Ο κλάδος των Διεθνών Σχέσεων προσπαθώντας να ερμηνεύσει επαρκώς την διεθνοπολιτική πραγματικότητα, εστιάζει την ανάλυσή του στην σχέση κρατικής δομής και διεθνούς συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται σε ποιό βαθμό η εσωτερική πολιτική καθορίζει την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους ή αν το διεθνές σύστημα δρομολογεί τις μεταξύ των κρατών σχέσεις; Η διάδραση πάντως είναι βεβαιωμένη.
Αναμφίβολα, η πρόθεση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών να αναγνωρίσει στο προσεχές διάστημα την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ συνιστά σημαντική εξέλιξη, στις ασταθείς περιφέρειες της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής. Υπό αυτό το πρίσμα θα αναζητήσουμε τα κίνητρα της συγκεκριμένης απόφασης. Αν θα πρέπει να εστιάσουμε στο εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον των Ηνωμένων Πολιτειών στην παρούσα συγκυρία, ή να στραφούμε σε διεθνοπολιτικές αναγκαιότητες που οδήγησαν την εν λόγω δράση. Σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, τον Πολιτικό Ρεαλισμό, τα κράτη είναι ορθολογικοί δρώντες, δηλαδή ενεργούν συνυπολογίζοντας το επιδιωκόμενο όφελος και το πιθανό κόστος. Στις περιπτώσεις που τα κράτη λάβουν λανθασμένες (μη ορθολογικές) αποφάσεις γίνεται από κακό υπολογισμό αυτών των παραμέτρων. Ο Kenneth Waltz υπογράμμισε ότι όταν τα κράτη δρουν μη ορθολογικά, αυτό γίνεται για συγκριμένο χρονικό διάστημα και επιφέροντας κόστος.
Αν ερωτηθεί ο Donald Trump και οι σύμβουλοί του θα απαντήσουν ότι η απόφαση για την Ιερουσαλήμ είναι ορθολογική, διότι θα επανεκκινήσει την ειρηνευτική διαδικασία επίλυσης του Παλαιστινιακού και ενισχύει τον σημαντικότερο σύμμαχό τους στην περιοχή, το Ισραήλ. Κρίνοντας από τις πρώτες αντιδράσεις, δεν προκύπτει η πρώτη υπόθεση, ούτε τεκμαίρεται εύκολα η δεύτερη. Το ενδοκρατικό πεδίο ανάλυσης δίδει μία άλλη ερμηνεία, ότι τα πολλά εσωτερικά μέτωπα του Προέδρου Trump τον ώθησαν στην αναζήτηση πολιτικών ερεισμάτων στην Ουάσιγκτόν, χρησιμοποιώντας το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Ο εφελκυσμός των συντηρητικών και φιλο-ισραηλινών κύκλων σε θεσμικό και εξωθεσμικό επίπεδο, ίσως να είναι αναγκαίος στην τωρινή συγκυρία για την πολιτική ενίσχυση του Αμερικανού Προέδρου.
Η σαφής διάκριση, ως προς τον βαθμό πολιτικής συγκρότησης, ανάμεσα σε ενδοκρατικό και διακρατικό επίπεδο μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι είναι πιο εύκολο για τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου να «πείσει» έναν δυσαρεστημένο ηγέτη του αραβικού κόσμου για τους λόγους μίας απόφασής του , παρά να προσεγγίσει έναν κρατικό λειτουργό στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος διενεργεί έρευνα που πιθανόν να αφορά και τον ίδιο. Η πρώτη περίπτωση συνιστά μια κλασσική πολιτική ισχύος, συνηθισμένη στο διεθνές σύστημα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η δεύτερη, στην συγκεκριμένη χώρα, αποτελεί αιτία αποπομπής του από τον προεδρικό αξίωμα. Βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η απόφαση σχετικά με την Ιερουσαλήμ δεν θα έχει πολιτικό και διπλωματικό κόστος για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήδη παρακολουθούμε τις αντιδράσεις σε επίπεδο ΟΗΕ και διμερώς. Μέχρι στιγμής η αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να τις διαχειριστεί.
Επομένως, αν η απόφαση είναι ορθολογική, θα ενισχύσει την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών και θα δρομολογήσει εκ νέου την ειρηνευτική διαδικασία. Κάτι τέτοιο έως τώρα δεν επαληθεύεται. Αν πάλι θεωρούσαν ότι ήταν ορθολογική αλλά η αντίδραση πολλών συμμαχικών κρατών κατέδειξε πως δεν ήταν, θα οδηγήσει στην αναπροσαρμογή ή και ανάκλησή της για να μην θιγούν τα αμερικανικά συμφέροντα. Αν ελήφθη για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους θα υποστηριχθεί για τους εξυπηρετήσει, έχοντας κόστος για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Θέση του γράφοντος είναι ότι εφ’ όσον εμείνει στην θέση της η Ουάσιγκτόν θα βλαφθούν τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Η χρήση μέσων ηγεμονικής επιβολής από τις Ηνωμένες Πολιτείες θα διασαλέψει τις σχέσεις με τα συμμαχικά αραβικά κράτη και γενικά θα υποβαθμίσει την θέση της στον μουσουλμανικό κόσμο. Η υλοποίηση της απόφασης θα έχει ως συνέπεια να διαρραγούν, ως έναν βαθμό, οι διμερείς σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με σημαντικά κράτη του Κόλπου, υποσκάπτοντας την φιλοαμερικανική τους πολιτική και κάνοντας δυσκολότερη την προσέγγισή τους με το Ισραήλ έναντι του Ιράν.
Στα καθ’ ημάς, η πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν δημιουργεί ανάλογους προβληματισμούς για την διάδραση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής καθώς και των ορθολογικών κριτηρίων δράσης. Ίσως, η παρούσα κυβέρνηση και κυρίως ο μεγαλύτερος πόλος της, να θεωρεί ότι βασιζόμενη σε πιθανές διευθετήσεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής - Ελληνοτουρκικά , Σκοπιανό , Ελληνοαλβανικές σχέσεις- θα ενισχύσει την θέση της στο εσωτερικό πολιτικό γίγνεσθαι. Βέβαια, το τί θεωρείται επιτυχής ή όχι διαπραγμάτευση στην Ελλάδα, μετά το πρώτο εξάμηνο του 2015 χρήζει κοινωνικού επαναπροσδιορισμού.
Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου και τα επιγενόμενά της δημιούργησαν περισσότερα προβλήματα παρά ενίσχυσαν την κυβέρνηση˙ ο έτερος πόλος απείχε διακριτικά. Ακροθιγώς, πληροφορηθήκαμε από τον υψηλό προσκεκλημένο ότι η Τουρκία αποτελεί αναθεωρητικό κράτος, δηλαδή επιθυμεί την αλλαγή του ισχύοντος καθεστώτος. Επίσης μας ενημέρωσε ότι οι διαφορές πρέπει να επιλυθούν διμερώς όχι επί τη βάσει των αρχών του διεθνούς δικαίου και στα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα. Ακολούθως, επισήμανε ότι η έναρξη των διμερών διαπραγματεύσεων, αποδεχόμενοι την τουρκική ατζέντα, συνιστά προαπαιτούμενο για την άρση του τουρκικού casus belli και όχι το αντίστροφο! Αντιληφθήκαμε επίσης, πόσο επηρεάζει ο Ερντογάν τον πολιτικό βίο στην γείτονα χώρα˙ παρευθύς μετά τις δηλώσεις του, μελή του κόμματός του αλλά και της αντιπολίτευσης υπερθεμάτισαν των προεδρικών σχετικά με τις τουρκικές διεκδικήσεις επί ελληνικών νησιών.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία είχε την δυνατότητα να διαπιστώσει από πρώτο χέρι, ότι ο Τούρκος Πρόεδρος εμφορείται από μία πατερναλιστική κοσμοαντίληψη και πως προσλαμβάνει την πολιτική, εσωτερική και εξωτερική, μόνο με όρους ισχύος. Το Υπουργείο Εξωτερικών διατείνεται ότι ακολουθεί μια ρεαλιστική εξωτερική πολιτική και ότι τα γειτονικά κράτη οφείλουν να συνομιλούν ακόμη και όταν διαφωνούν. Όντως, επί της αρχής η προσέγγιση είναι σωστή, με μία μόνο υποσημείωση: εφ’ όσον είναι ρεαλιστικά τα κίνητρα, δηλαδή να μάθουμε τί πραγματικά θέλει ο «άλλος», οφείλουν να είναι και ρεαλιστικά τα συμπεράσματα! Διαφορετικά κινδυνεύει η ελληνική εξωτερική πολιτική να γίνει -ζητώ συγγνώμη τους πάσχοντες και τους συγγενείς τους για τον όρο- αυτιστική, έχοντας δηλαδή περιορισμένη, επαναλαμβανόμενη και στερεότυπη συμπεριφορά.
Το πρόβλημα συναντίληψης της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με τον Τούρκο Πρόεδρο καταχρηστικά μπορεί να γίνει αποδεκτό ως δικαιολογία των όσων συνέβησαν στην πρόσφατη συνάντηση, δεν μπορεί να συνιστά πλέον αιτιολογία για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τούδε και στο εξής.
Σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα και ευτυχές το νέο έτος!