Οι τελευταίες εξελίξεις στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις και κυρίως η μετατροπή του δημοσίου λόγου του Τούρκου ηγέτη από λόγο με στοιχεία ενός μπανάλ νεο-οθωμανικού παροξυσμού, σε ακραία διχαστικό και εθνικιστικό λόγο έχει σαφή πλέον στόχευση και δεν είναι άλλη από την καλλιέργεια ενός νέου πατριωτικού αφηγήματος που θα αντικαταστήσει την κεμαλική σχολή σκέψης πάνω στην οποία δομήθηκε η σύγχρονη Τουρκία.
Στο πλαίσιο της στόχευσης αυτής καθίσταται πλέον σαφές ότι οι σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα μπορούν να ιδωθούν μόνο υπό αυτή την σκοπιά, με ότι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον αλλά κυρίως την κατεύθυνση που θα λάβουν οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις το προσεχές διάστημα .
Η δεδηλωμένη πρόθεση του Τούρκου Προέδρου για αναθεώρηση των βασικών πυλώνων πάνω στους οποίους είχαν στηριχθεί οι Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις τις τελευταίες δεκαετίες, δεν αποτελεί απλά πυροτέχνημα για εσωτερική κατανάλωση, αλλά και την απαρχή της εκδήλωσης στο πεδίο της διπλωματίας του νεο-οθωμανικού αναθεωρητισμού που περιλαμβάνει όλη την γκάμα των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων από το Αιγαίο μέχρι και την Θράκη.
Σε αυτό το πλαίσιο οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από την ΑΟΖ και τις αιτιάσεις της Άγκυρας δεν θα πρέπει να αναλύονται από το Ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλά και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με μονοδιάστατο τρόπο, ως διμερές δηλαδή ζήτημα που αφορά μόνο τον διαμοιρασμό του ενεργειακού πλούτου της περιοχής, αλλά απεναντίας ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής από την γειτονική μας χώρα που έχει ως στόχο την αναθεώρηση όλων των βασικών συνιστωσών πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.
Η αναθεώρηση αυτή αποτελεί πλέον στρατηγική επιλογή του Τούρκου Προέδρου που θεωρεί ότι μπορεί να την πετύχει εφαρμόζοντας έναν συνδυασμό οθωμανικού τσαμπουκά και ανατολίτικου παζαριού. Αν σε αυτό το κοκτέιλ , συμπεριλάβει κανείς και τα έντονα , και πλέον και βαθιά ριζωμένα δομικά εσωτερικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο Τούρκος Πρόεδρος στο πεδίο της οικονομίας, το μείγμα είναι ήδη εκρηκτικό.
Από την άλλη μεριά η πατρίδα μας και κυρίως το πολιτικό μας σύστημα στο σύνολο του θα πρέπει να αντιληφθεί έστω και αυτή την ύστατη στιγμή ότι μόνο με την θέσπιση μιας εθνικής στρατηγικής για την εξωτερική πολιτική που θα έχει αρχή, μέση, τέλος, αλλά και συγκεκριμένες στοχεύσεις που θα ακολουθούνται ανεξαρτήτως κόμματος και πρόσκαιρων πολιτικών επιλογών, θα καταφέρει η χώρα μας όχι μόνο να ικανοποιήσει τα εθνικά της συμφέροντα αλλά κυρίως να εγγράψει ως παρακαταθήκη για ένα βιώσιμο μέλλον την στρατηγική αυτή. Αν αποτύχει το μέλλον θα είναι δυσοίωνο. Όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο αλλά κοινωνικό αλλά και συμβολικό, αφού θα αποδομήσει οτιδήποτε ορίζαμε μέχρι και σήμερα ως πατριωτικά ανεκτό.