζυγό του.
Αναμφίβολα, η παραγωγή και διακίνηση οπτικοακουστικού υλικού προς τρίτες χώρες, αποτελεί μέσο ενίσχυσης της οικονομικής, θρησκευτικής, πολιτικής και πολιτισμικής επιρροής της Τουρκίας (soft power) και μάλιστα με μια δόση πολιτικής ορθότητας, αφού ορισμένοι υποστήριζαν ότι συμβάλλει θετικά στις πιο συντηρητικές κοινωνίες.
Όπως και να έχει:
Πρόσφατα υπερψηφίστηκε νέος Νόμος στην Τουρκία, με επιπρόσθετα κίνητρα για τον εγχώριο κινηματογράφο, αλλά και με την πρόβλεψη λογοκρισίας των ξένων ταινιών. Οι περιορισμοί αυτοί έρχονται μετά από αντίστοιχες αποφάσεις κατά της ελεύθερης διακίνησης ιδεών στα ΜΜΕ και το internet.
Από τις 10 πιο επιτυχημένες ταινίες της Τουρκικής αγοράς την περασμένη χρονιά, οι 9 ήταν Τουρκικές (αντίστροφα, στην Ελλάδα, στις 10 πρώτες περιλαμβανόταν μόνο μία Ελληνική).
Η Τουρκία είναι σήμερα η δεύτερη σε εξαγωγές τηλεοπτικών σειρών χώρα, με έσοδα της τάξης των 350 εκ. δολαρίων τον χρόνο και επιδιώκοντας την περαιτέρω επέκτασή τους, αφού διαπιστώνει ότι με τον τρόπο αυτόν, προωθείται ο τουρισμός και η εικόνα της παγκοσμίως.
Σύμφωνα με πρόσφατο απολογισμό του Ερντογάν, οι 9 Τουρκικές ταινίες που γυρίστηκαν το 2012, έχουν γίνει 180(!) το 2018, ενώ πάνω από 100 νέες τηλεοπτικές σειρές κάθε χρόνο εξάγονται και μεταδίδονται σε 156 συνολικά χώρες.
Σύμφωνα με την νέα τάση της τηλεοπτικής πλατφόρμας Netflix, να παράγει και προβάλλει δικές της ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, πρόσφατα κυκλοφόρησε η πρώτη τουρκική τηλεοπτική σειρά, με τίτλο «Ο Προστάτης» και έπεται συνέχεια. Κεντρικός της ήρωας είναι ένας νέος που ανακαλύπτει ότι ανήκει σε μια αρχαία γενιά υπερηρώων, και προορισμός του είναι να σώσει την Πόλη από το κακό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυνατότητας της Τουρκίας να χρησιμοποιεί την κινηματογραφική παραγωγή για να υποστηρίξει τις εθνικιστικές της θέσεις, είναι η περίπτωση των κινηματογραφικών ταινιών για την γενοκτονία των Αρμενίων. Όταν ο Αρμένιος δισεκατομμυριούχος και ευεργέτης Kirk Kerkorian αποφάσισε να χρηματοδοτήσει με 100 εκατομμύρια δολάρια την παραγωγή της ταινίας «Η υπόσχεση» για την αρμενική γενοκτονία του 1915, αμέσως η Τουρκία κινητοποιήθηκε, γυρίζοντας την ταινία «Ο Οθωμανός υπολοχαγός» που παρουσιάζει το «καλό» πρόσωπο των Τούρκων στρατιωτικών, «αναθεωρώντας» την ιστορική πραγματικότητα. Η ταινία αυτή τελικά κυκλοφόρησε λίγο πριν τον «Προστάτη» και είχε σχετικά μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία.
4) Προϋποθέσεις για μια Ελληνική προοπτική
Στην Ελλάδα, μετά την ακμή της εθνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας μεταπολεμικά, και ιδιαίτερα από τα μέσα του 1950 μέχρι τα μέσα του 1970, ξεκίνησε η κρίση του ελληνικού κινηματογράφου, που κορυφώθηκε το 1985. Από τις αρχές του 1990, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ), παρατηρήθηκε μια σταδιακή βελτίωση των συνθηκών. Όπως αναφέρεται σε έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, το 2000: «Η εγχώρια παραγωγή κάνει τα πρώτα συστηματικά ανοίγματά της στην Ευρώπη και στη διεθνή συμπαραγωγή, ενώ εμφανίζεται ολοένα και ισχυρότερος ο θεσμός του ιδιώτη παραγωγού»
Η κρίση όμως και οι Μνημονιακές υποχρεώσεις φαίνεται να οδήγησαν σε νέα δεδομένα, ενώ η προσπάθεια να αξιοποιηθούν οι νέες δυνατότητες παραμένει ημιτελής. Ενδεικτικό είναι το ενδιαφέρον της προαναφερθείσας τηλεοπτικής πλατφόρμας Netflix για την παραγωγή Ελληνικής τηλεοπτικής σειράς, θέμα όμως, το οποίο δεν φαίνεται να κινήθηκε έκτοτε. Πάντως υπήρχαν και υπάρχουν Ελληνικές σειρές με διεθνές κοινό, με κυριότερη, «το Νησί», όπως και ορισμένες επιτυχημένες διεθνώς Ελληνικές ταινίες.
Όμως, παρά τις αντίξοες συνθήκες για την παραγωγή και προώθηση Ελληνικών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, ορισμένοι σκηνοθέτες κατάφεραν να αναπαραστήσουν σημαντικά πρόσωπα ή γεγονότα της Ελληνικής ιστορίας, που παρουσιάζουν ευρύτερο διεθνές ενδιαφέρον. Μεταξύ αυτών είναι ο Γιάννης Σμαραγδής («Ελ Γκρέκο», «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι»), ο Παντελής Βούλγαρης («Νύφες»), ο Θόδωρος Αγγελόπουλος («Θίασος»), ο Νίκος Κούνδουρος («1922»), ο Τάσος Μπουλμέτης («Πολίτικη Κουζίνα») και πολλοί άλλοι.
Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και όσοι σκηνοθέτες εγκαταστάθηκαν στο εξωτερικό, επιτυγχάνοντας διεθνή καριέρα (όπως ο Κώστας Γαβράς) αλλά και όσοι εκφράζουν την παγκόσμια κληρονομιά της Ελλάδας, καλύτερα και από τους Έλληνες, όπως γίνεται στην ταινία για τους 300 του Λεωνίδα.
Διαχρονικά, η πηγή της έμπνευσης και δημιουργικότητας των Ελλήνων δημιουργών θα πρέπει να αναζητηθεί στην στενή σχέση με την πατρίδα τους:
Οι Έλληνες καλλιτέχνες συμμετείχαν σε όλες τις στιγμές της Ελληνικής ιστορίας, όπως στον Ελληνο-αλβανικό πόλεμο, στην αντίσταση κατά των κατακτητών, στην πείνα, τις διώξεις, τις στερήσεις, εκφράζοντας μέσα από τον κινηματογράφο και το θέατρο το κοινό αίσθημα όλων των Ελλήνων.
Ο Φιλοποίμην Φίνος, στον οποίο κυρίως οφείλεται η άνοιξη του Ελληνικού κινηματογράφου, στην Κατοχή συνελήφθη από τους Γερμανούς, οι οποίοι του ζήτησαν να τους παραδώσει όλα τα φιλμ από τον πόλεμο της Αλβανίας (ο Φίνος είχε οργανώσει την λήψη σκηνών από το μέτωπο, για τα Επίκαιρα της εποχής εκείνης). Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο και γλύτωσε οριακά την ζωή του, όχι όμως και ο πατέρας του, ο οποίος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
Ο Σωτήρης Μουστάκας συμμετείχε στον αγώνα του Κυπριακού λαού εναντίον των Άγγλων κατακτητών, μένοντας φυλακισμένος για 7 μήνες.
Πολλοί Έλληνες επιχειρηματίες χρηματοδότησαν την παραγωγή Ελληνικών ταινιών. Ανάμεσα στα λιγότερο γνωστά γεγονότα ήταν η ίδρυση από τον Αριστοτέλη Ωνάση, το 1943 στις ΗΠΑ, Εταιρείας, με σκοπό την παραγωγή ταινιών με θέμα την αντίσταση της Ελλάδας, αλλά τελικά το τέλος του πολέμου τον πρόλαβε πριν υλοποιηθεί το έργο της.
Για να μπορέσει πάντως να αναπτυχθεί ξανά στην Ελλάδα μια κινηματογραφική βιομηχανία, με τα δικά της χαρακτηριστικά, προσαρμοσμένα στις ανάγκες της διεθνούς αγοράς, αυτό που ενδεχομένως λείπει περισσότερο και από μια πιο απλόχερη χρηματοδότηση, είναι η ευκολότερη πρόσβαση, η καλύτερη συνεργασία και η πιο συστηματική ενασχόληση. Αυτά τουλάχιστον κατάλαβα όταν, προ εικοσαετίας, σε μια τυχαία συνάντηση με έναν παραγωγό, του ανέφερα το πιθανό εμπορικό ενδιαφέρον (ενόψει και της Ολυμπιάδας της Αθήνας) μιας τηλεοπτικής σειράς κινούμενων σχεδίων, με θέμα την Ελληνική ιστορία, κατά τα πρότυπα της επιτυχημένης Γαλλικής σειράς «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος». Δυστυχώς, στην συνέχεια, λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν κατάφερα να διερευνήσω περαιτέρω την πρότασή του, να συμμετάσχω στην δημιουργία ενός δοκιμαστικού μονόλεπτου με αυτό το θέμα.
Θα πρότεινα λοιπόν ως σημείο αφετηρίας για μια καλύτερη επικοινωνία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων, την δημιουργία μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας, ενδεχομένως και ενός χώρου φυσικής συνάντησης των αντίστοιχων παραγόντων μιας παραγωγής. Τον ρόλο αυτόν, θα μπορούσε να παίξει ένα συντονιστικό κέντρο, όπως το ΕΚΚ, ή να προέλθει από την ιδιωτική πρωτοβουλία.