Πριν από κάποια χρόνια έτυχε να κάνω συζήτηση με έναν ξένο εξαιρετικά οξυδερκή του οποίου όμως η εθνοθρησκευτική του παράδοση δεν του επέτρεπε να αντιληφτεί τον Θεό ως πρόσωπο.
Είχα υποστεί θυμάμαι μεγάλο σοκ όταν μιλώντας του για τον Θεό και καθώς εκφραζόμουν ως ὁ Θεός να είναι πρόσωπο (person), ὁ συνομιλητής μου αρχικά με κοιτούσε απλανώς σαν να μην μπορούσε να αντιληφθεί αυτό που του έλεγα και τελικά με διέκοψε αυστηρά δογματίζοντας ότι: «ο Θεός δεν μπορεί να είναι πρόσωπο».
Μόλις εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι πολλοί άνθρωποι άλλης παραδόσεως από την δική μας έχουν πλήρη αδυναμία να αντιληφθούν τον Θεό ως πρόσωπο, πολύ δε περισσότερο έχοντα και ανθρώπινη υπόσταση. Κάτι το οποίο για μένα, έναν φορέα της καθ′ ημάς ρωμαίικης παράδοσης είναι εντελώς αυτονόητο, για τέτοιους ανθρώπους είναι μία απροσπέλαστη νοητική δυνατότητα.
Φαντάζομαι ότι για τέτοιους ανθρώπους, εάν πιστεύουν σε κάποιον Θεό, αυτός ὁ Θεός θα πρέπει να είναι μεν κάτι ανώτερο, όμως τρόπον τινά θα είναι μια ασαφής υπέρτερη δύναμη, κάτι, σε τελική ανάλυση, εντελώς διαφορετικό και απροσπέλαστο και τώρα και πάντα από μάς τους ανθρώπους.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν θα μπορούσε ὁ Θεός γι′ αυτούς να είναι πρόσωπο και δη με ανθρώπινη υπόσταση. Πολλώ δε μάλλον να προσφέρει σε μάς, όπως έχει δείξει ἡ δισχιλιετής εμπειρία μας, ως δώρο έσχατης αγάπης και ταπείνωσης την δυνατότητα της κατά χάριν Θεανθρώπινης ύπαρξης.
Τώρα μπορώ να αντιληφθώ και την αντίδραση του ανθρώπινου πνεύματος και το μέγεθος της «βλασφημίας» και του σκανδάλου στο μυαλό τέτοιων ανθρώπων, όταν ὁ Ιησούς, ένας ξυλουργός από μιαν ασήμαντη πολίχνη, ένας ταπεινός άνθρωπος μπροστά τους με σάρκα και οστά, τους κοιτάζει στα μάτια και τους λέει ευθαρσώς ότι «εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και ἡ ζωή».
Επίσης μπορώ πλέον να αντιληφθώ καθαρά την ως και σήμερα αδυναμία ανθρώπων μιας τέτοιας παράδοσης να δεχτούν ότι εμείς πιστεύομε και λατρεύομε έναν σεσαρκωμένο Θεό, και προσβλέπομε όχι μόνο σε μιαν απλή ένσαρκη ανάσταση αλλά πολύ περισσότερο σε μιαν νέα υπαρκτική οντολογία, αυτήν της Θεανθρωπίας.
Θεωρώ ότι είναι τύχη για μάς, ἡ δυνατότητα που έχει η ρωμαίικη παράδοση να μπορεί να δεχτεί και να χωρέσει την άκρα ταπείνωση του Θεού να είναι και άνθρωπος.
Δυνατότητα που εν σπέρματι υπήρχε και διαμορφώθηκε από την ελληνική αρχαιότητα.
Και περαιτέρω είμαστε τυχεροί γιατί το ελληνικό πνεύμα μάς δίδει το νοητικό περιθώριο να τολμάμε να μιλάμε και για θέωση του ανθρώπου, πράγμα ασυλλήπτως ασύλληπτο για τους άλλους.
Και ίσως αυτή η εσωτερίκευση της αντίληψής μας για δυνατότητα όχι μόνο ένσαρκης ανάστασης αλλά και θέωσής μας να μάς προσδίδει ασυνειδήτως το χαρούμενο και αισιόδοξο του χαρακτήρα που υπάρχει (ή τουλάχιστον υπήρχε) στον λαό μας.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος ή ένας λαός κατά την ιστορική του διαδρομή, χωρίς Θεό, θα τον οδηγήσουν είτε στην απόλυτη σκλήρυνση και βία, είτε στην απελπισία, στην παραίτηση και στον συμφυρμό.
Μόνον ο Θεός και η δυνατότητα Θεανθρωπίας επιτρέπει (ως δωρεά) ένα αγλαοφανές και αναστάσιμο κοίταγμα του πόνου.
Μια χαρά, ένα φώς, ένα ενδιάθετο φώς που εκχέεται από τους ανθρώπους αυτού του πολιτισμού και αυτής της παράδοσης, που οδηγεί στον σεβασμό και στην αγάπη του προσώπου του άλλου. Μια δωρεά από έναν Θεό ίσο και ένα με μάς όλους.
Εύχομαι να κρατήσομε όσο μπορούμε αυτήν την ευρύτητα του ελληνικού πνεύματος ως οντολογική, σωτηριολογικὴ αντίληψη και πρόταση και για τις επερχόμενες γενιές μας αλλά και ως παρακαταθήκη και για τους άλλους λαούς και τις άλλες παραδόσεις.