Orin O'Brien: Ένα Όσκαρ για το μοναδικό κορίτσι στην ορχήστρα

«Δεν άφησα ποτέ κανένα άνδρα να κουβαλήσει το κοντραμπάσο μου», εξομολογείται η πρώτη γυναίκα μουσικός στην Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης.

Η Αμερικανίδα Orin O’Brien, μία από τις κορυφαίες μουσικούς του κόσμου, έχει διαγράψει μία λαμπρή πορεία στον χώρο της κλασικής μουσικής παρέα με το κοντραμπάσο της.

Τον τελευταίο καιρό, έγινε ιδιαίτερα γνωστή και στο νεότερο κοινό, χάρη στο ντοκιμαντέρ του Netflix «The Only Girl in the Orchestra», σε σκηνοθεσία της ανιψιάς της Molly O’Brien, που έκανε πρεμιέρα στις 4 Δεκεμβρίου 2024 και απέσπασε υποψηφιότητα στα φετινά Όσκαρ.

Ωστόσο, η Όριν δεν θα παρευρεθεί στην τελετή απονομής που θα πραγματοποιηθεί στις 2 Μαρτίου. «Ω, δεν θα πάω. Όχι, όχι, όχι, όχι. Θα γίνω 90 τον Ιούνιο. Θα μείνω εδώ, στο ωραίο μου διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Θα ετοιμάσω δείπνο για τους φίλους μου στην ορχήστρα και θα έρθουν και κάποιοι φοιτητές», δήλωσε η διάσημη μουσικός.

Η Orin O’Brien, κόρη δύο ηθοποιών, των George O’Brien και Marguerite Churchill, έγραψε ιστορία όταν το 1966, σε ηλικία 31 ετών, έγινε η πρώτη γυναίκα που προσελήφθη με πλήρη απασχόληση στη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Τότε, η ορχήστρα αριθμούσε 104 μέλη και ήταν υπό την διεύθυνση του θρυλικού μαέστρου Λέοναρντ Μπερνστάιν.

«Όταν μπήκα, ήθελα απλώς να είμαι μέρος του τμήματός μου και μέρος της ορχήστρας. Αλλά ήμουν στο επίκεντρο της προσοχής, γεγονός που με αναστάτωνε και με έφερνε σε δύσκολη θέση. Στην περιοδεία, αντί να δειπνώ με τους φίλους μου στην ορχήστρα, έδινα ραδιοφωνικές συνεντεύξεις σχεδόν σε κάθε πόλη που παίζαμε», δήλωσε η Orin.

Τα δημοσιεύματα της εποχής την αποκαλούσαν «ένα από τα παιδιά» με το περιοδικό Time να αναφέρεται σε εκείνη ως εξής: «Η δεσποινίς O’Brien είναι καλλίγραμμη όσο και το κοντραμπάσο που παίζει και στην περιοδεία, οι άντρες τσακώνονται για το ποιος θα κουβαλήσει τις τσάντες της».

«Όχι, δεν το έκαναν», λέει αγανακτισμένη. «Κανείς δεν κουβάλησε τη βαλίτσα μου γιατί κουβαλούσαν τα δικά τους όργανα αλλά και ποτέ δεν άφησα κανένα άντρα να το κάνει».

Ήταν μέλος της ορχήστρας επί 55 χρόνια και έγινε καθηγήτρια της διάσημης σχολής μουσικής Τζούλιαρντ στην Νέα Υόρκη. Η ταινία αποτελεί φόρος τιμής στη μεγάλη μουσικό την οποία η ανιψιά της ήθελε να γυρίσει «παραπάνω από δέκα χρόνια», όπως είχε δηλώσει η Molly O’Brien.

Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης και τσελίστας Errol Morris συμμετέχει στην ταινία ως εκτελεστικός παραγωγός, ενώ η υποψήφια για Όσκαρ Laura Karpman έγραψε την μουσική.

«Επέλεξα το κοντραμπάσο επειδή μου άρεσε η ιδέα να παίζω με άλλους μουσικούς. Δεν είχα τη φιλοδοξία να γίνω σολίστας. Μου αρέσει να βρίσκομαι στο παρασκήνιο», λέει η Orin O’Brien, η οποία άρχιζε να ασχολείται με τη μουσική από την ηλικία των 16 ετών.

Μάλιστα, ο δάσκαλός της στη Νέα Υόρκη, ο Fred Zinnemann την ενθάρρυνε να επιλέξει το συγκεκριμένο όργανο, ανεξάρτητα από το βάρος που μπορεί να είχε για ένα κορίτσι, όπως κάποιος θα πίστευε.

Παρομοίως, στην ορχήστρα, ήταν πάντα ευπρόσδεκτη και αγαπητή, τονίζει. «Από τη στιγμή που ήξεραν ότι ήμουν έμπειρη και ότι δεν θα γινόμουν ρεζίλι, όλοι μου συμπεριφέρονταν μια χαρά».

Παρ′ όλα αυτά, συχνά αισθανόταν άσχημα που πήρε την δουλειά ενός άνδρα, φανερά επηρεασμένη από τις αντιλήψεις της εποχής. Σύντομα όμως, ξεπέρασε αυτές τις σκέψεις.

Η σκηνοθέτις της ταινίας δήλωσε ότι, «σίγουρα δεν περίμενα ποτέ ότι το ντοκιμαντέρ μου για τη θεία μου στα 80 της θα έφτανε μέχρι τα Όσκαρ. Αλλά η ταινία μιλάει επίσης για την απόρριψη της κουλτούρας των διασημοτήτων στην οποία είμαστε τόσο απορροφημένοι και έπρεπε να αναφερθεί».

«Ακόμη και μετά την ταινία, εξακολουθώ να κρύβομαι πίσω από το μπάσο μου στο διαμέρισμά μου», πρόσθεσε η σπουδαία μουσικός. «Ωστόσο, έχω λάβει πολλά γράμματα από ανθρώπους που τους συγκίνησε η ταινία και τους θύμισε τη δική τους πορεία».

Με πληροφορίες από The Guardian

Δημοφιλή